Αρχική ΘΕΑΜΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Θανάσης Κουρλαμπάς: “Το θέατρο είναι ένα συμφωνημένο ψέμα του θεατή με τον...

Θανάσης Κουρλαμπάς: “Το θέατρο είναι ένα συμφωνημένο ψέμα του θεατή με τον ηθοποιό”

0b4d453c9a54ef80df97e50ae7e5aa21

Τεντώνει το ζερβό του άκρο και πιάνει μια μάσκα που κρέμεται από το πουθενά, αστραπιαία τεντώνει το άλλο του άκρο να αρπάξει, όχι την πλάνη, μα μία, μία μόνο λέξη, ένα συναίσθημα που άτσαλα, στα τυφλά χάνεται…

Ίσως να, ίσως να είναι κάτι στα αψηλά παραδομένο, αλίμονο σε όσους μίλησαν για την τέχνη και δεν λίγωσαν οι γλώσσες τους, δεν μαράθηκαν σαν κοτσάνια τα κόκκαλα τους και δεν παραμορφώθηκαν όλα τα στερεά τους ένστικτα, αν δεν ταλαντεύτηκε για λίγο κάτι στο έγκατο, κάτι στα ενδότερα της ψυχής…

Είδα έναν άνθρωπο να παρανομεί ορθά και ταπεινά, να αποσπά σοφά ζωές κλεμμένες, καμία απομίμηση, καθαρές, στα λευκά ντυμένες… Και όλο αυτό το ένα, να τρυπά στο μυαλό και να γίνονται οι επίδοξοι πιότεροι, όμως, κι ας επαναλαμβάνω τις λέξεις, απλώς- ή μη, είδα…

Χαρτιά στρωμένα στο έδαφος, να μεταπηδά ο μασκοφόρος από πλασμένα ειδύλλια ανθρώπων που υπήρχαν και σάλευαν στη φαντασία του πλαθουργού, του συνθέτη… Ένας αγώνας, ένα παιχνίδι με την πέτρα να κατρακυλά στα χαραγμένα, απαριθμημένα τετράγωνα της αρένας. Ανοίγοντας τις πόρτες του παράδοξου έργου, στέκει όρθιος σε τρεις ζωές, με τον χρόνο να παραληρεί και ο ίδιος να ανορθώνει, να ανυψώνει ψυχή και πνεύμα στο αέναο, αδόκητο συναίσθημα που δεν έχει όνομα, δεν έχει μυρωδιά, διότι οι αισθήσεις  αγάλλονται, το ένστικτο υποκινεί τη σάρκα του να ανοίξει το μαύρο πέπλο του ενόρκου, να αιωρηθεί το έδαφος και να πέσει στη σκηνή της Φόνισσας, να είναι ένας ή άνδρες πολλοί, και, ως ερημίτης αφυδατωμένος να προσγειώνεται με δριμύτητα, με ορμή, τραντάζοντας ολάκερη τη σκηνή, σε τούτη τη κατάληξη του κυρίου Α, να λυσσομανάει και το δάκρυ να ρέει, να ολιγοψυχεί και συνάμα ν’ αναφύεται στον θάνατο και την οδύνη της ανήλεης στιγμής…

Στο Secret Room του Θεάτρου Αλκμήνη ο Θανάσης Κουρλαμπάς  “εξομολογείται” την ευλογία της τέχνης του…

Ένα, δύο, τρία, δεν καταλαβαίνω, πως μπορείς, αφηγήσου το, πλάσε την εικόνα του, άσε μας να διεισδύσουμε σε τούτη τη κρυψώνα της τέχνης, πως; Είναι παράλογο, ουτοπικό, να είσαι άλλος, όταν είδαμε να είσαι αυτός και μετά… εκτρέπεσαι στο “εκείνος”; 

Όπως εσύ θα συγκεντρωθείς, θα έχεις έναν στόχο, θα σκεφτείς, ίσως να κλείνεις τα μάτια σου και θα πεις: «θέλω να γράψω αυτό…» και θα σου βγουν αυτά τα πράγματα, και θα τα γράψεις σε ένα χαρτί και θα τα διαβάσεις και θα πεις: «οοο τι διαβάζω…;», έτσι και η δουλειά μας, έχει κάποια μαστοριά, έχει κώδικες, έχει εργαλεία, αλίμονο μας αν κάθε μέρα παίζαμε στο κόκκινο, έχει κάποιες μεθόδους, και έχει και την εμπειρία, αυτό που κάνω εγώ φέτος, δεν θα μπορούσα να το κάνω στον πρώτο ή στον δεύτερο χρόνο της δουλειάς μου, έρχεται μετά από μία ωριμότητα, από μία εξερεύνηση των εκφραστικών μέσων, από έναν έλεγχο, δηλαδή μπορώ, παρ’όλο που είναι τρία διαφορετικά πράγματα. Τα δύο, τουλάχιστον, είναι σε ακραίες περιοχές, δεν είναι ήρεμες ερμηνείες, και ο ένορκος τρία στους 12 ενόρκους και ο κύριος Α στη φωνή, ειδικά ο δεύτερος, κλαίει τη μία ώρα σε ένα τηλέφωνο, χτυπιέται, χωρίζει, καταστρέφεται…

