Αρχική ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ Αντώνης Μποσκοϊτης: «Τίποτα δεν έχω κάνει, όλα είναι τόσο βαρετά»

Αντώνης Μποσκοϊτης: «Τίποτα δεν έχω κάνει, όλα είναι τόσο βαρετά»

25675394_1700774259986796_824933257_n

Ο δημοσιογράφος που φημίζεται για τις πολυδιαβασμένες  και πολυσυζητημένες συνεντεύξεις που του δίνουν αγαπημένοι  Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες βρέθηκε σε θέση συνεντευξιαζόμενου και μίλησε στη Μαριάμ Νίκου και τη Γεωργία Δρακάκη σχεδόν για όλα: την εκπομπή στο Rise, το ”Την λένε Εύα”, τα σχέδια του και, φυσικά, τις ζουμερές ιστορίες πίσω από τις θρυλικές του συνεντεύξεις.

φωτογραφίες: Γιάννης Βλασερός

Ο Αντώνης Μποσκοΐτης, ο Bosko του διαδικτύου και, πρόσφατα, της τηλεόρασης,είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες περσόνες αυτής της πόλης. Γράφει κείμενα, δημοσιεύει συνεντεύξεις, σκηνοθετεί θέατρο, κάνει κινηματογράφο, ραδιόφωνο, μουσικές παραγωγές, βοηθάει κόσμο – και το τελευταίο δεν είναι σχήμα λόγου.

Έχει μια τέτοια ορμητική θετική αύρα ο Bosko που μπορούν να το καταλάβουν μόνο όσοι έχουν την ευκαιρία να τον συναναστραφούν προσωπικά. Με το γνώριμο πράσινο βλέμμα του, μας ήρθε λιγάκι αργοπορημένος στο Boo, όπως κάθε σωστός και πολυάσχολος Αθηναίος. Μας χαιρέτησε χαμογελαστός, άναψε τσιγάρο και περίμενε να αρχίσουμε τη συζήτηση. Την επόμενη μέρα, ο Αντώνης Μποσκοϊτης είχε μόλις επιστρέψει από Λονδίνο, για την παράσταση «Τη Λένε Εύα» που παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στον πολυθρησκευτικό χώρο της Sainte Ethelbourga. Περιεργάστηκε τους πίνακες της έκθεσης που φιλοξενείται αυτή την περίοδο στο πατάρι του Boo και με εμφανή όρεξη για συζήτηση κάθισε μαζί μας σε έναν από τους πάγκους, ξετυλίγοντας κουβάρια: εμπειρίες, ιστορίες, συναισθήματα. Όσα δηλαδή απαιτεί μια συνέντευξη για να βγει φυσική και να αξίζει να διαβαστεί. Πόσο καλή, όμως, μπορεί να είναι η συνέντευξη που παίρνεις από έναν άνθρωπο ο οποίος έχει μάθει να κάνει ο ίδιος τις ερωτήσεις; Θα το ανακαλύψετε παρακάτω…

Γεωργία Δρακάκη: Κάθεσαι στο αεροπλάνο και σε ρωτάει ο διπλανός σου πού ζεις, πώς ζεις και γιατί ζεις. Τι απαντάς;

Αντώνης Μποσκοϊτης: Καταρχάς, στα αεροπλάνα πάντα πιάνω κουβέντα στους διπλανούς! Επειδή φοβάμαι πολύ τις πτήσεις, αναγκάζομαι να χαπακώνομαι για να μπορέσω ν’ αντέξω και βέβαια μετά χαλαρώνω και είμαι ήρεμος στα όρια της νιρβάνας. Τότε είναι που αποζητώ την επικοινωνία με τον διπλανό μου. Κάποια στιγμή μού έτυχε, σε μια πτήση για Γερμανία, να διαβάζει δίπλα μου μια τύπισσα Γερμανίδα τη βιογραφία του Bob Geldoff (σ.σ: Ιρλανδός μουσικός και ακτιβιστής) και πιάσαμε μία κουβέντα -στ’ αγγλικά- γύρω από τη μουσική του. Κράτησε καμιά ώρα όλο αυτό… Στον υποτιθέμενο συνεπιβάτη της ερώτησης, θα απαντούσα πολύ απλά ότι ζω στην Αθήνα, εργάζομαι και δεν υπάρχει λόγος να μη συνεχίσω να ζω γιατί ακόμα είμαι νέος.

Γ.Δ: Είσαι αισιόδοξος;

Α.Μ: Ναι, είμαι αισιόδοξος, αν και μελαγχολικός κατά βάση στην απομόνωσή μου. Δεν βγαίνει προς τα έξω αυτό μάλλον, είμαι κοινωνικός και θετικός άνθρωπος, αυτό που λένε ”social freak”.

Γ.Δ: Σου αρέσει που ζεις στην Αθήνα;

Α.Μ: Αν ήταν να μείνω οπωσδήποτε Ελλάδα, θα ήθελα να ζω στη Θεσσαλονίκη. Γενικά, όμως, νομίζω πως θα προτιμούσα να ζω σε μια άλλη πρωτεύουσα του κόσμου, αλλά κι αυτό δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Κάθε φορά που έχω την τύχη να ταξιδεύω έξω χαίρομαι, το απολαμβάνω, ύστερα, όμως, από μερικές μέρες μακριά από την Αθήνα, αρχίζω να νιώθω νοσταλγία για την ακαταστασία, τη δομική αναρχία και από ό, τι άλλο περιέχει αυτή η πόλη.

Γ.Δ: Ποια είναι αυτά που σε ρίχνουν και ποια αυτά που σε ανεβάζουν ως άνθρωπο;

Α.Μ: Δεν μπορώ την κυκλοθυμία των ανθρώπων, ίσως γιατί, προσωπικά, όπως θα ξυπνήσω το πρωί, έτσι θα είμαι μέχρι το βράδυ που θα πέσω για ύπνο. Δεν μπορώ ανθρώπους που από τη μια είναι χαμογελαστοί και από την άλλη φοβάσαι μην σου κάνουν μούτρα. Υπάρχουν πάρα πολλοί έτσι και τους δέχεσαι, συμβιώνεις μαζί τους, αλλά εμένα δεν μου πάνε ιδιαιτέρως. Από την άλλη, ξέρεις τι μ’ ανεβάζει πραγματικά; Το ότι μπορώ να χαίρομαι με τη χαρά των άλλων… Και αυτό το λέω μάλλον ως προτέρημα, χωρίς να εξιδανικεύω τίποτα.

 

Γ.Δ: Είναι προτέρημα!

Α.Μ: Ναι, για οποιονδήποτε, γενικώς, κάνει ένα βήμα μπροστά στη ζωή του εγώ θα συμμετάσχω στη χαρά του, πόσο μάλλον αν είναι φίλος κιόλας. Δεν έχω αισθανθεί ζήλεια μέχρι τώρα, να πω την αλήθεια.

Γ.Δ: Δεν μας έχεις μιλήσει πολύ για τους μη διάσημους φίλους σου, τουλάχιστον μέσα από τις αναρτήσεις σου στο facebook, από όπου σε παρακολουθούμε.

Α.Μ: Καλά, μην το γράψεις τώρα αυτό για διάσημους και μη διάσημους! Τι είμαι; Κανένας celebrity; Με τις ντομάτες θα μας πάρουνε…

Γ.Δ: Εντάξει, στην απομαγνητοφώνηση θα προσαρμόσω την ερώτηση.

