Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Ουδέτερη ζώνη – στενή λωρίδα κόλασης – βράζει η οργή στο πυρομένο...

Ουδέτερη ζώνη – στενή λωρίδα κόλασης – βράζει η οργή στο πυρομένο καζάνι των νέων

orgismenaniata2-1024×683

Οργή, ένα δηλητήριο να βράζει από τις μουχλιασμένες ίνες του στομάχου, στο αίμα που κοχλάζει και σταγόνα σταγόνα πυροδοτεί τον ασύλληπτο πόνο, τον ακατάλυτο σπαραγμό μιας ζωής μίζερης, μιας κατάντιας αποσταγμένης στο βάρβαρο καζάνι της ίδιας της ανυπαρξίας, του φόβου, του σκοταδισμού, σε θεμέλια που συντρίβονται σφοδρά με ένα παραμελημένο, το μοναδικό έμβιο, συναίσθημα, στην οξείδωση των πληγών και την ηδονή, που θα επαναφέρουν ένα σώμα, μα ποιο, ασυνείδητε, εγωιστή, ειδωλολάτρη άνθρωπε, σώμα;

…Ένα νεκρό στην ματαιότητα του χρόνου, σε μια ζωή που σαν το ψάρι σπαρταρά σε μια γυάλα που στάζει νερό μονάχα από τις ρωγμές της, σαν ψάρι δίχως βράγχια, σαν γυναίκα ασθενική, σαν άνδρας εξαρτημένος από την οργή, τη νικοτίνη, ή από το σπαρακτικό μίσος προς την ανθρωπότητα, προς την άπραγη αυτή πραγματικότητα.

Φεύγουν και μένει μόνος. Τελικώς και αδιαλάχτως, σε ένα ποίημα της, η Σάρα Κέιν έτσι είχε πει “μόνο η μοναξιά είναι επιστήθια στον άνθρωπο…”,  η πιο δυνατή, μόνο εκείνη ριζώνει στον χρόνο. Συνοδοιπόρος είμαι εγώ στις λέξεις της… είναι μοναξιά, έτσι την λέω,  όποιος παλεύει στο κύμα της τέχνης, φτύνει μονάχα αιματώδη αλμυρά…

Ψέματα! Εκείνος, ναι, είναι ηλίθιο τάχα να μονολογώ, ο Τζον Όσμπορν εξιχνίασε τα μισοφαγωμένα από τον ήλιο ίχνη του, στο σκοτάδι μόνο ηλιοτρόπιο χρωμάτιζε η πίκρα του, στα βάθη, στα σκαλίσματα με τα μυτερά νύχια κάποιου λυσσασμένου κτήνους, τούτος εδώ, της ψυχοδύνης, της ανυπότακτης τρέλας διανοητής, των οργισμένων νιάτων ιδεαλιστής, ξάπλωνε στις μανίας τα νήματα, τέντωσε τα άκρα του  ξανά και ξανά, μέχρι να σταλάξει το αίμα κατάχαμα.

Όλα τα  πτώματα καλύπτονται με το σεντόνι μιας πελώριας εφημερίδας, όποιος πεθάνει Κυριακή, οσφραίνεται τον άγριο, στην βία της αδιαλλαξίας, άνεμο, θωρεί ένα αποτελματωμένο ρήμαγμα, την καταδίκη των νέων σε μια εποχή ανοησίας, υπόδουλων κεκτημόνων  της ύλης, στοιβάζοντας σε ένα αδιόρατο ράφι, σε μια δεύτερη μοίρα, το πάθος, το σχιστό στο δέρμα ρεύμα του «ζω», «ναι, τώρα, σε αυτόν τον ήχο της μουσικής, πάνω στο μουσικό συνταιριασμένο άσμα της Έντιθ Πιάθ, χορεύω πάνω σε ένα μνήμα παρακαταθήκη»,  πρόγονοι του 20ου αιωνα αφήνουν μόνο τα σκουριασμένα κόκαλα τους, σε μια αρένα ανθρώπων, νέων, που οδεύουν προς την ακατάλυτη ψύχωση…

