Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Η Ρεγγίνα Μάντζαρου ανασταίνεται από το κοιμητήριο των νεκρών – γυρεύει τον...

Η Ρεγγίνα Μάντζαρου ανασταίνεται από το κοιμητήριο των νεκρών – γυρεύει τον γιο της Νικολέτο

Καμένο σπίρτο στο παγωμένο έδαφος του κοιμητηρίου, μια γυναίκα αναταράσσεται, σφαδάζει κάτω από το μάρμαρο, και σπαρταρά το σώμα της στο κιβώτιο του θανάτου, εκεί οπού κοιμάται στον αέναο ύπνο της ανησυχίας, σε ένα ακατάλυτο βασανιστήριο της μάνας που δεν σωπαίνει επειδή την κατασκέπασε το μαύρο χώμα της νάρκης.

Με τα νύχια της χωμένα στον βάλτο του νεκροταφείου, ωθείτε, οδεύει από έναν κόσμο νεκρών σε εκείνον των κινούμενων, πεθαμένα, ζωντανών.

Όσα κομμάτια εναπόμειναν από το κολαστήριο της λήθης, όσοι μνήμη διεσώθη σπάει σε θρύψαλα γυαλιών και αυτά με την σειρά τους ενοποιούν ένα κάδρο, μιαν εικόνα ασάλευτη, μιαν εικόνα στείρα, για μια γυναίκα που λεηλάτησε ένα σώμα μικρούτσικο παιδιού με ήχους που καλπάζουν στο κύμα μιας αίγλης μελωδικής, κάποιου άσματος, ή κάποιου ύμνου, που λέξεις και νότες και λυγμοί και ουρλιαχτά και τελευταίες εκπνοές θα αφήσουν την πικρή τους στάλα για μιαν ελευθερία, για μιαν ελευθερία…

Ένα μοιρολόι που όλοι ακούν, και όλοι αναφύονται στο πλάνταγμα της ψυχής, όλοι ακούν τη μητέρα, εκείνη που θήλασε ένα παιδί που ποιος ξέρει που βρίσκεται τώρα, εκείνη που κοιτά το μωρό της και ψέλνει στο προσκεφάλι του, χαϊδεύει το νωπό του κεφαλάκι, και του λέει τις πιο τρελές ιστορίες και το αφήνει να αφεθεί στην αρμονία της τέχνης, για εκείνον που η φύση ξέβρασε από τις ρίζες της για να μελοποιεί, για να γίνει ο στρατιώτης σε μια αρένα με παλλόμενες μελωδίες, με στίχους από έναν ποιητή, από έναν παλαίμαχο των γραμμάτων, των τεχνών. Ύστερα από χρόνια, όταν η μητέρα θα αποζητήσει γλυκύς στο ψυχομαχητό του τέλους της, μιαν οικεία μελωδία για να αφανιστεί, για να ξεψυχήσει ήρεμη και ονειρώδης από την ζωή της, το παιδί, με την ψευδή του φωνή, θα χαϊδέψει το άψυχο μάγουλο της μητέρας και θα την αφήσει να πλαγιάσει στην περηφάνια, στο καμαρωτό δημιούργημα της, στον σοφό συνθέτη που γαλούχησε…

Η Ρεγγίνα Τουρίνη αρνείται να φύγει! Φυσώντας, γεμίζοντας τα πνευμόνια της με χωματένιο αέρα, θα σηκωθεί από τον τάφο της για να μάθουν όλοι για την μητέρα, για εκείνη που από την μήτρα της ξέβγαλε έναν καλλιτέχνη. Η Ρεγγίνα Μάντζαρου, μητέρα του Νικολέτου, κάποιου ανθρώπου που έγραψε με την μυτερή του πένα, στο πεντάγραμμο της μουσικής, την δική του ιστορία, σαν ένας ήχος αλησμόνητος, που ακούς ξανά και ξανά και μαραίνεται η ανθισμένη σου ψυχή, σε ένα περιβόλι που άμαχοι, πατριώτες, γυναικόπαιδα και φιλόπατρεις άφησαν διάσπαρτες τις κηλίδες του αίματος τους, την ηχητική πνοή τους, εκείνης που ο Νικόλαος Μάντζαρος μελοποίησε από τους αείμνηστους στίχους του Σολωμού, μέσα από την πύλη, εκεί οπού λούστηκαν οι πέτρες με το αίμα της θυσίας, εκεί οπού γράφτηκε η λέξη ελευθερία…

