Αρχική ΘΕΑΜΑ ΘΕΑΤΡΟ Χίμαιρα θεάτρου – μια ξεχασμένη στην άβυσσο – “ασκημοφορεμένη” τέχνη…

Χίμαιρα θεάτρου – μια ξεχασμένη στην άβυσσο – “ασκημοφορεμένη” τέχνη…

image

Υπόγεια ένστικτα στο βάθος του υπονόμου, ξεχειλίζουν οι λάσπες, τα περιττώματα, εκεί απόμερα, σε ένα σημείο που μόνο σκιές και παρίες το κάτι τι αποζητούν, στα σκουπίδια, τα άοσμα, άνθρωποι μόνοι στο κρύο πλάθουν ένα όνειρο, ένα ιδεατό…

Ανεπίτρεπτο! Χυδαίο! λέει εκείνος, ο περαστικός που βλέπει τον παγετό να γδέρνει τα δέντρα μονάχα πίσω από το θολωμένο του παράθυρο, κάπου μακριά, απόκοσμα.

Ο ανθρωπάκος κοιτά με όλη του τη δυστυχία και την εξαθλίωση να σκια-γραφόνται στα μάτια του, ύστερα θωρεί λάγνα το παλτό του ξένου, τα γάντια του, το κασκόλ, μα για ένα παράδοξο αιτιατό, δεν θέλει να δει τον εαυτό του εκεί μέσα, αλλά δημιουργεί μιαν φανταστική οφθαλμαπάτη, που μόνο εκείνος ωσάν παθητικός θεατής μπορούσε να σπαράξει στο αθέατο, ή ως το δειλινό να γελά υστερικά, κυλιόμενος στη ψυχοφθορά…

Έβλεπε μόνο τα πόδια τους και σε μια ηχοτοπία άκουγε τον γδούπο των παπουτσιών, όλων των ειδών των ήχων, να ομολογούν την θλίψη, την οδύνη, την σκληρότητα, την απελπισία των τακουνιών, την απανθρωπιά κάποιων λουστρινιών. Υπήρχαν, όμως, παπούτσια που δεν μπορούσε να ακούσει, όπως τα αδέσποτα του πόδια, γυμνά, που ήξεραν να μην ακολουθούν τον διάβα της επιβίωσης, παρά μονάχα μιας Τέχνης χίμαιρας, ακολουθώντας άγνωστους ίσκιους ανθρώπων και με μια ιστορία να μην νιώθει ωσάν αδέσποτος, ούτε σαν ένα βρώμικο απομεινάρι “πολιτισμού”, μα σαν όλους εκείνους, μια τέχνη, μια ξεχασμένη στην άβυσσο, “ασκημοφορεμένη” τέχνη…

Περιπατεί στους δρόμους, στους παράδρομους, σε μισοτελειωμένα πεζοδρόμια, με τα χέρια του να ανεμίζουν στο κενό, να ακολουθούν σχεδιαζόμενες γραμμές, και να βλέπει καπνούς. Ω, ένα παιδί, ένα νεογνό που δεν ομιλεί, κλαίει, μα γιατί κλαίει; δεν του αρέσει η ζωή, δεν ξέρει τι είναι πνοή; αέρας καθάριος; Ούτε κι εγώ ξέρω, μονάχα στα ενδότερα κάποιου ξεχασμένου στα απορρίμματα καμβά, θυμάμαι στείρα όντα να σαλεύουν δίχως οξυγόνο. Και όπως περπατεί, κάποιοι μασκοφόροι, να εκεί δόθε, κάτι αλληγορίζουν, στριγκλίζουν, πέφτουν σχεδόν άψυχα, δίχως βογγητά, βαριά τα σώματα στο μαύρο σανίδι. Ένας παλαιός που ήξερε από τούτα, είχε δει τέτοιους, μου είπε πως είναι θέατρο, ναι ναι, όχι εκείνο το δυσοίωνο, αλλά σαν ένα ψυχογράφημα ήταν αυτό που απλώνεται για ένα παγκόσμιο καλό, μιαν αλήθεια που στάζει στο χείλος, αλλά κάποτε, στα άχαρα ξυπνήματα γλυκοπικρίζει ολίγον συνειδητά.