Σςς, ναι, ναι, είμαι μεγάλος γνώστης τούτου του βλέμματος, μάχεται σκίζοντας με τα δόντια του όποια στην ηλιαχτίδα, εκτεθειμένη εικόνα, πλάθει ο νους, πλάθουν οι, του «αίσιου» τέλους, άνθρωποι. Βλέπω, Όσμπορν, τη λύσσα σου, βλέπω πως ταλαντεύουν οι μύες στο κεφάλι σου, πως σπαρταρά η δύναμη της εκδικητικής μανίας κάποιου ζώου που κλαίει, όμως δεν μπορείς, όσο τούτα τα μάτια θωρούν την ψυχή σου να ποιεί, να πλάθει, να ραδιουργεί σκόπιμα, να τρέχει, να ξεφεύγει, να πέφτει, να χορεύει, να κάνει έρωτα, να κάνει σεξ κολασμένος-αμαρτωλός, όσο σε θωρούν αυτές οι κόρες, δεν μπορείς να ξεφύγεις.

Είναι εκείνη η εύπλαστη, γλοιώδη υφή που πάλλεται σε ένα πεδίο ανθρώπων που χάνουν τη νιότη τους, ό,τι διαολεμένα εθιστικό και σπασμωδικό σε μια ροπή  πετρώνει τη συνείδηση μας, διαδραματιζόμενο στο σανίδι, στην πιο τραγωδοποιημένη μορφή της. Εσύ Τζον, μην πας πουθενά, μόνος θα απομείνεις, έως η εναπομένουσα πνοή σου σπάσει σε κομμάτια σε μια βοή των ουρλιαχτών, των στριγγλιών τούτων των πέντε ανθρώπων, όποιων νέων, κάποιου ιδιοποιημένου μέλλοντος, ό,τι κι αν πρεσβεύουν.

Πληκτικές ημέρες, βαρετές, οκνηρές στην ατονία και στην μαύρη ομίχλη του λήθαργου Κυριακές, χρόνια ανούσια, δεκαετίες, έτη διαφοροποιημένα, με μια ασυναίσθητη, «άτρωτη», ασάλευτη αίσθηση, όχι αίσθηση, μια απούσα ζωή, το τέλος, προς τα εκεί, ο σκούρος άνθρωπος, σε έναν Γολγοθά, κατά πόδας, ακολουθεί τους όλους ομοιοπαθείς του.

Σικάγο του 56′, Παρίσι του 62′, Μιλάνο του 72′, Αθήνα του 81′, Μόσχα του 88′,  Βερολίνο του 91′, Λονδίνο του 97′, σε επτά διαφορετικές χώρες όλα απεικονίζονται τόσο αβάσταχτα όμοια, στην ανία, στον αργοπορημένο θάνατο –κυριολεκτικά και μεταφορικά- στην μελαγχολία. Ο Τζίμυ (Χάρης Τζωρτζάκης) και η Άλισον (Πέγκυ Τρικαλιώτη), ένα παντρεμένο ζευγάρι συζεί σε ένα αιωρούμενο, στον χωρόχρονο του 20ου αιώνα, διαμέρισμα, να τους τιθασεύει το μίσος, να τους υποδουλώνει η καθήλωση, το ψέμα και η αυταπάτη μιας πλέον πλεούμενης, με όλες τις άλλες, ζωής.

Ο Τζίμυ χτυπά με τη λεπίδα εκεί όπου το αίμα δεν ρέει «ελεύθερα», με πληγές που δεν αφίονται στην επούλωση. Σε έναν παραλογισμό, σε έναν παράδρομο δικό του, οδεύει, φωνάζει με λέξεις, ιδέες, ψυχικές αναταράξεις, με την οργή να πνίγει όποιο ζωντανό όργανο το συνεπαίρνει ο πόθος, και γρυλίζει η μεγάλη του επιθυμία, για λίγη απερισκεψία και ξεγνοιασιά, σώζοντας το σκοτάδι και πνίγοντας στον βάλτο το εκτυφλωτικό του φως.

Ο Κλίθ (Σήφης Πολυζωίδης), μια αρμονία σε ένα πεδίο μάχης, είναι ένα πνεύμα που όλα τα γαληνεύει σε μια ειρηνική καταπραϋντική ηρεμία, που μόνο εκείνος δημιουργεί και επιβάλλει ανάμεσα στους δυο αντίθετους πόλους, που όμως έλκονται από ένα καλυπτόμενο με ευφυΐα, δυνατό, ανερμήνευτο συναίσθημα.