Γύρω από ένα τραπέζι, σε ένα δωμάτιο που χάνεται σε μιαν αλήθεια κι ένα ψέμα, με μία αλληλουχία αινιγμάτων, που ψάχνουν  το αποκολλημένο κομμάτι τους στο παζλ…

Οι “12 ένορκοι” παρουσιάζονται για τέταρτη χρονιά, είναι κάτι το οποίο με έχει διαποτίσει πια, εκτός του ότι είμαι απίστευτα ερωτευμένος με αυτόν τον ρόλο και με το έργο, με έχει βοηθήσει πάρα πολύ η Κωνσταντίνα η Νικολαΐδη, η σκηνοθέτις, η βοήθεια των συμπαικτών, είναι ένα έργο συνόλου, είναι ένα έργο ερμηνειών και πάσας, είναι τι θα σου δώσει ο άλλος, και πως θα το πάρεις εσύ και πως θα το ξανά επιστρέψεις, είναι μια παράσταση που δεν είναι ακριβώς παράσταση ερμηνειών. Κάνω συχνά το εξής πείραμα, όταν βγαίνω, λέω: «Ποιος ήταν ο Πρωταγωνιστής;», δεν απαντάνε αμέσως! Ευθύς θα πουν: «ε… μάλλον αυτός ο καλός, ο νούμερο 8».

Θωρώ όλους τους ενόρκους, έναν προς έναν και δε βλέπω ουδέναν, τους βλέπω όλους, ναι, νομίζω πως όλοι πρωταγωνι…

(αντιλαβή διαλόγου) Αυτήν την απάντηση την παίρνω απ’όλους, αν όμως δεις το κείμενο, θα πάθεις πλάκα, τι διαφορά υπάρχει, υπάρχουνε δεκαπλάσιοι ρόλοι σε σχέση με άλλους, αλλά τι γίνεται; Κάθε ρόλος είναι μια ακτινογραφία ενός ανθρώπου, υπάρχει ο σπαστικός, υπάρχει ο φοβισμένος, υπάρχει ο τσαμπουκάς, υπάρχει ο ρατσιστής, υπάρχει ο καλοπροαίρετος, υπάρχει ο βασανισμένος, υπάρχει ο γεράκος, ο ηλικιωμένο που δεν έχει την αυτοπεποίθηση και θεωρεί πως δεν ήταν τίποτα στη ζωή του, ο απογοητευμένος, υπάρχουν λοιπόν ομάδες ανθρώπων μέσα σε κάθε ένορκο. Ο κάθε ένορκος εκπροσωπεί μια πυραμίδα. Είναι μία ζωντανή παράσταση, αυτό  που με βοηθάει, είναι αφενός το ότι την έχω αγαπήσει πάρα πολύ, και αφετέρου αφήνεσαι, αφήνεσαι στον ρόλο, πάντα με κάποια εργαλεία, πάντα ελέγχοντας τα πράγματα για να μην τρελαθείς, για να μη διαλυθείς. Όταν αγαπάς πάρα πολύ αυτό που κάνεις και όταν βλέπεις ότι έχει τρομερή απήχηση στον κόσμο, δημιουργείτε αυτή η σχέση του θεατή με τον άνθρωπο που είναι εκεί, στη σκηνή, είναι μια μαγική σχέση, η οποία σου δίνει τόση δύναμη. Την Κυριακή το βράδυ, θα τελειώνω και την τρίτη παράσταση, η οποία είναι και η πιο δύσκολη, είναι τέτοια η λύτρωση, τέτοια η χαρά που έχεις κάνει αυτό το διπλό ταξίδι, που είναι μοναδική η ευτυχία.