Και όταν τα χέρια του τεμαχίζονται, ακρωτηριάζονται, ξέρει, μόνο πικραμένος από την ζωή, κάπως λησμονημένος από τον άνθρωπο, να βρίσκει ένα καθ’ οδόν παράλληλο σταυροδρόμι, ήξερε όμως τον δρόμο, όχι όχι, δεν φοβόταν τίποτε, κανέναν, διότι γνώριζε ένα σπίτι, θυμόταν κάπου, σε κάποια λείψανα της λήθης, έναν μικρό αστέγαστο χώρο, εκεί οπού εκείνοι οι μασκαράδες μπορούσαν να κουράρουν τις πληγές του, να θα πουν, σε ένα έργο,  να τος πάλι, οι εικόνες και τα λόγια ήταν όποια ανάμνηση του είχε απομείνει στα αποκομμένα, αποκολλημένα αναμνηστικά της ύπαρξης του.

Η σκηνή, το ξύλο, όλα τα υλικά που αναδομούν απο τα θεμέλια και χτίζουν μια στέγη, ήταν η δική του ουτοπία, εκεί μπορούσε να απαντήσει σε όλους, μπορούσε να γράψει τι είναι πνοή… και με μια νεκροψία όλοι, άσημοι, σημαντικοί, στην απόγνωση ξεχασμένοι από τα σπίτια τους, στις τέχνες προσηλυτιστές ή στην μοίρα κατάδικοι, νε ειδούν τι πλάθει και τι στυγερά σκοτώνει το θέατρο…

Ο θεατρικός, της ψυχοδύνης και τις αναγαλλίασης, παρίας άφησε τα λόγια του να χαθούν στο ξεψύχισμα του έργου, στην εξάντληση των ηθοποιών, στον τελευταίο, πλανόδιο στον αιθέρα, ήχο της δυστυχισμένης μελωδίας ή της λυτρωτικής εναρμόνισης ψυχής και άπορου πνεύματος…

«Ποτέ μου δεν είδα ανθρώπους ομορφότερους από εκείνους που χορεύουν πάνω στη σκηνή. Τους έβλεπα να γελούν αλλά και στον παραλογισμό τους να κλαίνε, να ουρλιάζουν, να κραυγάζουν, να σείονται στο ξύλο. Είδα μάνα, είδα πατέρα, είδα, άκουσα λέξεις που ομιλούσαν στο στέρνο μου, κάποιους που μάλλον έβλεπαν την απόγνωση μου να σκαλίζω και κλεφτοκοιτώ απο μια οπή το μικρό τούτο θεατράκι, οπού δεν θα υπάρχω πια, δεν θα ήμουν ποτέ το κουρέλι που αποζητούσε φαγωμένο φαί, γιατί μπορεί κάποτε από την πείνα να αντίκριζα τον θάνατο που παραμόνευε στα δύσοσμα σοκάκια των δρόμων, όμως ήμουν ο πλουσιότερος άνθρωπος επί γης, διότι εκείνοι δεν θα δουν ποτέ όσα είδα εγώ, την πρώτη φορά αγάπη, την πρώτη φορά γέννα, την μέθη του έρωτα με κομμένη την ανάσα, το ψέμα, την τρελή μάχη του παράλογου σε μια πάλη με το έλλογο.

Έτσι όσο εγώ ψυχορραγώ, μην θωρείτε εδώ κάτω, το παγωμένο δάχτυλο σας νεύει εκεί, ψηλα, στην κορυφή απάνω, στο πραγματικό αγαθό των αιώνων, σε εκείνο που αποζητούν οι πέτρινες ψυχές, τα αδικημένα πνεύματα, δείτε τους, είναι αθώοι όλοι τους, εγώ ωσάν αμαρτωλός αφήνω την άδοξη ζωή μου να γίνει ένα έργο θεάτρου… Εις του θεάτρου την ευδαιμονία… ένα ποτήρι με το κώνειο του θανάτου ή το αντίδοτο της σωτηρίας… για την τέχνη, για το θέατρο!»


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΠάγωσαν μέχρι θανάτου και οι καρχαρίες στις Ηνωμένες Πολιτείες!
Επόμενο άρθροΣυνέντευξη του Πέτρου Πολυχρονίδη για το ΖΜΑΚ – Την ελληνική επαγγελματική πάλη (+ Φώτο από το MERRY CHRIZMAK)