Η Έλενα (Παρθενωπή Μπουζούρη) πυροδοτεί με μια αντίφαση τους διαλόγους, «απλόχερα», ύπουλα σπρώχνει μια μισοτελειωμένη σχέση στη χωματερή, τελματώνει πονηρά και ανόητα ό,τι απομεινάρη τούτης της αγάπης απόμεινε να σαλεύει σε ένα σπίτι που χτίστηκε στην αγάπη, με την μνησικακία να λεηλατεί τα μπετά και να σπάει τους τοίχους, ή απλώς να χτίζει φυλακές.

Σε μια υπερδιέγερση, σε μια οφθαλμική, οσφραντική, με όλες τις νοήσεις ενεργοποιημένες, υπεραίσθηση, βυθίζεται μια ψυχή στη σκηνή, στον κόμβο της, όλα να αναλάμπουν στον παροξυσμό, στις δυσνόητες αντιδράσεις, σε ένα σανίδι τεμαχισμένο σε επτά χώρες, σε χρόνους, ήρωες να εξαφανίζονται μέσα από κουτιά, από μεγάλα ξύλινα κουτιά, το σκηνικό να μεταλλάσετε σε εικόνες, σε χώρους ξένους, όλα να είναι στοιβαγμένα και κατανεμημένα ορθά, με τη μουσική, τις ροές του ραδιοφώνου, στις συχνότητες με το άκουσμα των επαναστάσεων, λογιών εκφωνήσεις, ταινιών, μουσικές υποκρούσεις, στίχων θεάτρου.

Όλη αυτή η παντομιμική, διεσταλμένη ενοποίηση σκηνικών, ήχου και κινούμενων οντοτήτων, που κάποια ιστορία ψέλνουν επί σκηνής, έχουν το ολόγραμμα ενός ψυχογραφήματος, τόσο εύλογο, που γρονθοκοπεί, που παρεκτρέπει αισθήσεις και δημιουργεί νοητικές διαλευκάνσεις, σαν το σώμα το δικό μας να πλαντάζει μόνο του σε μια γωνιά της ντουλάπας, να εκεί μέσα, όμως να μην σε βλέπουν, μην συνθλίβεσαι, σε αισθάνονται…

Στην δέση του δράματος η Κίρκη Καραλή, οδηγός αυτής της τέλεσης, αυτής της δραματουργίας, μας σπρώχνει στην καταλυτική πτώση του ανθρώπου, όλα πατούν στο θεατό, με ηθοποιούς που τόσο υποδειγματικά και αξιέπαινα, με συναίσθημα, με ήθος και αγάπη, υποστήριξαν  το μικρό ταλαιπωρημένο αυτό μυστικό, μιμούμαι σημαίνει καταθέτω το είναι μου, και είδα λίγο από το δικό τους, από το δικό μου είναι, να αλληγορεί εκεί στα αψηλά του άπταιστου, αιώνιου, ενάρετου της τέχνης αυτού κόσμου, που μας μετατοπίζει στην ιστορία, με ανθρώπους που ενσαρκώνουν γνωστές φιγούρες μέσα από το χαρτί.

Πράξη πρώτη, πράξη δεύτερη, πράξη τρίτη στην πράξη μηδέν, από επεισόδιο σε επεισόδιο με αντιλαβές διαλόγων, με κορυφώσεις και μεταπτώσεις, στην θλίψη και στην παροδική ευτυχία, κάτι στο μέσα, στο κέλυφος μας, είδαμε, με την βοήθεια των ηρώων, την απόλυτη αποστασιοποίηση και απουσία μας από τα αγαθά της ζωής, της ύπαρξης.

«Ουρλιάζω» λέει ο Τζίμυ, «βγάζω τα σωθικά μου», σε αυτόν τον λιθόστρωτο δρόμο οι ηθοποιοί ένωσαν αυτό το σωθικό με ένα άλλο σωθικό, ενσαρκώνοντας ένα σώμα, ένα σώμα που βροντά, που κυλιέται σαν το σκουλήκι για να μας μιλήσει, με την σκηνοθετική μαεστρία της Κίρκη Καραλή όλα αποδόθηκαν συνετά, και όταν πλάγιασαν στο ζοφερό σκοτάδι, δοκιμάζοντας μας σε εκείνο που δεν βαστάζει, θυμίζοντας μας, προκαλώντας και τρυπώντας μέσα μας έναν λυγμό, με ερμηνείες που ερωτοτροπούν με τον ρόλο, που στενάζουν για εκείνον και που εισχωρούν, εμβαθύνουν και ξερνούν ένα έργο πλήρες, σύγκορμοι, πλάθουν την ιδέα στον νου τους, και στις παλάμες σφιχτοκρατούν τον λίθο, την δυσεύρετη αυτή διδαχή…