Εάν οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν, να ασπαστούν την αλληγορία, το δράμα, την κραυγή των ηρώων και της αρένας τότε… 

Θα είχες ένα στενάχωρο πεδίο μέσα σου, ένα πεδίο που σου λέει: « Μωρέ γιατί δεν πάει καλά; Γιατί δεν πάει καλά; Τι άλλο να χρειάζεται; Μήπως φταίω εγώ; Η σκηνοθεσία; Φταίει το θέμα; Τι μπορεί να φταίει;», αν ξέραμε τη συνταγή για το τι φταίει, θα ήμασταν όλοι σε πετυχημένες παραστάσεις, όλοι πετυχημένοι ηθοποιοί… Σίγουρα θα είχα πρόβλημα, θα στεναχωριόμουν, αλλά την ώρα της παράστασης, αυτήν την άγια ώρα, από το τρίτο κουδούνι, μέχρι το πρώτο χειροκρότημα, μεταλλάσσεσαι, ξεχνάς τον εαυτό σου, συμβαίνουν πάρα πολλά πράγματα μέσα μας και στο σώμα μας. Έχεις την ευθύνη να ταξιδέψεις για μιάμιση ώρα στο δικό σου σύμπαν, αυτό που έχεις σκεφτεί εσύ… Όταν δεν πάει καλά στενοχωριέσαι, όταν πάει καλά ζεις μια θεατρική ευτυχία. Υπάρχουν φορές που νομίζεις, πριν αρχίσει η παράσταση, πως θα καταρρεύσεις, επειδή έχεις δέκατα, έχεις πυρετό, είτε επειδή πονάει το δόντι σου, είτε επειδή έχεις ζαλάδες, το οτιδήποτε, και πάνω στη σκηνή τα ξεχνάς όλα. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τικ στο πρόσωπο και την ώρα της παράστασης εξαφανίζεται, το έχω δει να συμβαίνει, δεν ξέρω τι είναι, δεν μπορείς να το εξηγήσεις

«Τι είναι αλήθεια; Τι είναι ψέμα;» ξεριζώνοντας τις κόρες των ματιών του ενόρκου και τοποθετώντας τες στα δικά μας μάτια… τι είναι αυτό που ψυχανεμίζεται; Ποιο απατηλό και  δοξαστικό ιδεώδες διαδραματίζεται;

Μιλάμε για τους δώδεκα ενόρκους στην Αμερική του 1957, δώδεκα άνθρωποι μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο συνεδρίασης, όπου πρέπει να αποφασίσουν για τη ζωή ενός δεκαεξάχρονου ανθρώπου, το έργο δεν παίρνει θέση, δε λέει το έκανε ή δεν το έκανε το παιδί. Να σου πω κάτι; Στις συζητήσεις που κάναμε στις πρόβες, λέγαμε πως αυτά τα επιχειρήματα, τα οποία τον αθωώνουν τελικά, λέγαμε: «Δεν υπάρχει περίπτωση, το παλιόπαιδο το έχει κάνει…». Άρα τι σου λέει αυτή η μεγαλειώδης ιδέα του τεκμηρίου της αθωότητας; «Καλύτερα δέκα δολοφόνοι ελεύθεροι, παρά ένας αθώος στη φυλακή, πόσο μάλλον στην ηλεκτρική καρέκλα». Είναι ένα έργο για τη δεύτερη ευκαιρία, είναι ένα έργο για την αντικειμενικότητα της αλήθειας, τι είναι αλήθεια; Τι είναι ψέμα; Αυτό που είσαι σίγουρος ότι είναι αλήθεια, σε μιάμιση ώρα, έχεις αρχίσει και αμφιβάλλεις, γιατί κάποιος, με πιο καθαρό μυαλό, πιο καθαρή ψύχη, πιο έντιμη ψυχή, σου άνοιξε τα μάτια λίγο διαφορετικά.

Η όψη από το σανίδι, κόντρα ή αντίκρυ στους θεατές ενοποιεί το άγγελμα του θεάτρου με τη μαρτυρική αλήθεια, με μια σοφία εκφράσεων…

Είναι ένα έργο πάνω στην οπτική των πραγμάτων. Αυτό για το οποίο είσαι φαινομενικά σίγουρος ότι είναι το Α, μπορεί να είναι τελικά το Ω. Για το θέμα της δικαιοσύνης και της τιμωρίας, άπαξ και υπάρχει έστω και η παραμικρή αμφιβολία αν το έχει κάνει ή δεν το έχει κάνει, πρέπει να μην το έχει κάνει, να ζήσει αυτό το παιδί, ακόμη κι αν τελικά κατάφερε και ξεγέλασε και όντως σκότωσε τον πατέρα του. Το έργο μιλάει για τη διαφορετικότητα. Λέει μια φράση, κάποια στιγμή, ο γεράκος: «Πόσο δύσκολο είναι να σταθείς απέναντι στον χλευασμό των άλλων και να στηρίξεις την προσωπικότητα σου και τη γνώμη σου;», όλοι μας το αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας, θέλουμε να είμαστε αποδεκτοί από το κοινωνικό σύνολο στο οποίο συμμετέχουμε. Το έργο έχει να κάνει με την αποδοχή του διαφορετικού, με τη δεύτερη ευκαιρία.