Το σωστό είναι να τα γράψεις όλα, όπως ειπώνονται. Η επιτυχία μιας συνέντευξης είναι να βγει φυσική. Αν καταφέρεις και διατηρήσεις τη φυσική ροή του λόγου στο γραπτό σου, αυτό θα του δώσει και την απήχηση από τον κόσμο. Αν πάνω απ’ όλα, βέβαια, λέμε αξιανάγνωστα πράγματα.

Γ.Δ: Θα τα γράψω όλα λοιπόν! Και την πολύτιμη αυτή συμβουλή, φυσικά. Δηλαδή ποτέ δε μοντάρεις εσύ, δεν κόβεις και ράβεις;

Μια σύνταξη, μια προσαρμογή θα την κάνω. Αλλά πάντα κρατώ το πνεύμα και το κλίμα της κουβέντας, μεταφέροντάς την πιστά στους αναγνώστες. Όσο για τους ”μη διάσημους” φίλους που με ρώτησες, θα ήθελα, γενικώς, να κάνω περισσότερη παρέα με κάποιους ανθρώπους από τα παλιά, όμως έχουμε χαθεί, γιατί οι περισσότεροι είναι στο Κερατσίνι που μεγαλώσαμε κι εγώ στην Αθήνα. Βλεπόμαστε πολύ αραιά πια… Δυστυχώς. Έχω κρατήσει κι έναν φίλο από το στρατό, εδώ και μια εικοσαετία, που επίσης δεν έχει καμία σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο.

Γ.Δ: Με την Εύα Κουμαριανού έχετε γίνει φίλοι;

Α.Μ: Ναι, και την αγαπώ πολύ. Η Εύα, ως τρανς και ως άτομο που έχει δεχθεί μεγάλο ρατσισμό, άργησε πάρα πολύ να ”λυθεί” και να χτίσει από μεριάς της μια ουσιαστική, ανθρώπινη σχέση. Τη θεωρώ έναν άνθρωπο πολύ καλόκαρδο, με τρομερή αίσθηση χιούμορ. Ταιριάζουμε. Φυσικά, όπου πάμε και δίνουμε παραστάσεις, πέρα από το ότι μεταδίδουμε μέσω της παράστασης συναισθήματα στον κόσμο, περνάμε κι εμείς ωραία και γελάμε απίστευτα. Το ευχαριστιόμαστε!

Γ.Δ: Υπάρχει από μεριάς της μητρικότητα απέναντί σου;

Α.Μ: Ούτε κατά διάνοια!

Γ.Δ: Ίσως εσύ να είσαι πιο «μπαμπάς»…

Α.Μ:  Αισθάνομαι να είμαι προστατευτικός απέναντί της και μου βγαίνει αυθόρμητα. Μια φορά, θυμάμαι, φεύγαμε από ένα θέατρο που βρίσκεται ίσως στη χειρότερη περιοχή του κέντρου. ”Εύα, πρόσεχε” της είπα καθώς την άφηνα, ”θα περάσεις μέσα απ’ όλα τα κακοποιά στοιχεία”. Σταματάει, με κοιτάζει όλο απορία και μου λέει ”Καλέ, σε μένα το λες; Ξέρεις τι έχω ζήσει στη ζωή αυτή; Αλλά γιατί μου το λες;” Της απάντησα ”Γιατί σ’ αγαπώ” και εκείνη την ώρα το εννοούσα απόλυτα.

Μαριάμ Νίκου: Να κάνω μια παρέμβαση; Πόσο άσχημο είναι το να χαρακτηρίζονται άνθρωποι από πράγματα του παρελθόντος τους και να μένει κάτι σαν… στάμπα επάνω τους;

Α.Μ: Είναι κακό, αλλά συμβαίνει. Δεν φταίνε οι άλλοι γι’ αυτό. Κάποια στεγανά δεν καταρρίπτονται εύκολα και θέλει μεγάλη μαγκιά για να καταφέρεις να τα καταρρίψεις εσύ που σου τα φορέσανε. Αυτό που γίνεται τώρα με την παράσταση δεν είναι κάτι που σκοπεύει να αλλάξει μια ορισμένη εικόνα, αλλά κάτι που προέκυψε και η Εύα ακολούθησε φυσικά και αυθόρμητα. Την Κουμαριανού την κάλεσα όπως ήτανε και, ειλικρινά, αισθάνθηκα μαζί της σαν να είχα ένα κομμάτι μάρμαρο που το σκάλιζα μέρα με τη μέρα και σιγά – σιγά μεταμορφωνόταν σε ένα καλοσχηματισμένο γλυπτό.

Γ.Δ: Και με την Πάολα Ρεβενιώτη έχεις σχετιστεί και μπορείς, ίσως, να μας πεις ορισμένα πράγματα για αυτήν.

Α.Μ:  Είναι πολύ φίλη μου, την έχω σαν αδερφή μου, έτσι δηλαδή νιώθω μαζί της. Με την Πάολα, όπως και με την Εύα, χρειάστηκε χρόνος μέχρι να κερδιθεί η μεταξύ μας εμπιστοσύνη. Μένουμε πολύ κοντά, δέκα λεπτά με τα πόδια. Πηγαίνω κανένα βράδυ σπίτι της, μαγειρεύει μοναδικά, τρώμε, πίνουμε και την αράζουμε, καταλήγοντας σχεδόν πάντα να συζητάμε για όσα δε φαντάζεται κανείς. Ακούω ιστορίες μοναδικές, αλλά μέχρι ενός σημείου, καθώς ξέρω πόσο κουραστικό είναι για κάποιον να αφηγείται…

Γ.Δ: Σου άρεσαν τα «Καλιαρντά» της;

Α.Μ: Μου άρεσαν, ναι. Την Πάολα την εκτιμώ πολύ και σαν κινηματογραφίστρια. Διότι δεν έχω καμιά πρεμούρα να γίνω ο κολλητός των τρανς, ούτε θεωρώ αυτούς τους ανθρώπους αγίους επειδή είναι τρανς. Παντού θα βρεις καλούς, κακούς, χαζούς και έξυπνους… Απλώς, με την περίπτωση της Πάολας θα βγεις κερδισμένος σε κάθε περίπτωση και μόνο με την επικοινωνία μαζί της. Μου άρεσε και το τελευταίο ντοκιμαντέρ που έκανε για το προσφυγικό ζήτημα και που το θεωρώ ουσιώδες. Ξέρεις τι με ενοχλεί με το κινηματογραφικό κατεστημένο στην Ελλάδα ; Θέλει τους τρανς ανθρώπους να είναι θέματα ενός ντοκιμαντέρ, όχι δημιουργούς τους ίδιους. Οι πολιτισμένοι άνθρωποι, ας τους πούμε έτσι, αδυνατούν να κατανοήσουν πως ένας εργάτης του σεξ, είτε γυναίκα, είτε άντρας, είτε τρανς, μπορεί να είναι και καλλιτέχνης με τα όλα του. Υπάρχει ένας συντηρητισμός ως απόρροια μιας μεγαλομανίας και δε βλέπουν πέρα από το Εγώ τους.