Η Ρεγγίνα Μάντζαρου διαπράττει την παρανομία των νεκρών, μιαν αλήθεια στοιβαγμένη σε μιαν εικόνα, μια γυναίκα που μέσα της ρέει η τόλμη, η αδίστακτη εμμονή για την τέχνη, ποιήτρια και η ίδια, κάποτε αγάπησε τον χορό, αγάπησε την μουσική του παιδιού της, πόσο αγνά χάιδευε της νότες ο μικρός της Νικολέτος,  και όσο μεγάλωνε, άνδρας πανύψηλος γινότανε. Εκείνη θυμόταν τα παιχνίδια τους, σαν μικρά παιδιά οι δύο τους, το παιδί της, το στέρνο της, το πρώτο αγοράκι της. Τον άκουγε να τραγουδάει και να ψέλνει και να μουρμουράει και να φαλτσάρει ως το ξημέρωμα, έως τα μάτια της να στενέψουν, να αφυδατωθούν στην αϋπνία της μουσικής, να γελούν μαζί, να μην θυμούνται τον χώρο, να μην θυμούνται ούτε και τον χρόνο. Εκείνη δεν ευτύχησε στο πλάι του Ιακώβου, του αυστηρού, πειθαρχημένου νομικού, ίσως να μην είδε τις κόρες της παρά μονάχα λίγες σιωπηρές στιγμές, σε ένα συμπόσιο, που κανείς δεν την λογάριαζε, όμως ο Νικολέτος της πάντα την κοιτούσε, και εκείνη τον άφηνε ελεύθερο να ανοίγει τα φτερά του στην τέχνη, να ακούει μονάχα το πετάρισμα των πούπουλών του…

Άφηνα τον εαυτό μου και χανόταν στον ήχο της φωνής της Χρύσας Σπηλιώτη, ενώ οι κόρες μου θωρούσαν σε σχήμα χαμογελαστού φεγγαριού τον χορό της, το τραγούδι της, τις φιγούρες της, πως διακωμωδούσε, και έκλαιε ενόσω, τον μικρούτσικος γιο της, πως μετενσαρκωνόταν στον άνδρα της, σε όλους μα όλους τους χαρακτήρες. Συνέλλεξε στο πρόσωπο της όλα τα πρόσωπα, δίχως θίασο, εκείνη, μόνη της, με τους ξύλινους στρατιώτες σε μιαν υδρόγειο σφαίρα, περιγράφοντας τον πόλεμο, τις ελληνο-γαλλικές επαναστάσεις, την δικτατορία, τον Ναπολέοντα, πως σφαδάζονταν και τεμαχίζονταν οι άνθρωποι για ένα τραγούδι, που κάπου, ο Σολωμός έλεγε την ονομαστήν Ελευθερία. Λέει η Χρύσα… όσο έγραφε, κάτι φαντάστηκα, ξέκλεψα λίγες στιγμές ίστρου και ποίησης και άκουσα και είδα να λέει : «Που να ήξερνα οι κουτοί πως τους ίδιους που σκοτώνουνε, οι ίδιοι είναι που αύριο θα τους κυβερνάνε…» κάπως έτσι, αν είχα το κείμενο θα σας έλεγα, αλήθεια, διότι δεν γνωρίζω αν αρκούν οι λέξεις μου στο θεατό εκείνης της σκηνής, στο αθέατο, της φαντασίας, ονειρικό διήγημα της…

Να πετάει τα άνθη της, να φοράει το καπέλο του άνδρα της και να τον απεικονίζει. Με κούκλες, μικρές, πήλινες στο κάδρο μαγνητισμένες, να δείχνει της κορούες της, και τον Νικολέτο της, τον μικρό της Νικολέτο, εκείνον σε μια σβούρα…

Ήταν το όνειρο, ήταν η μάνα, ήταν κάπως η πίκρα της μοναξιάς που δοκίμασε η ηλικιωμένη Ρεγγίνα, ο άνδρας που αγάπησε και πέθανε, έσβησε, μαράθηκε και εκείνος ωσάν τα πέταλα στο πάτωμα. Όσα αφουγκράστηκε η Σπηλιώτη με όσα ανήκουν στυγνά και ανιαρά δίχως χρώμα, με μια απλή ιστορική καταγραφή στα έγγραφα των πνευματικών προσωπικοτήτων, συμβάδισαν με την συνειρμική και διαχυτικά διαπεραστική εξιστόρηση της Ρεγγίνας. Μέσα από τις λέξεις που άφηνε να βράσουν και να πάρουν σάρκα στο χαρτί, όλα συνοδοιπόρησαν με την ανάμνηση όλων των εικόνων που άφηνε σε τούτο το δωμάτιο, εκείνη, η, του ήθους,  ποιός.

Ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος τοποθέτησε τα άκρα της Σπηλιώτη σε κάθε γωνιά του σανιδιού, χόρεψε μαζί της στο βαλς κάποιας ονειρικής αναδρομής, ανακαλώντας μια μνήμη τόσο βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των Ελλήνων, την άφησε να πέσει διότι ήξερε πολύ καλά πως θα ξανά σηκωνόταν η Χρύσα, μόνη της, στους ώμους της να κουβαλά πρόσωπα, διαλόγους, με μια αντιλαβή που ερμήνευσε η ίδια, δοκιμάζοντας το σαρκαστικό ύφος του μονολόγου της και του δράματος, που άφηνε διάχυτο να σκορπιστεί στον εξώστη, δεν είναι αλλόκοτο να μονολογεί κανείς όταν η αίσθηση των ξένων προσώπων, μέσω της ερμηνείας της, είναι τόσο, μα τόσο έντονη. Ο Ρεμούνδος δεν έχανε τα βήματα της, την καθοδήγησε με όλον τον ρομαντισμό του καβαλιέρου, διότι όσο ρομαντικό κι αν σας φαίνεται αυτό, για ένα βαλς επρόκειτο, για ένα ταγκό σκηνοθέτη που αναλαμβάνει έναν χορό με το μονοπρόσωπο θίασό του.

Μαζί συνέδραμαν, συντέλεσαν σε μια τέλεση τόσο στα λευκά αγνή, με κάτι που πρωτοπορεί στο θέατρο, κάτι που δεν συλλογιστήκαμε: ποια είναι, δηλαδή, η μητέρα του Νικόλαου Μάντζαρου.

Σε ένα Vault που πάντα χαράζει μια συλλαβή, έναν στίχο, ένα μικρό αίνιγμα στο περιβόλι των βιωμάτων μας, ο Χρύσα Σπηλιώτη κατέθεσε με την βροντερή χροιά της, την σωστή ορθοφωνία της, ανάμεσα στα κενό και τις ανάσες των λόγων της, με την κίνηση στο κατάλληλο παραστατικό βάδισμα, μιαν πολύτιμη, πολύχρωμη, πολύπτυχη, ανόθευτη ψυχή. Όμως πέρα απ’ όλα αυτά, ήταν η πίστη της σε κάθε λέξη που αθυρόστομα φώναζε, σιωπούσε ή σπάραζε, παλλότανε  μέσα από τα χείλη της…

Κοιτάζει κάπου ψηλά, εξαντλημένη, όμως τόσο τρομερά ικανοποιημένη, ανυψωμένη στα ουράνια, γιατί αυτό πρέπει να είναι το γεμάτο συναίσθημα μιας εκπληρωμένης, μιας τετελεσμένης ερμηνείας στο αισθητό τρεμούλιασμα της καρδίας, στο χειροκρότημα που δυνάμωνε, γιατί δεν άφησε τίποτες να λοξοδρομήσει ή να σφάλει στην μοναδική αυτή  παράδοση…

Έτσι, δίχως δάκρυ να κυλά, επέστρεψε στο κοιμητήριο της ψυχής της, ήρεμη και σιωπηρή πια, να ρωτά τους νεκρούς για τον Νικολέτο της, γιατί… ούτε το χώμα την κατασπαράζει, ούτε κι το χώμα.

Συντελεστές:

Κείμενο: Χρύσα Σπηλιώτη
Σκηνοθεσία: Αυγουστίνος Ρεμούνδος
Μουσική: Νικόλαος Μάντζαρος
Μουσική επιμέλεια/ Επεξεργασία: Νικόλας Καρίμαλης (Razastarr)
Σκηνικά/ Κοστούμια: Τόνια Αβδελοπούλου
Χορογραφία: Μάτα Μάρρα
Σχεδιασμός Φωτισμού: Βαγγέλης Μούντριχας
Βοηθός σκηνοθέτη: Νίνα Ντούνη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Video: Νικήτας Χάσκας
Αφίσα: Δημήτρης Ζουγκός
Παραγωγή: Πολυχώρος Vault

Ερμηνεία: Χρύσα Σπηλιώτη

Το project αυτό θα συνεχιστεί και την επόμενη σεζόν 2018-19

Ημέρες παραστάσεων:

Σάββατο 19:15

Διάρκεια: 70 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Τιμές εισιτηρίων:

Γενική είσοδος: 12 ευρώ

Προπώληση Viva : 10 ευρώ : https://www.viva.gr/tickets/theater/polixoros-vault-skini-a/o-gios-mou-nikolaos-mantzaros/
Μειωμένο: 10 ευρώ Φοιτητές / Μαθητές / Σπουδαστές / Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ) / ΑμΕΑ / Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ) /Συνταξιούχοι
Ατέλειες: 5 ευρώ

Πολυχώρος Vault Theatre Plus
Μελενίκου 26, Γκάζι, Βοτανικός

Πληροφορίες-κρατήσεις: 213 0356472 / 6949534889
(για τηλεφωνικές κρατήσεις 11:00 – 14:00 και 17:00 – 21:00)


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΗ Χριστίνα Γκόλια φωτογραφίζεται για φιλανθρωπικό σκοπό, στο ημερολόγιο του Koita 2018
Επόμενο άρθροΦαγητό σαν το σπίτι σας: 5 διευθύνσεις για σπιτικό φαγητό στην Αθήνα