Άνδρας κατάχαμα καταρρακωμένος, στο ζερβό του χέρι ένα ποτήρι με ουίσκι, στον λαιμό του το καλώδιο του τηλεφώνου, στο αυτί του η τελευταία φωνή, τούτο το έργο…

…πραγματεύεται τη συντριβή, την απώλεια, τον έρωτα. Στο όχημα είναι ένα γκέι ζευγάρι, πρώτη φορά που παίζεται από άνδρα αυτός ο μονόλογος του Κοκτώ. Το δεύτερο κομμάτι της παράστασης, το τηλεφώνημα, είναι η «Ανθρώπινη φωνή» του Κοκτώ, μάλιστα πολύ μεγάλα κομμάτια ήταν αυτούσια, ήταν μεταφρασμένα. Είναι ένας άνθρωπος μεγαλύτερος, χάνει τον σύντροφο ο οποίος θα παντρευτεί μια γυναίκα. Η πρώτη σκηνή με τον νεαρό, ήταν γραμμένο τώρα από τον Γιώργο τον Ξενία, εξαιρετικός συγγραφέας. Βασισμένο σε μια ιδέα από τον έμπορο της Βενετίας, κούμπωσε, με δυο άνδρες, με πιο έντονο, πιθανότερο το ανδρικό στοιχείο πάνω τους, αν όχι εκφρασμένο και πραγματοποιημένο. Δεν υπάρχει η σεξουαλική σχέση, είναι ο Αντόνιο, ο έμπορος της Βενετίας που αγαπάει τόσο πολύ τον Μπασάνιο, που θυσιάζεται σχεδόν, πρόκειται περί ανδρικής φιλίας, αλλά, έχεις ξεκάθαρες νύξεις ότι υπάρχει και κάποιος έρωτας από την πλευρά του Αντόνιο, και πως ο μεγαλύτερος και συνειδητοποιημένος άνδρας αφήνει τον μικρό να ζήσει τη ζωή που επιλέγει.

Το πρόσωπο του Αντόνιο ικετεύει στον καθρέπτη της σιωπής τον ηθοποιό που πρέπει κάτι να του πει, να τον ακούσει, κι εκείνος το κάνει…

Στο έργο ο δικός μου ρόλος, εγκαταλείπεται, συντρίβεται, χάνει, βιώνει την απόλυτη απώλεια, μάλιστα σπρώχνει τον Μπασάνιο, τον προστατεύει, τον βοηθάει, προσπαθεί να του δώσει ψυχολογικά και λογικά επιχειρήματα ότι καλά κάνει, το προηγούμενο βράδυ προσπαθεί να αυτοκτονήσει, δεν αντέχει να ζήσει μακριά από τον νεαρό, δεν αντέχει την απώλεια, παρ’όλα αυτά, στο τηλεφώνημα του λέει:

«Μα πρέπει να φύγεις, πρέπει να κυνηγήσεις αυτό που θέλεις φυσιολογικά, γιατί μαζί μου τι ζωή θα ζήσεις;»

«Μεγάλη λέξη η ευτυχία», λακωνική στον συναγωνισμό με το φτερωτό συναίσθημα που ψάχνει για όνομα και διαφεύγει στο ασύλληπτο ψυχικό άλγος

Κοίταξε, εμένα η μεγάλη μου ευτυχία μέχρι τώρα, γιατί μόνο με τέτοιες οριακές λέξεις μπορώ να εκφραστώ, γιατί είναι μεγάλη λέξη η «ευτυχία», εγώ νομίζω πως δεν υπάρχει, στιγμές ευτυχίας υπάρχουνε που συνθέτουνε μια ωραία πορεία ζωής, είμαι τόσο ευτυχισμένος στη δουλειά μου, που έκανα πράγματα διαφορετικά, που έκανα πράγματα δύσκολα, έκανα πράγματα που φαινομενικά δεν μου πήγαιναν, θες μου τα δώσανε, θες τα ενέπνευσα εγώ σε ανθρώπους που μου τα δώσανε; Είχα την τεράστια τύχη να γνωρίσω πολύ σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου, από τους δασκάλους μου, από όλους τους σκηνοθέτες που έχω δουλέψει, τον Βασίλη τον Νικολαΐδη που έχουμε κάνει τόσο διαφορετικά πράγματα, μου εμπιστεύτηκε πράγματα, από τον Τζαμπάνο στο «La strada», τον τύπο που σπάει τις αλυσίδες, μέχρι έναν φασίστα στο «Ελάτε σε εμάς για έναν καφέ», έναν γκέι άνθρωπο που χάνει τον εραστή του, την Αθανασία την Καραγιανουπούλου, την Κωνσταντίνα την Νικολαΐδη, που κάναμε τους δώδεκα ενόρκους, που κάναμε το Zoo story πέρυσι, και βέβαια τον αείμνηστο τον… που το χάσαμε, τον έχασε το θέατρο το ίδιο, τον (αναστεναγμός) Ευαγγελάτο, τον Σπύρο τον Ευαγγελάτο, που είχα την τύχη και την τιμή να υπάρξω μαζί του σε 27 έργα, ήμουν χρόνια συνεργάτης στο Αμφιθέατρο, με σπουδαίους ρόλους, σπουδαίο ρεπερτόριο…