Αλήθεια είναι πως διατυπώνεις ευθαρσώς τη στήριξη σου στο ΛΟΑΤ κίνημα, όπως και γενικώς στηρίζεις τις μειονότητες. Να υποθέσουμε ότι αυτό συνέβη εντονότερα μέσα από το έργο που έφτιαξες για την Κουμαριανού;

Ισχύει. Αν υποτεθεί πως εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον πρωτοστατούσα στη διοργάνωση συναυλιών και εκδηλώσεων κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας, από την Κερατέα μέχρι τη συναυλία για τον Γρηγορόπουλο, ναι, νιώθω μέλος της ΛΟΑΤ κοινότητας, όπως θα έπρεπε να νιώθει και κάθε άνθρωπος που αναγνωρίζει τα ίσα δικαιώματα για όλους τους συνανθρώπους του. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν οι πάντες, ασχέτως της φάσης που βρίσκονται ή περνάνε στη ζωή τους. Ωστόσο, δεν μπορώ δυστυχώς να διαθέσω περισσότερο χρόνο για ακτιβισμό. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι η ζωή τους η ίδια αυτό το πράγμα, τους παρακολουθώ και τους σέβομαι, αλλά από μία απόσταση, αν θες. Η κρίση έβγαλε στη φόρα όλα τα φοβικά σύνδρομα του Νεοέλληνα, οπότε η ανάγκη ή και η διάθεση για ακτιβισμό είναι πλέον επιτακτική.

Γ.Δ: Είσαι σαφής. Ένα από τα πολύ ευχάριστα νέα είναι η ανακοίνωση για δική σου τηλεοπτική εκπομπή σε ένα κανάλι που προσωπικά έχω δει με πολύ θετικό μάτι, το Rise!

Α.Μ:  Εδώ και χρόνια πολλοί μου έλεγαν ότι πρέπει να κάνω τηλεόραση, ενώ εγώ δεν το είχα βάλει κατά νου. Η συγκεκριμένη πρόταση απλά έτυχε και μου έγινε από την Κίρκη Καραλή, η οποία έχει την ευθύνη του νέου προγράμματος του RISE TV και, φυσικά, σκηνοθετεί κιόλας. Έχει φρέσκια ματιά η Κίρκη, την εμπιστεύτηκα, έχοντας δει θεατρικές εργασίες της. Και δεν ξέρω αν θα εμπιστευόμουν εύκολα, όντας σκηνοθέτης, κάποιον άλλο σκηνοθέτη. Είναι ωραίο που μαζί της δεν έχω κανένα άγχος για τα πλάνα ή τα τεχνικά ενός γυρίσματος.

Γ.Δ: Τώρα, λοιπόν, που είσαι σε θέση, ας το πούμε, πιο πρωταγωνιστική, βλέπεις την τηλεόραση με άλλο μάτι;

Α.Μ: Συνειδητοποίησα ότι πράγματι ισχύει αυτό που λένε: Η τηλεόραση έχει δικούς της κανόνες. Για παράδειγμα, μου είπαν ότι θέλουν να βγάλω τα γυαλιά και να φορέσω φακούς επαφής ή να ντύνομαι με ρούχα χορηγών…Ίσως έχει να κάνει με τον νεανικό αέρα που θέλει να φέρει το RISE TV. Ακόμα, βέβαια, φακούς επαφής δεν πήραμε και δε βλέπω τη μύτη μου, αλλά δεν το καταλαβαίνει και κανένας αυτό (γέλια)

Μάριαμ Νίκου: Ενδεχομένως και να αδυνατίσεις, όπως λένε σε όλες και όλους…

Α.Μ: Βέβαια! Αυτό δεν μου το είπαν, μόνος μου το γνωρίζω και το ξεκίνησα, γιατί ο φακός σε παχαίνει – άκου τι συζητάμε τώρα (γέλια). Μου αρέσουν πολύ ούτως ή άλλως οι συνεντεύξεις, κάτι που κάνω στη LIFO τα τελευταία χρόνια και σε άλλα μέσα προLIFO. Φυσικά, κακά τα ψέματα, όλοι μας βρισκόμαστε σε μια οικονομική ανάγκη. Ο πρώτος λόγος που δέχθηκα, λοιπόν, να το κάνω ήταν η Κίρκη, ο δεύτερος ότι η πρόταση ήταν εντελώς σχετική με το αντικείμενό μου και ο τρίτος σαφώς η οικονομική απολαβή. Δεν έχω καλή σχέση με την τηλεόραση, όμως, ως θεατής. Τώρα, πολύ πρόσφατα έβαλα αποκωδικοποιητή, λόγω του RISE TV. Και από ό, τι έχω δει είναι ενδιαφέρον κανάλι, μοντέρνο, με γρήγορο μοντάζ στις εκπομπές του, κρατώντας μία ποιότητα. Θα δείξει.

Γ.Δ: Μετά την Αφροδίτη Μάνου που ήδη γυρίσατε τη συνέντευξη, αν δεν κάνω λάθος, ποια πρόσωπα συζητώνται για τη συνέχεια της εκπομπής «Bosko»;

Α.Μ: Κάναμε τη Δήμητρα Γαλάνη, ενώ έχει δρομολογηθεί γύρισμα με τον Μάρκο Κούμαρη των Locomondo. Το συζήτησα και με τον Φοίβο Δεληβοριά, επίσης, παρότι τον πέτυχα να κάνει πολλά πράγματα κι αυτός. Θα είναι αρκετοί καλλιτέχνες από αυτούς που έχουν περάσει από τη Lifo και που τώρα θα ήθελα να τους γίνει ένα εξίσου ωραίο τηλεοπτικό πορτραίτο

Γ.Δ: Εσύ, Αντώνη, από πού επιλέγεις να ενημερώνεσαι;

Α.Μ: Από το διαδίκτυο αποκλειστικά.

Γ.Δ: Δε συλλέγεις, ας πούμε, free press;

A.M: Όχι, πια! Ούτε καν φύλλα με δικά μου κείμενα. Είχα μαζέψει απίστευτο χαρτομάνι, με το δεδομένο ότι πρωτοδημοσίευσα κείμενο το 1996… Έγραφα σε εβδομαδιαία βάση στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, είχα δημοσιεύσει κείμενα στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, στο Έθνος, στο Κ της Καθημερινής. Τι να πρωτοκρατήσεις; Θα με πνίξουν τα χαρτιά στο τέλος… Το πιο πρόσφατο τεύχος που έχω κρατήσει από τη Lifo, ας πούμε, είναι αυτό με τη συνέντευξη που μου έδωσε ο 92χρονος Μίκης Θεοδωράκης, γιατί τη θεωρώ μια οριακή συνέντευξη και προσωπική μου στιγμή.

Γ.Δ: Θεωρείς, δηλαδή, τον εαυτό σου έναν  μέσο άνθρωπο;

Α.Μ: Σαφώς, έτσι τον θεωρώ, αλλά ίσως είμαι λίγο πιο τυχερός. Αυτό το δέχομαι, με την έννοια ότι κάνω αυτό που από πάντα μου άρεσε: Να γνωρίζω ανθρώπους. Όχι απαραίτητα σημαντικούς, αλλά διαφορετικούς, με όλη την έννοια του διαφορετικού. Αν τώρα, στα 43 μου, έχω συνομιλήσει με διάφορες προσωπικότητες, αλλά και πολύ σημαντικούς για μένα, απλούς ανθρώπους, αυτό με κάνει να ζω ικανοποιημένος και δεν έχω άλλα άγχη, όπως της επιβίωσης ή το να ξυπνήσω πρωί να πάω σε ένα πόστο ρουτίνας.