Ένα έργο που μιλά για την αδικία, για την προδοσία, για τους φραγμούς που φράζουν στα όνειρα των νέων, την ανιαρή ζωή, την δυστυχία, την απώλεια, την παράνοια, την επανάσταση, τον αγώνα, με την κορύφωση της σπαράζουσας εκείνης στιγμής που η κατάρα του Τζίμυ γίνεται πραγματικότητα, ένα νεκρό μωρό βρίσκεται στην κοιλιά της Άλισον, ο Όσμπορν εναπόθεσε ένα μεγαλούργημα

Σέρνουν ένα σώμα να κλαίει μόνο του στο δάσος, με ρύσεις που αναδύουν από την χολή τους, δεν διακρίνονται οι καθαρές τους φιγούρες, οι υποκριτές βοούν στους τοίχους, απεικονίζονται στο ολάκερο αίσθημα του θεατή, βαθαίνει και εισβάλει η φωνή του στα αυτιά, ριζώνει στη φλέβα και κρούει ενώ αποκρούει με τους στίχους, με τις τόσο βαθυστόχαστες ρύσεις του Τζίμυ, με το άλγος και την πεινά, που ακρωτηριάζουν κάθε του ανθρωπιά.

Σε μια μεταστροφή, όλα από την άγνοια διαφεύγουν στη γνώση της οδύνης, οι ήρωες γλιστρούν πάνω στον ιδρώτα τον προβών, σε μια θέαση τούτης της στείρας σιωπής, πλανούν με την δεξιότητα του ποιού κάποιου ήθους, πείθουν, δελεάζουν και ύστερα χαμογελούν, γιατί… για να δάκρυσες, κάτι είδες, κάτι είδες…

 Ο Τζίμυ και η Άλισον, ο ρεαλισμός της Πέγκυ Τρικαλιώτη και του Χάρη Τζωρτζάκη, σε αυτόν τον αδίσταχτο πόνο, καλύπτω τις λέξεις με το μαύρο πέπλο της Σάρα Κέιν:

Και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει,
αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα
πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι,

και να προσπαθώ να σε πλησιάσω
επειδή είναι όμορφα να σε μαθαίνω και αξίζει τον κόπο,

και να σου μιλάω κακά γερμανικά και εβραϊκά χειρότερα,
και να σου κάνω έρωτα στις τρεις το πρωί,
και κάπως,
με κάποιο τρόπο,
να σου εκφράζω έστω και λίγο,
τον ακάθεκτο,
τον ακατάλυτο,
τον ακατάσβεστο,
τον μεταρσιωτικό,
τον ψυχαναλυτικό,
τον άνευ όρων,
τον τα πάντα πληρούντα,
τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ερωτά μου για σένα.

Τίποτα παραπάνω… πάνω τους ξεχύθηκαν τα δάκρυα κάποιων, της λήθης στον αναγραμματισμό, νέων…

Ένα μωρό κυοφορείται στη μήτρα της νεκρό…

Μια ματαίωση…

Ένα έργο στοχασμός…

Οι παραστάσεις, οι οποίες παρουσιάστηκαν στο Θέατρο Olvio, δυστυχώς έφτασαν στο τέλος τους.

Συντελεστές:

Συγγραφέας έργου: Τζόν Όσμπορν

Μετάφραση-Έρευνα: Χρήστος Κεχαγιάς

Απόδοση-δραματουργική Επεξεργασία-σκηνοθεσία: Κίρκη Καραλή

Αναλυτική Προσέγγιση: Ανδροκλής Δεληολάνης

Σκηνικά: Άγγελος Μέντης

Κοστούμια: Απόστολος Μητρόπουλος

Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας

Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού

Βοηθός Παραγωγής: Ειρήνη Βουρλάκου

Πρωταγωνιστούν(αλφαβητικά):

Παρθενόπη Μπουζούρη, Σήφης Πολυζωίδης, Χάρης Τζωρτζάκης, Πέγκυ Τρικαλιώτη


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΤο περιοδικό ΠΟΙΗΤΙΚΗ συμπλήρωσε 10 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στα ελληνικά γράμματα
Επόμενο άρθροΗ δίαιτα των μονάδων: Η πιο εύκολη συνταγή μανιταρόσουπας