‘Ένα σοφός δάσκαλος, ένας άνθρωπος, «αλίμονο του» αν τον λυσμόνησε…

Κοίταξε να δεις, κακά τα ψέματα, όταν με έναν άνθρωπο είσαι περίπου δεκαπέντε χρόνια από τη ζωή σου, την καριέρα σου, του χρωστάς το ενενήντα τοις εκατό τον ερμηνειών σου. Το τι θέατρο έμαθα δίπλα του, τι κείμενα… εκ των πραγμάτων μαθήτευσα, διδάχθηκα, απέσπασα σημαντικά εργαλεία για τη δουλειά μου, και είναι και ο πρώτος που μου έδωσε διαφορετικά πράγματα, ήταν πολύ μεγάλος δάσκαλος.

Παίξε – γέλασε! Παίξε – δάκρυσε! Όσο δύσκολο κι αν είναι, τα εμπόδια βρίσκονται πάντοτε πίσω σου…

Το θεωρώ τεράστια πρόκληση, ακόμη κι αν χρειαστεί στην αρχή να φοβηθώ, ή να τρομάξω, και να λέω: “εγώ τώρα αυτό πως θα το βγάλω;” Στο συγκεκριμένο έργο μου λύθηκαν πολύ γρήγορα οι απορίες, εμπιστεύτηκα απόλυτα τον Βασίλη τον Νικολαΐδη, εκτός του ότι τον αγαπάω και τον εκτιμώ, μου έχει αποδείξει ότι πρέπει να του αφήνομαι, πολύ γρήγορα μου λύθηκαν οι απορίες μου και οι φόβοι μου, είδα πως αυτό το πράγμα θα έχει πολύ ψωμί, πιο πολύ δυσκολεύτηκα στο τηλεφώνημα, στο να ζωντανέψεις έναν μονόλογο τηλεφωνικό. Στην ιδιαιτερότητα της σχέσης, των συναισθημάτων των δύο ανθρώπων, είναι πολύ δύσκολο να φέρεις ζωντανά ένα τηλεφώνημα, να πεις στον άλλον ότι πραγματικά του μιλάει, τον διακόπτει, θυμώνει, θυμώνω εγώ, τον διακόπτω, πηγαίνει αλλού τον ειρμό μου, αν έχω καταφέρει αυτό, για εμένα, τελικά, ήταν το μεγαλύτερο στοίχημα.

Γυάλινο κουτί – θέατρο – από τη σκηνή στο γυαλί και τούμπαλιν 

Δεν απείχα επειδή ήταν επιλογή, δεν τύχαινε κάτι, είχα κάποιες προτάσεις που, ή δεν με αφορούσαν, ή δεν μπορούσα, ή δεν συνέβαιναν, ή ήταν κάποιες για την Κύπρο και λόγω θεάτρου δεν γινόταν. Επιστρέφω στην τηλεόραση με χαρά, είναι ένα μέσο το οποίο μου έχει προσφέρει πολλά, η τηλεόραση σου προσφέρει πάρα πολλά, να «μπαίνεις στα σπίτια» των ανθρώπων, να γίνεσαι γνωστός, σου προσφέρει άλλον κώδικα ερμηνείας, ένα άλλο εργαλείο στη δουλειά σου… Εγώ θα το πω, και το πιστεύω, και το νιώθω, πως τεράστιο ρόλο παίζει τι θέατρο κάνεις, τα χρόνια σου πάνω στη σκηνή. Η τηλεόραση με βοήθησε πολύ στα πρώτα βήματα, να διορθώσω τις ερμηνευτικές μου «ανωμαλίες», να καλυτερεύσω, να σμιλεύσω τα εργαλεία της δουλειάς μου.