Γ.Δ: Ποιο λες να είναι το θέμα του επόμενου ντοκιμαντέρ σου;

Α.Μ:  Δεν θέλω να πω, γιατί όλα είναι αβέβαια στον κινηματογραφικό χάρτη κι η τελευταία μου απόπειρα, το ντοκιμαντέρ για τη Γώγου, έγινε εκ των ενόντων, συνθήκη που δε μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθεί…

Μαριάμ Νίκου: Για τη ζωή σου, ίσως;

Α.Μ: Πλάκα μου κάνεις;

Μ.Ν: Γιατί;

Γεωργία Δρακάκη: «Η ζωή μου βλέποντας τους Άλλους», του Αντώνη Μποσκοϊτη. Ή, καλύτερα, «Μιλώντας με τους Άλλους»!

Α.Μ: Κορίτσια, μη λέμε χαζά πράγματα τώρα…

Μαριάμ Νίκου: Αντώνη, θυμάσαι πώς ξεκίνησες; Είπες ότι πρωτοδημοσίευσες το 1996 κείμενό σου.

Και λίγο νωρίτερα, τώρα που το σκέφτομαι. Είχα δώσει πρώτη φορά κείμενα στον ”Καθρέφτη του κινηματογράφου” του Μάκη Μωραΐτη. Κάποια στιγμή το ΠΟΠ+ΡΟΚ είχε προκηρύξει έναν διαγωνισμό με θέμα ”Η ιστορία ενός δίσκου”. Το έπαθλο θα ήταν μια ετήσια συνδρομή και επαγγελματική ενασχόληση ως συντάκτης. Θυμάμαι που έγραψα την ιστορία ενός σπάνιου βινυλίου της Μαρίζας Κωχ που είχα βρει στο σπίτι ενός Τυνήσιου χαράκτη στην Τύνιδα εν έτει 1997 και που πάνω είχε πολωνική τιμή, σε ζλότι. Το αντιλαμβάνεσαι; Να βρεθείς στην Τυνησία σε φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους και να ξετρυπώσεις δίσκο της Κωχ που είχε αγοράσει ένας Άραβας από την Πολωνία – σουρεαλισμός! Έβαλα το χειρόγραφο μου σε φάκελλο και την ώρα που τον έριχνα στο ταχυδρομικό κουτί, ήξερα πως θα κερδίσω. Πράγματι, όταν κυκλοφόρησε το επόμενο τεύχος, είδα μέσα το κείμενο μου δημοσιευμένο, όπως δεν είχα καμία αμφιβολία! Στα τέλη του 1999 εντάχθηκα στο συντακτικό team του ιστορικού περιοδικού ”ΗΧΟΣ” κι έκτοτε δεν έχω σταματήσει να αρθρογραφώ κυρίως για μουσική.

 

Μ.Ν.: Ήταν αυτό που ήθελες να κάνεις;

Ναι, απόλυτα, αν σκεφτείς πως όταν άνοιξε το περιοδικό Δίφωνο, είχα περάσει από τα γραφεία του για ν’ αφήσω κειμενάκια μου. Τίποτα φυσικά δεν είχε γίνει. Στο Δίφωνο τελικά μπήκα το 2001 επί των ημερών του Μιχάλη Κουμπιού στη διεύθυνση του και μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να ζήσω εκ των έσω την ελληνική δισκογραφία.

Μ.Ν.: Αντώνη, ζήσαμε την εποχή της έλλειψης πληροφόρησης στα ξεκινήματα μας. Εγώ, ας πούμε, για να έβρισκα ένα τραγούδι, έπρεπε να ανατρέξω σε ολόκληρη την εργογραφία ενός καλλιτέχνη. Πόσο εύκολο είναι τώρα με το διαδίκτυο, πιστεύεις, να βρίσκουμε πράγματα ή να επικοινωνούμε και την ίδια μας τη δουλειά;

ο διαδίκτυο ήταν μια τεράστια επανάσταση επικοινωνιακή, που πια έχουμε συνηθίσει και τη γευόμαστε. Παλιά θυμάμαι κάναμε αμάν να βρούμε κάποιο live των Pink Floyd ή το Φεστιβάλ του Monterey το ’67, ας πούμε. Σήμερα βρίσκεις τα πάντα με το πάτημα ενός κουμπιού. Έχω την αίσθηση ωστόσο πως μέσα σ’ όλη αυτή την υπερπληροφόρηση, κάτι θα χαθεί, κι εδώ αναφέρομαι στη χαρά του ψαξίματος, στους καρπούς μιας αναζήτησης. Δεν γίνεται να τα έχεις όλα, καλώς ή κακώς. Υπάρχουν στιγμές που με ότι θες να σού’ρχεται στο πιάτο, νιώθω πως πέφτω σε μια συναισθηματική απάθεια, κάτι που δεν πολυγουστάρω.

Μ.Ν.: Χώρια που η πληροφόρηση συχνά σήμερα είναι παραπληροφόρηση.

Αυτό θα το δεις κατά κόρον σε διάφορα sites με συγκεκριμένη ιδεολογία, είτε είναι τουlife style, είτε χωρίς καμία σοβαρότητα – εγκυρότητα. Ανέκαθεν όμως έτσι λειτουργούσε ο Τύπος για τις πλατιές μάζες και ο κόσμος τσίμπαγε. Πόσο μάλλον τώρα που βλέπουμε από εσχατολογικά κείμενα – μπούρδες μέχρι καθαρή προπαγάνδα.

Μ.Ν: Θυμάσαι ποια ήταν η πρώτη μεγάλη σου συνέντευξη;

Νομίζω πως η Στέλλα Βλαχογιάννη με έριξε στα βαθιά, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του Διφώνου και σε λίγες μέρες, αφού διάβασε κείμενα μου, μου ανάθεσε τα cover stories του περιοδικού, δηλαδή τις συνεντεύξεις του εξωφύλλου. Πρώτα έκανα τον Χρήστο Νικολόπουλο και μετά τους αδερφούς Κατσιμίχα, που τότε, πριν μια δεκαετία και βάλε, ήταν ακριβοθώρητοι στα μέσα.

Μ.Ν: Υπάρχει συνέντευξη που μόλις τελείωσε, να είπες ”Γιατί την πήρα τώρα αυτή τη συνέντευξη”;

Όχι, αυτό δεν τό’χω πει, αλλά μου έτυχε να συναντήσω δύο καλλιτέχνες σημαντικούς που μου φάνηκαν ολότελα αδιάφοροι σαν άνθρωποι. Όχι κακοί, απλά αδιάφοροι. Μπορεί να μην ήταν κι η μέρα τους, βέβαια.

Μ.Ν: Έχεις δώσει εσύ συνεντεύξεις στη ζωή σου;

Λίγες φορές, αλλά βαριέμαι αφόρητα. Τώρα μ’ αρέσει που αυτή γίνεται live και δεν αναλωνόμαστε σε τυπικότητες.

Μ.Ν: Αντώνη, κοίταξε να δεις, οι απόψεις διίστανται για το άτομο σου: Έχω γνωρίσει ανθρώπους που είναι φαν σου, που λένε ”Θέλω να διαβάσω την επόμενη συνέντευξη του Bosko” ή ”το επόμενο post στο facebook του”, υπάρχουν όμως και άλλοι που σε βρίσκουν σκληρό και σχεδόν φοβούνται μην τους πιάσεις στο στόμα σου.

Τα ξέρω όλα αυτά. Παραδέχομαι ότι είμαι ένας άνθρωπος με τις δικές μου εμμονές, που όμως ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτό το ”τα έχουμε καλά με όλους”. Δεν το δέχομαι δηλαδή στο πλαίσιο μιας δημοσιοσχεσίτικης φάσης. Στον αντίποδα, παραδέχομαι επίσης ότι με ορισμένα πρόσωπα, όχι τυχαίως βέβαια, γίνομαι σχεδόν εμπαθής, αλλά είμαι έτοιμος να αναθεωρήσω κιόλας, δεν έχω πρόβλημα. Για παράδειγμα, ένιωσα την ανάγκη να υπερασπίσω δημόσια τη Νατάσσα Μποφίλιου που άκουσε τα σχολιανά της απ’ όλη τη φιλελέδικη πλέμπα. Στη συνέχεια η μπάλα πήρε και άλλους ομότεχνούς της που μίλησαν εξίσου υπέρ της. Αυτά είναι γελοιότητες από ανθρώπους ειδικά που εκτοξεύουν κοτσάνες στα social media και παραχαράσσουν την ιστορία. Τους ενόχλησε, λοιπόν, η Μποφίλιου που σκίζει και γεμίζει τα μαγαζιά, επειδή μίλησε – έστω όπως μίλησε – για αριστεροσύνη. Ξυδάκι!

Μ.Ν: Με ποιον καλλιτέχνη θα έλεγες ότι έχεις ”παρεξηγηθεί”;

Η ερώτηση αυτή είναι σα να αναφέρεστε στην πρόσφατη συνέντευξη με την Κατερίνα Χέλμη. Θα σας κάνω τη χάρη, επομένως, να σας πω τι ακριβώς συνέβη: Η κυρία Χέλμη μου εξομολογήθηκε ότι ασπάστηκε τη σαϊεντολογία, αναφέροντας καθαρά τη λέξη αυτή, καθώς και ξένους σταρ – οπαδούς της. Δεν ξέρω τι παίχτηκε εν συνεχεία, προφανώς της την ”πέσανε” από εκκλησιαστικούς κύκλους, και βγήκε σε άλλο έντυπο , βγάζοντας με σχεδόν ψεύτη – φαντασιόπληκτο. Ήρεμα κι ωραία, δεν έστειλα καμία επιστολή διάψευσης ως απάντηση. Απλά ανέβασα στο soundcloud το απόσπασμα της συνέντευξης της που μιλάει για την εμπειρία της με τη σαϊεντολογία.

Μ.Ν: Πάμε πάλι στα μουσικά. Συμφωνείς με τον όρο ”έντεχνο”;

Μ’ αρέσει, γιατί οριοθετεί κάπως τα πράγματα.  Ξέρεις ότι μέσα εκεί χωράνε από την Τσαλιγοπούλου μέχρι τον Κ. Βήτα κι από τον Χρόνη Αηδονίδη μέχρι την Πλάτωνος.

Μ.Ν: Το λαϊκό το ασπάζεσαι;

Φυσικά και πάρα πολύ! Από το Κερατσίνι και από πατέρα μπουζουξή ερασιτέχνη προέρχομαι.

Μ.Ν: Τον Διονυσίου πως θα τον χαρακτήριζες;

Τον Διονυσίου, όπως και τον Καζαντζίδη, θα τον κατέτασσα στους καλλιτέχνες που μπορούν να κάνουν σημαντικό ακόμα και ένα μέτριο ή ασήμαντο τραγούδι.

Μ.Ν: Από τη νέα γενιά των λαϊκών τραγουδιστών θα ξεχώριζες π.χ. τον Οικονομόπουλο;

Να σου πω την αλήθεια, δεν τον ”έχω” καθόλου, ούτε ξέρω τι τραγουδάει.  Τον ξέρω μόνο σαν ένα ομορφόπαιδο στις αφίσες του δρόμου. Το τι λέει τώρα…

Μ.Ν: Δεν το’ χεις ψάξει, έτσι;

Όχι και ούτε έχω σκοπό (γέλια). Ξέρεις τι γίνεται μ’ όλους αυτούς; Εκεί που πας να τους συμπαθήσεις, θα βγουν να κάνουν μια μαλακισμένη δήλωση και θα πεις ”Αναθεμα την ώρα που σ’ έμαθα και ποιος είσαι κιόλας”, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Δε μπόρεσα επίσης να καταλάβω το λαϊκό έρισμα του συχωρεμένου του Παντελίδη. Πετυχημένα σκυλάδικα έγραφε και σε λίγο θα τον δούμε αγιοποιημένο. Ας ηρεμήσουμε λίγο. Τι να πω, μπορεί να μην είμαι πια 20 χρονών και ν’ ακούγομαι σε αρτηριοσκλήρυνση τώρα…

Μ.Ν: Μήπως δεν έχουμε σοβαρότερα θέματα ν’ ασχοληθούμε;

Ξέρεις πόσα σοβαρά θέματα υπάρχουν και δεν τα αγγίζουμε; Θέματα που τα επιτάσσει η κοινωνία η ίδια και η εποχή η σκοτεινή που ζούμε. Όπως όμως είπαμε και πριν, αυτή είναι η τακτική των media: Το περιπετειώδες, το ανάλαφρο, το φτηνό δράμα.

Μ.Ν: Φταίνε τα media ή και ο κόσμος που τα ακολουθεί;

Συνυπεύθυνοι είναι, αν υπολογίσουμε πως τα media διαμορφώνουν κοινή γνώμη και θέλουν ανθρώπους αντιπνευματικούς. Μπανάλ πράγματα λέμε τώρα, αλλά είναι η αλήθεια.

Μ.Ν: Σου έχει τύχει ποτέ να θέλει ο καλλιτέχνης να βγάλει στη φόρα τα προσωπικά του όση ώρα μιλάτε; Όχι μέσω της συζήτησης, αλλά επιτηδευμένα.

Αυτό συμβαίνει μόνο στα gossip έντυπα που τα διαβάζεις στον οδοντίατρο σου. Εμένα δεν μου έχει τύχει. Στο Down Town που εργάστηκα πρόσφατα ήξερα πως δε μπορώ να κάνω φιλοσοφικού τύπου συζητήσεις με τους καλλιτέχνες. Ήξερα ποιο ήταν το κοινό μας. Στη LIFO, πάλι, ξέρω πως το ζητούμενο είναι οι εκ βαθέων εξομολογήσεις των προσώπων και έτσι προκύπτει συνήθως μέχρι τώρα. Θυμάμαι τη συνέντευξη με την Τάνια Τσανακλίδου που μου έβγαλε τα εσώψυχα της πριν δύο χρόνια. Κάτι συνέβη εκεί και μίλησε όπως δεν έχει ξαναμιλήσει δημόσια τα 40 χρόνια που υπάρχει στο χώρο. Ήταν όμως και οι συνθήκες: Κάτσαμε θυμάμαι στο σαλόνι της άνετα, ανοίξαμε και ένα μπουκάλι κρασί που μετά έγιναν δύο και ένιωσα ερήμην μου σαν ψυχαναλυτής κάπως. Η συνέντευξη αυτή έσκισε, έκανε 13.000 shares μέσα σ’ ένα 24ωρο! Και, προσέξτε, παρά τις εξομολογήσεις της Τάνιας, η όλη συνέντευξη δεν είχε τίποτα το gossip, ήταν σαν να μιλάνε ακομπλεξάριστα δυο φίλοι κι ο αναγνώστης να κάθεται δίπλα και να ακούει.