Στο γυάλινο κουτί ή στο μοναχικό σπαρτάρισμα -δίχως νερό- της σκηνή;

Στο θέατρο!

Το αγαπάς τόσο πολύ, ώστε να απαντήσεις πριν ερωτηθείς;

Εεε… το αγαπάω λίγο… (χαχα) Λατρεύω τη στιγμή που ξεκινάει η παράσταση. Είμαι ένας ηθοποιός που ταλαιπωριέμαι πάρα πολύ πάνω στη σκηνή, αλλά με την καλή έννοια, δηλαδή ψάχνω, παίζω για τέταρτη χρονιά στους 12 ενόρκους, υπάρχουν πάνω από δέκα ατάκες στις δέκα φορές που μιλάω, που ακόμα τις ψάχνω, νιώθω πως δεν είμαι ικανοποιημένος από τον τρόπο που τις λέω, και ακόμα τις παιδεύω, μετά από τέσσερα χρόνια, πόσες παραστάσεις έχεις κάνει σε τέσσερα χρόνια; Ακόμα ψάχνεις, κοιτάς το χέρι, το συναίσθημα, την αλήθεια σου, τι πρέπει να διορθώσεις, είναι μαγική αυτή μιάμιση ώρα πάνω στη σκηνή.

Μια οικογένεια στα παρασκήνια – άγνωστοι επί σκηνής

Κάθε παράσταση είναι διαφορετική από την άλλη, έχεις άλλες εντάσεις, χημείες, και όταν είσαι και ευλογημένος να έχεις και συμπαίκτες καλούς, θα σε πάνε παραπέρα, θα σου δώσουν κάτι άλλο, θα τους δώσεις κι εσύ. Οι σχέσεις είναι καλές, ευτυχώς, να χτυπήσω ξύλο, στους 12 ενόρκους είμαστε τόσο καλά, κάνουμε πλάκα, αστειευόμαστε, είμαστε μια πολύ ωραία παρέα, είναι μια οικογένεια, είναι μια οικογένεια.

Μια μικρούτσικη κοσμοθεωρία θεάτρου στο δικό της μεγαλείο

Συνέπεια στο κυνήγι της αλήθειας, να είσαι πιο κοντά στην αλήθεια,  χωρίς να προσπαθείς να παίξεις κάτι παραπάνω. Ακόμα το ψάχνω, δεν είναι εύκολο, αλλά πρέπει να υπάρχει μια συνέπεια. Αυτό που με ενοχλεί εμένα σαν θεατή σε μια παράσταση, είναι όταν δεν βλέπω συνέπεια, και μια λογική από την έναρξη της παράστασης έως το τέλος…

Συνέπεια ως προς τι;

Ως προς τον κάθε ρόλο ξεχωριστά! Ο ρόλος που με το που θα παρουσιαστεί στη σκηνή, από το πρώτο λεπτό, πρέπει να μου κουβαλάει ένα παρελθόν, να τον δω για μιάμιση ώρα και να μου αφήσει κι ένα μέλλον, να έχει μια συνέπεια, ακόμα κι αν είναι ο πιο τρελός ρόλος, θα πρέπει να με πείσει ότι υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο έγινε. Αυτό το έμαθα κοντά σε όλους εκείνους που μαθήτευσα. Ο Ευάγγελατος με μαθήτευσε και μου έλεγε: «Ό,τι θέλεις να κάνεις, κάντο! Θέλεις να μου κάνεις κολοτούμπα στον ρόλο; Κάνε μου! Θέλεις να τον βγάλεις με κόκκινα φτερά και μια σερπαντίνα στο πρόσωπο; Κάντο! Αρκεί να μου το δικαιολογήσεις, να είσαι δηλαδή συνεπής και ως ηθοποιός και ως πρόταση στον ρόλο και στην ένταξη του ρόλου στο έργο. Μπορείς να μου κάνεις τον Άμλετ όπως θέλεις, και να πεις έχω μια κοσμοθεωρία για τον Άμλετ, τότε σου λέει: «Προκύπτει από το κείμενο του Σαίξπηρ; Βγαίνει αυτό; Βγαίνει από τις σχέσεις του με τους άλλους ρόλους; Αν η μητέρα του η Γερτρούδη του λέει κάτι σε εκείνη τη σκηνή, έχει αυτό συνέπεια με την πρόταση που θέλεις να μου φέρεις εσύ στον ρόλο; Αν έχει, εγώ το δέχομαι. Κάντο! Αν δεν έχει, σου το απαγορεύω. Και το απαγορεύεις και εσύ στον εαυτό σου».