Μ.Ν: Θα την έλεγες αυτήν ”συνέντευξη καρδιάς”;

Σίγουρα ήταν! Ξέρετε όμως κάτι; Πολλοί ”έντεχνοι” συνάδελφοι της Τάνιας δεν την καλοείδαν τη συγκεκριμένη συνέντευξη. Τους τρόμαξε η εξομολογητική της διάθεση. Θυμάμαι πως στην αμέσως επόμενη συνέντευξη που έκλεισα, άκουσα το εξής φοβερό: ”Θα σου μιλήσω, αλλά εγώ δεν είμαι η Τσανακλίδου, μην περιμένεις πολλά πράγματα”. Ίσως τους είχα τρομάξει κι εγώ από μία έννοια.

Μ.Ν: Σου έχει συμβεί ποτέ κάποιο ευτράπελο;

Ναι, κάτι πραγματικά αστείο είχε συμβεί πριν πολλά χρόνια, σε μια απ’ τις πρώτες μου συνεντεύξεις με την Πίτσα Παπαδοπούλου. Είχα πατήσει μόνο το play στο κασετοφωνάκι και όχι το record. Μου είχε μιλήσει για ένα δίωρο σχεδόν η γυναίκα! Όταν της τηλεφώνησα ολο ντροπή για να ξανασυναντηθούμε, μου απάντησε ορθά – κοφτά: ”Καλά τα έλεγες, λεβέντη μου, γράψε ότι θες από μόνος σου”. Ε, τελικά, την έγραψα μόνος μου και σπάσανε τα τηλέφωνα να μου λένε μετά πόσο διανοούμενη είναι η Πίτσα που δεν θα το φαντάζονταν (γέλια). Εξαιρετικός λαϊκός άνθρωπος, πράγματι!

Μ.Ν: Είσαι καλλιτεχνική φύση;

Τι θα πει αυτό;

Μ.Ν: Ε, πως, είσαι λίγο ”φευγάτος”, μποέμ. Συμβιβάζεσαι, αλλά δεν απομακρύνεσαι απ’ την περσόνα σου.

Δε θα γινόταν αλλιώς.  Όπως μιλάω, έτσι γράφω κιόλας, δεν παίζω κανέναν ιδιαίτερο ρόλο. Τώρα, αν εσύ το λες καλλιτεχνική φύση, εγώ δεν θα σε επαναφέρω στην τάξη κιόλας (γέλια)

Μ.Ν: Τον θεωρείς πρότυπο σου στις συνεντεύξεις τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο;

Ε, βέβαια, τό’χω ξαναπεί. Να πω την αλήθεια τώρα, στις αρχές ήθελα οι συνεντεύξεις μου στη LIFO να αρέσουν πρωτίστως στον Στάθη κι ας μην τις διάβαζε κανείς άλλος, που λέει ο λόγος. Τώρα πλέον με ενδιαφέρει να πηγαίνουν καλά, να ακούω σχόλια, να γίνονται συζητήσεις ακόμα και σε άλλα μέσα. Μπήκα κι εγώ στη λογική των ”shares” σταsocial media. Ευκαιρία να πούμε ότι δεν είναι λίγες οι φορές που είδα συνεντεύξεις μου από τη LIFO να αναπαράγονται ξεδιάντροπα από άλλα sites δίχως – εννοείται – μία υποτυπώδη άδεια. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και με κείμενα συναδέλφων. Κανείς δεν προστατεύει τον εκάστοτε δημοσιογράφο, κανείς δεν αντιδρά, οπότε η κατάσταση διαιωνίζεται.

Μ.Ν: Έχεις πάρει κι ένα πανελλήνιο βραβείο στη ζωγραφική ως παιδί, αν δεν κάνω λάθος. Γιατί δεν συνέχισες άραγε;

Που το βρήκατε αυτό; Θα τό’χω ξαναπεί μάλλον…Πράγματι, στα 12 μου είχα πάρει το β’ βραβείο σε έναν πανελλήνιο διαγωνισμό ζωγραφικής με τον Φασιανό και τον Μυταρά στην επιτροπή, αν θυμάμαι καλά. Συνέβαινε το παράδοξο να έχω δύο γονείς που με έσπρωχναν στα καλλιτεχνικά και το χαίρονταν, χωρίς τα γνωστά ”πως θα ζήσεις, πως θά’χεις λεφτά;” κλπ. Το έκαναν μάλιστα πιεστικά σχεδόν, ώσπου στην εφηβεία μου από αντίδραση πέταξα τα πινέλα, τα καβαλέτα και ότι είχα ζωγραφίσει ίσαμε τότε. Σήμερα, αν μου έμεινε κάτι απ’ όλο αυτό, είναι μια μεγάλη ευχέρεια στο σκίτσο και την αγιογραφία. Θα έλεγα, όμως, ότι βαριέμαι και μόνο στη σκέψη να κάτσω να ζωγραφίσω τώρα, ενώ αντιθέτως θαυμάζω όσους φίλους ζωγράφους έχω.

Μ.Ν: Διανύουμε την κρίση στο επάγγελμα. Πρόλαβες καλές εποχές από οικονομική άποψη;

Ναι, για μια τριετία, από το 2008 μέχρι και τις αρχές του 2011. Με μια εκπομπή στο Κανάλι 1 του Πειραιά και με το Δίφωνο, που έγραφα πάνω από 40 σελίδες του το μήνα, ο μισθός μου έφτανε περίπου τα 1500 ευρώ. Τα έριχνα, θυμάμαι, σε ένα συρτάρι χύμα και όποτε μου ερχόταν, έκλεινα εισιτήρια για κάνα ταξίδι στο εξωτερικό. Ύστερα όλα άλλαξαν…Το Δίφωνο έκλεισε, η εκπομπή μου ”κόπηκε” εν μία νυκτί και άρχισε το κυνήγι της επιβίωσης. Εκεί κοντά, θυμάμαι, είχα πάει στη Γερμανία να καλύψω για την ”Ελευθεροτυπία” μια μεγάλη συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη στη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Σε ένα τραπέζωμα, συνάντησα έναν Γερμανό που έκανε εκεί ακριβώς τα ίδια με μένα: Μουσικός συντάκτης και κινηματογραφιστής. ”Πόσα κερδίζεις στη χώρα σου;” με ρώτησε. Του απάντησα ειλικρινά, 400 ευρώ δηλαδή με το ζόρι κι έβαλε τα γέλια. Τα έβαλα κι εγώ, όμως, καθώς πρώτη φορά έβλεπα τόσο θερμή αντίδραση Γερμανού. ”Με όλα αυτά που κάνεις” μου είπε, ”εδώ θα έβγαζες τουλάχιστον 3.000 ευρώ το μήνα”. Δεν απάντησα τίποτα, μού’κοψε το κέφι…

Μ.Ν: Θέλω να σου πω κάτι δημόσια τώρα: Σου τηλεφώνησα πριν λίγους μήνες γιατί είχα ανάγκη, καιγόμουν για ένα θέμα. Μέσα σε λίγα λεπτά είχες βρει τη λύση και με βοήθησες ουσιαστικά. Το κάνεις συχνά αυτό;

Πιστεύω πάρα πολύ στην έννοια της αλληλεγγύης, όσο κι αν μερικοί – μερικοί αποδίδουν πλέον αρνητική σημασία στη λέξη αυτή. Που φτάσαμε! Ως άνθρωπος δέχτηκα μεγάλη βοήθεια, χωρίς να την έχω ζητήσει κιόλας, άρα θεωρώ πως οφείλεις στη ζωή αυτή ότι παίρνεις να το επιστρέφεις κιόλας.

Μ.Ν: Ποιος άνθρωπος θα έλεγες ότι σε έχει βοηθήσει;

Η Μαρίζα Κωχ είναι μια δεύτερη μάνα μου, παρόλο που τελευταία έχουμε χαθεί, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους. Ανατρέχω σε δικά της λόγια: ”Θα έρθει καιρός” μου είχε πει, ”που θα βλέπεις συχνότερα ανθρώπους που ζουν στο εξωτερικό παρά φίλους σου που ζουν στην ίδια πόλη”. Η Μαρίζα είναι μια εμμονή μου απ’ την ανάποδη, που λέγαμε πριν (γέλια). Η πρώτη μου ταινία για τη Φλέρυ Νταντωνάκη σε εκείνην οφείλεται, στις επαφές που έκανε για μένα τότε που δεν ήξερα κανέναν, η γνωριμία μου με τον Νίκο Κούνδουρο επίσης. Σπάνιος άνθρωπος η Μαρίζα, νά’ναι πάντα καλά.

Μ.Ν: Σε κουράζει όταν σε καλούν να μιλήσεις για άλλους σε διάφορες εκδηλώσεις;

Ομολογώ πως ναι. Όταν σου ζητάνε να μιλήσεις για ένα βιβλίο, θες μια βδομάδα για να το διαβάσεις. Με ένα CD, φυσικά, είναι πιο εύκολα τα πράγματα. Δεν μπορώ να πω ποτέ, όμως, όχι σε ανθρώπους που εκτιμώ ή είναι φίλοι μου. Τον περασμένο Οκτώβριο το τερμάτισα, προλόγισα τρεις δίσκους και άλλα δυο βιβλία…Μαϊντανός, όχι αστεία.

Μ.Ν: Αλήθεια είναι πως έχεις μιλήσει με ανθρώπους που άλλοι θα ήθελαν δυο ζωές για να τους συναντήσουν. Θα ακολουθήσει ένα βιβλίο, να υποθέσουμε, με συνεντεύξεις;

Μου το ζητάνε πάρα πολλοί φίλοι, αλλά δεν το έκανα μέχρι τώρα για έναν και μόνο λόγο: Δεν μου αρέσει να απασχολούν το βιβλίο, που είναι σοβαρότατη υπόθεση, άνθρωποι δίχως εμπειρία ή χρόνια στο κουρμπέτι. Είναι δυνατόν να μην είσαι ούτε 25 χρονών και να μου βγάζεις ολόκληρη διατριβή, ξέρω γω, για τον Μπομπ Ντίλαν ή τον Λέοναρντ Κοέν; Εδώ δεν τό’χει κάνει ακόμα ο Χαρωνίτης που τον διάβαζα προτού να εμπλακώ με το χώρο. Ωστόσο, αν βρεθεί χρόνος, υπάρχει μεγάλη περίπτωση μέσα στο 2018 να βγει ένα βιβλίο με συνεντεύξεις μου από τις εκδόσεις Άπαρσις. Η επιλογή θα πάρει χρόνο, γιατί τι να κρατήσεις και τι να αφήσεις από σχεδόν χίλιες συνεντεύξεις; Δεν ξέρω τι θα γίνει, οι άνθρωποι μου έκαναν την πρόταση και με τίμησαν, αλλά ας μη λέμε μεγάλες κουβέντες…

Μ.Ν: Εγώ, Αντώνη, πολύ θα ήθελα να σε παρακολουθώ με μια κάμερα, που πας, τι κάνεις στην καθημερινότητα σου.

Πίστεψε με, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον ιδιαίτερο η καθημερινότητα μου, μη σου πω κι αυτή εδώ η συνέντευξη, που άρχισε να με κουράζει. Ένας μοναχικός τύπος είμαι που ζω μόνος από επιλογή και που βαριέμαι πολύ γρήγορα τα πάντα. Μη νομίζεις, συχνά δε βρίσκω σε τίποτα ικανοποίηση. Το επόμενο στάδιο είναι να αποποιηθώ τα υλικά αγαθά, όπως το αρχείο μου. Παρατηρώ ότι δεν με ενδιαφέρει πια να μαζεύω τίποτα, εκεί που κράταγα μέχρι και ένα απόκομμα που θα με ενδιέφερε. Κάποτε, πάνε δέκα χρόνια, είχα μπει στο σπίτι της Σωτηρίας Λεονάρδου και είχα δει μόνο μια καρέκλα μέσα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. ”Δεν έχω ούτε το Ρεμπέτικο εδώ μέσα” μου είχε πει, εκείνη που έγραψε ιστορία με την ταινία αυτή του Φέρρη. Τότε είχα παραξενευτεί, αλλά καθώς τα χρόνια περνούν, κάπως έτσι γίνομαι κι εγώ.

Μ.Ν: Είναι καλά η Λεονάρδου; Είχε κλονιστεί η υγεία της.

Η Σωτηρία είναι ωραίος άνθρωπος, ροκ με όλη τη σημασία της λέξης. Έχουμε να μιλήσουμε αρκετά χρόνια. Την είχα αφήσει σε ένα στάδιο ανάρρωσης κι ελπίζω να είναι όλο και καλύτερα, κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο. Κρατάω πάντα κάτι που είχα ζήσει κοντά της: Είχαμε πάει κάποτε μαζί στο θέατρο, εκείνη, ο Χρονάς κι εγώ. Το έργο δεν μας είχε αρέσει καθόλου, αλλά δεν ξέραμε και πως να την κάνουμε με ελαφρά. Γυρνάω σε μια φάση και βλέπω τη Σωτηρία δίπλα μου γεμάτη εξανθήματα. Τρόμαξα. ”Μην τρομάζεις” μου κάνει, ”είναι ψυχοσωματικό. Όταν καταπιέζομαι πολύ, έτσι αντιδρά ο οργανισμός μου. Φεύγει μετά”!

Μ.Ν :Φοβερό. Πάντως, μπορώ να καταλάβω το ότι βαριέσαι εύκολα εσύ που σε δέχτηκε σπίτι της η Marianne Faithfull. Θυμάμαι και μένα που μου χάρισε ο Uli Roth των Scorpions την κιθάρα του. So what? Κάθομαι τώρα και τη βλέπω…

Α, γεια σου! Η κάθε στιγμή αξίζει μόνο όταν τη ζεις, μετά γίνεται ένα με τα πιο ασήμαντα στοιχεία της καθημερινότητας μας. Ακόμα και τη Faithfull, τον Roth ή τον Θεό τον ίδιο να συναντήσεις, πάλι θα πας για τσιγάρα απ’ τον περιπτερά της γειτονιάς σου, θα παραγγείλεις τον ίδιο καφέ, θα ακούς τα παράπονα της μάνας σου απ’ το τηλέφωνο, θα βλέπεις το φως να διαχέεται με τον ίδιο τρόπο απ’ το παράθυρο σου. Μη μεγαλοποιούμε τα πράγματα, τίποτα δεν έχουμε κάνει και όλα είναι τόσο εφήμερα. Πάντα σε τέτοιες στιγμές θυμάμαι τη Λένα Πλάτωνος: Τελείωνε ένα live της που το περίμενε πως και πως, το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά γυρνώντας σπίτι της η πρώτη κουβέντα της ήταν: ”Και τι έγινε; Πάει κι αυτό. Παραμυθιαστήκαμε και τώρα ας πέσουμε για ύπνο. Μια από τα ίδια”. Αυτή είναι σοφία, που πολλοί μπορεί να την παραβλέπουν μες τη σπουδαιοφάνεια τους.