Τα μάτια του ανθρώπου στον εξώστη, τα μάτια του ξενιστή που εισβάλλουν στο δικό του μυαλό, στου ήρωα… μετρούν; Πόσο μετρούν; Που μετρούν; Για ποιον…

Πίστεψε με! Θα σου πουν όλοι «ναι», είμαι κι εγώ ένας από αυτούς. Φυσικά και με επηρεάζουν, τις σκέφτομαι, του καθενός η βαρύτητα ποικίλει, αλλιώς θα εκλάβω τη γνώμη της γυναίκας μου ή της κόρης μου ή του σκηνοθέτη μου ή του συνάδελφού μου  ή του κοινού. Το κοινό είναι θεϊκό, το κοινό είναι από αμίλητο μέχρι γενναιόδωρο, είναι τα πάντα, πραγματικά πολύ δύσκολα το ξεγελάς. Νομίζουν πως ο ηθοποιός είναι αυτός που θα κάνει κάτι, θα υποκριθεί κάτι και θα τους ξεγελάσει όλους, δεν τον ξεγελάς, δεν είναι ξεγέλασμα αυτό, αυτό είναι μια σύμβαση που κάνει. Έρχεται και σου λέει: « Δεν θα με ξεγελάσεις πάνω στη σκηνή, θα είμαι αμίλητος απέναντι σου, έτσι και καταλάβω πως με κοροϊδεύεις και δεν με ταξιδεύεις, θα σου κόψω τα πόδια…», είναι μια συμφωνία που κάνεις με το κοινό, ο κάθε θεατής προσωπικά μ’ εσένα. Σου λέει κάθομαι εδώ, βολεύω το παλτό τώρα στα γόνατα μου, κλείνω το κινητό μου, και για μιάμιση ώρα, περιμένω να με πας κάπου. Λανθασμένα θεωρούμε ότι είναι ένα ψέμα, ένα ξεγέλασμα, είναι μια συμφωνία, ότι: «Σου επιτρέπω τώρα να φορέσεις έναν ρόλο, ότι δεν είσαι ο Θανάσης ο Κουρλαμπάς, και είσαι ο κύριος Α, πάρε με από το χεράκι και πήγαινε με στον κόσμο σου…».

Σε μια σχισμή της αυλαίας, κλεφτοβλέπει, και ένα χαμόγελο περιέργειας διαγράφεται στο πρόσωπό του

Πολλές φορές, κοιτάω τους ανθρώπους, όταν τελειώνω, τους κοιτάω στα μάτια, και είναι σαν να έχω κάνει μια πολύ ωραία συζήτηση ωρών μαζί τους, και έχω πει δύο κουβέντες, ή σαν να πέρασα μια πολύ ωραία εκδρομή μαζί τους, πάντως δεν είναι ένας απλώς άνθρωπος, κάπου πήγατε, και πήγατε μαζί, τον πήγες, αλλά αυτός έκατσε, είναι τρομερά συγκινητικό.

Κάθε φορά, όταν ξεκινάει η παράσταση και έχω την δυνατότητα να κλέψω από την κουρτίνα μια οπτική του κοινού που κάθεται και ακόμη ετοιμάζεται, που μιλάνε με τον διπλανό τους, που χτενίζουν και φτιάχνουν λίγο το μαλλί τους, έχουν ντυθεί ωραία, με πιάνει ένα δέος, ότι τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, σαφώς και δεν ήρθαν για έμενα, εννοείται, και αλίμονο μου αν αισθανόμουν κάτι τέτοιο, έχουν έρθει για αυτή τη συμφωνία που έχουμε πει, που δεν την είπαμε ποτέ, δεν την υπολογίσαμε ποτέ, αλλά ήταν μια συμφωνία, ήρθαν και περιμένουν, αυτή τη στιγμή, να βγω και να τους πείσω ότι είμαι ένας άνθρωπος που χάνω τον εραστή μου, και που κλαίω και που χτυπιέμαι, και που ακούω κάποιον στο τηλέφωνο… θα τα καταφέρω; Και βέβαια θα τα καταφέρω!

Στο τέλος, όταν τα τελειώνει, έχουμε πάει κάπου μαζί, τους κοιτάω και είναι σαν να τους αγαπάω, δεν ξέρω, μπορεί να ακούγονται παιδικά όλα αυτά, όμως, νομίζω πως το θέατρο είναι το ωραιότερο πράγμα που θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου.

«Μου λες την αλήθεια;» ρωτάει ο θεατής… πες του ναι, πες του όχι, όμως κάτι πες του…

Είναι ένα συμφωνημένο ψέμα, γιατί πολλές φορές λες εσύ μια φράση, συγκλονιστική φράση: « Το παιδί μου, αυτό το καλόπαιδο, που με χαστούκισε» σαν τον πατέρα τον πληγωμένο, που είναι ο Ένορκος 3. Εκείνη τη στιγμή μπορεί να ταξιδεύεις κάπου αλλού, την ώρα που λες την ατάκα, έχεις μάθει όμως να την ερμηνεύεις, αυτή είναι η δουλειά μας, αλλιώς θα μπορούσε να κάνει αυτή τη δουλειά ο οποιοσδήποτε. Κακά τα ψέματα, έχουμε βρει τρόπο να κατεβάζουμε κουρτίνες. Μιλάω πάντα για τα ακραία, δεν είμαστε ψεύτες, δεν είμαστε μαθημένοι να σας λέμε ψέματα, αλλά η ερώτηση σου, αν είναι ότι ζω, κάθε μέρα, έναν χωρισμό, ή τον ένορκο τρία, σου λέω πως δεν μπορείς να το κάνεις, τότε δεν θα ήταν θέατρο, θα ήταν ένας τύπος που έχει μπει τόσο πολύ στον ένορκο τρία, που είναι ο ένορκος τρία, που υποφέρει για τον γιο του, που υποφέρει κι ένας κύριος Α επειδή χώρισε, θα ήταν απλά ένας άνθρωπος που το ζει τόσο πολύ, το έχει νιώσει και απλά βγαίνει και το λέει, το θέατρο είναι κάτι άλλο, είναι μια σύνθεση, είναι μια συμφωνία, ότι δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια, αλλά είναι σαν να συμβαίνει στ’ αλήθεια… απαντάει ο Θανάσης ο Κουρλαμπάς.

12 ένορκοι

Συντελεστές

Κείμενο: Reginald Rose
Μετάφραση / σκηνοθεσία: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Δραματουργική Επεξεργασία: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη & Νότης Παρασκευόπουλος
Σκηνικά: David Negrin
Κοστούμια: Κική Μήλιου
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Περού
Κίνηση: Χριστίνα Φωτεινάκη
Video art: Λάμπης Ζαρουτιάδης
Promo video: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Φωτογραφίες αφίσας: Αλεξάνδρα Μασμανίδη
Φωτογραφίες παράστασης: Γιάννης Πρίφτης
Γραφιστική επιμέλεια αφίσας: Γιαννης Στιβανάκης
Γραφιστική επιμέλεια προγράμματος: Σπύρος Δαπέργολας
Α’ βοηθός σκηνοθέτη: Μαγδαληνή Παλιούρα
Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Κωνσταντέλλου
Βοηθός ενδυματολόγου: Δανάη Ανεζάκη
Επικοινωνία παράστασης: Άντζυ Νομικού
Παραγωγή: A Priori

Οι 12 ένορκοι είναι:
Χριστόδουλος Στυλιανού, Τρύφων Καρατζάς, Θανάσης Κουρλαμπάς, Γιώργος Γιαννόπουλος, Περικλής Λιανός, Βασίλης Παλαιολόγος, Χάρης Μαυρουδής, Μανώλης Ιωνάς, Απόλλων Μπόλλας, Αλέξανδρος Πέρρος, Κωνσταντίνος Μουταφτσής, Αυγουστίνος Κούμουλος

Συμμετέχει: Αλέξης Σταυριανός

Τη φωνή της χαρίζει η Νένα Μεντή

Πληροφορίες εισιτηρίων

Γενική είσοδος: 15€
Μειωμένο: 12€
Γκρουπ άνω των 30 ατόμων: 10€

Μία φωνή κι ένα ψέμα

Σύλληψη, σκηνοθεσία: Βασίλη Νικολαίδης

Πρωτότυπη συγγραφή, Διασκευή, Μετάφραση: Γιώργος Ξενίας

Σκηνικός Χώρος, Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ

Παίζουν

Κύριος Α’ : Θανάσης Κουρλαμπάς

Κύριος Β’ : Κωνσταντίνος Αρνόκουρος

Μαζί τους η Κική Σταυριανίδη

Σάββατο 18:30 & Κυριακή 21:30

Τιμές :12€ κανονικό , 10€ μειωμένο Διάρκεια 65′ χωρίς διάλειμμα

θέατρο Αλκμήνη 

Αλκμήνης 12, Πετράλωνα τηλέφωνο κρατήσεων 2103428650


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΈνα αλλιώτικο ταξίδι: Στις απότομες πλαγιές του Άθωνα.
Επόμενο άρθρο4 βιβλία ξένων συγγραφέων με φόντο την Ελλάδα