Μ.Ν: Αντώνη, οφείλω να σου πω επίσης ότι με έκανες να αγαπήσω την περιοχή που ζεις μέσα από τις αναρτήσεις σου, απ’ τις ιστοριούλες που κατά καιρούς γράφεις…

Αγαπώ το κέντρο, ναι. Μένω δίπλα σε οίκους ανοχής, μικρομάγαζα Πακιστανών και μαγειρεία Ασιατών. Εμπνέομαι από ανθρώπινες φάτσες κι από τυχαία συμβάντα, φαινομενικά ασήμαντα, για να γράψω τις ιστοριούλες, που λες. Σου μιλάω ειλικρινά, και βίλα να μου χάριζαν στην Εκάλη, θα έλεγα ”Ευχαριστώ, δε θα πάρω”. Το εννοώ. Δεν τα μπορώ τα απόκεντρα μέρη.

Μ.Ν: Πας σε μπαρ, βγαίνεις, ξενυχτάς;

Καθόλου. Βαριέμαι όσο δε φαντάζεσαι. Περνάω πολλές ώρες μόνος μου και ενστερνίζομαι απόλυτα εκείνο το ωραίο μότο στα Εξάρχεια: ”BAR – έθηκα”. Ίσως γιατί έκανα άγρια μεθύσια μέχρι τα 30 μου, τα γύρισα όλα τα μπαρ Αθηνών και περιχώρων στη σειρά.  Άσε που δε μπορώ να φωνάζω όταν κουβεντιάζω λόγω βαβούρας.

Μ.Ν: Πες μου μερικούς καλλιτέχνες που να τους νιώθεις, όμως, πραγματικούς φίλους σου.

Ο τραγουδιστής Παντελής Θεοχαρίδης από τη Θεσσαλονίκη, κι ας βλεπόμαστε σπάνια λόγω απόστασης. Ιδιαίτερος άνθρωπος, αντικοινωνικός φαινομενικά, αλλά ευθύτατος και ντόμπρος. Ο Παντελής είναι αδερφός μου, όχι απλά φίλος. Ο Νίκος Ξυδάκης, άλλος σπάνιος άνθρωπος. Το πιο εκλεπτυσμένο χιούμορ και όλο το ταλέντο του κόσμου σε ένα αριστοκρατικό παρουσιαστικό. Νοσταλγώ εκείνες τις λίγες εκπομπές που κάναμε με τον Ξυδάκη για το Μεταδεύτερο στα ξεκινήματα του. Ο Ηλίας Λιούγκος, ακόμη, πάντα γλυκός σαν άνθρωπος που καταλαβαινόμαστε με τη μία, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Όποτε μιλάω με τον Λιούγκο είναι σα να συνδιαλέγομαι με τον Χατζιδάκι και μη σας φαίνεται παράξενο. Η στιχουργός Ελένη Φωτάκη, αυτό το αερικό που μιλάμε στα τηλέφωνα μετά τα μεσάνυχτα και μετά με παίρνει ο ύπνος ήρεμα και γαλήνια. Αγαπώ και τον Στέλιο Βαμβακάρη, τον γιο του Μάρκου. Ακόμα κατεβαίνω καμιά φορά στον Κορυδαλλό, όποτε με καλεί να μου παίξει τα τραγούδια ή να μου διαβάσει τα στιχάκια που σκαρώνει. Αυτές είναι μεγάλες στιγμές που δεν ανταλλάζω με τίποτα! Εκτιμώ πολύ και τον δημοσιογράφο Δημήτρη Μανιάτη, τον θεωρώ ιδιαίτερα ευφυή άνθρωπο και έναν ορίτζιναλ λαϊκό διανοούμενο. Πάντα απολαμβάνω αυτό το αφηρημένο βλέμμα του, που συλλαμβάνει τα πάντα στην πραγματικότητα με κινηματογραφική ταχύτητα! Για μένα, πάντως, το πρόσωπο του 2017 ήταν η ηθοποιός Νίκη Σερέτη. Δεν μού’χει ξανατύχει να δω άνθρωπο στα μάτια και να καταλάβω με το πρώτο βλέμμα πως θα αγαπηθούμε σαν δύο πραγματικοί φίλοι που μοιράστηκαν πολλά μέσα σε πολύ λίγο χρόνο.

Μ.Ν: Τελευταία ερώτηση: Πως σε φαντάζεσαι στα 60 σου, στα 70 σου;

Που να ξέρω; Δε μπορώ να σκέφτομαι και το θάνατο, αν αυτό ρωτάς στην ουσία, διότι δε με πήραν και τα χρόνια. Είμαι τρομερά αγχώδης και οδηγήθηκα σε φαρμακευτική αγωγή γι’ αυτό για ένα φεγγάρι. Με δέσανε με καλώδια στο Ιπποκράτειο πριν μερικά χρόνια με 18 πίεση – νευροπίεση, απ’ ότι μου είχαν πει. Τι άλλο να σου πω, τι θες ν’ ακούσεις, πως θα ήθελα να πεθάνω; Μες το σπίτι μου, πάνω στο γραφείο μου και όχι σε νοσοκομείο. Να με βρουν τέζα, όπως συνέβη και με τον γκουρού μου, τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο, και στο πικάπ μου να υπάρχει το ”No fun” των Stooges ή το ”Surrealistic pillow” των Jefferson Airplane. Καλό; Άντε, κλείσ’ το τώρα το μαραφέτι σου, δε θα μας διαβάσει κανένας ως το τέλος…

  • Οι παραστάσεις του έργου ”Την λένε Εύα” του Αντώνη Μποσκοΐτη με την Εύα Κουμαριανού ξεκινούν σε λίγες εβδομάδες. Ο χώρος θα ανακοινωθεί σύντομα.
  • Η εκπομπή ”Bosko” με τον Αντώνη Μποσκοΐτη σε ρόλο συνεντευξιαστή έκανε επιτυχημένη τηλεοπτική πρεμιέρα από τη συχνότητα του RISE TV την Κυριακή 24/12 με πρώτη καλεσμένη του την τραγουδοποιό και τραγουδίστρια Αφροδίτη Μάνου.
  • Τον Bosko εξακολουθούμε να τον παρακολουθούμε από τις συνεντεύξεις του στη LIFO

 

ευχαριστούμε πολύ το BOO! Cafe Bar για την φιλοξενία του..


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθρο«Ο έρωτας στα χιόνια»: Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε ανήμερα την Πρωτοχρονιά
Επόμενο άρθροΥγιεινές συνταγές: Μπάρες, μπάλες ενέργειας και μπισκότα από τη food blogger Αθηνά Πάνου