Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Ο Αλιόσα κι ο ταξιδιώτης απόθαναν στο νεκροκρέβατο της ενδελέχειας – Το...

Ο Αλιόσα κι ο ταξιδιώτης απόθαναν στο νεκροκρέβατο της ενδελέχειας – Το “τσουκάλι” έσκυβε το κεφάλι κι όλο χαμογελούσε

Κορμί κουλουριασμένο, πλεγμένο στα μικρά του γόνατα. Κρυώνει και πεινάει, διψά και αιμορραγεί, κανείς όμως δεν τον βλέπει, δεν μπορεί να τον δει. Μικρός ανθρωπάκος, τόσο δα σουλούπι, με τα ματωμένα πέλματά του να τρέχουν, όλο να γρηγορεύει και η ψυχή του να μην αναπαύεται στου ίσκιου τον αγαλλινό ύπνο, να μην αναπνέει.

“Αλιόσα, εεε Αλιόσα, τρέχα! Αλιόσα κάνε αυτό, Αλιόσα ξέχασες; Πήγαινε κει, έλα πίσω, Αλιόσα φύγε, έλα πίσω, καθάρισε αυτό, πήγαινε τούτο, πλύνε αυτό”, και ο Αλιόσα όλο έτρεχε, οι λέξεις του κοφτές, το βλέμμα του να χαμηλώνει στο ύψος του πατώματος και να μην κλαίει, να λυπάται λίγο και ύστερα να χαμογελάει, απλώς να χαμογελάει.

Ο Άλιοσα δεν ήξερε πως σε όχθες και ταραχώδη ρυάκια παραμονεύει το κακό, είχε δει ανθρώπους μονάχα που κάτι ήθελαν, κάτι αποζητούσαν, μια χάρη, μια προσταγή και ήταν τόσο εύκολο να είσαι καλός με τους ανθρώπους, να είσαι ευγενικός, να λες μάλιστα και να χαμογελάς, να πλατειάζει το χείλος σου και απλά να αφήνεις το πρόσωπό σου να λάμψει, να σκιαγραφείτε μονάχα η ευγνωμοσύνη, γιατί μόνο το καλό έπρεπε να γιάνει στις οικείες των ανθρώπων, μόνο να μην πληγώνεις τους ανθρώπους, φτάνει να μην τους πονάς, φτάνει να πονάς μονάχος στην αφεγγιά.

Μπορούσε να είναι ευτυχισμένος με ένα κόκκινο πλεκτό κασκόλ, με λίγη αγάπη. «O Αλιόσα με μεγάλη έκπληξη έμαθε πως εκτός από τις σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ των ανθρώπων λόγω ανάγκης, υπάρχουν κι άλλες σχέσεις, εντελώς ιδιαίτερες». Κι όταν πλάγιασε στο προσκεφάλι της ευλογημένης αγάπης, του ανδρός και της γυνής, δεν θα μπορούσε πλάσμα ευτυχέστερο να χοροπηδά σα το κατσίκι και σα το ζαβό να τρέχει αυτή τη φορά από αγάπη, από θαλπωρή, από τρέλα, που σύντομα, απόθανε με το κρίμα να πλαντάζει σκόρπιο στο αιθέρα.

Έσβησε ο ανθρωπάκος με το κόκκινο κασκόλ, ο μικρός Αλιόσκα, φωτεινό, άπορο πλάσμα, φαίνεται πως η καλοσύνη είναι το μόνο πράγμα που δεν ζει για πολύ σε αυτόν τον κόσμο, φαίνεται πως τα ανθρωπάκια ξέρουν μονάχα να χαμογελούν, να μαζεύονται σα τα σαλιγκάρια και να λεν “ευχαριστώ”, “ευχαριστώ”, και με τα τρύπια-μπαλωμένα κουρελάκια τους να ξαποσταίνουν μαραμένοι, μαραζωμένοι στο άχαρο-ψάθινο κρεβατάκι τους. Θα μπορούσε, σε έναν φτωχό ανθρωπάκο, να ανήκει η ζεστή αγκαλιά μιας γυναίκας; Θα μπορούσε να του ανήκει ο έρωτας; Μια οικογένεια κάπου κάπου όταν θα ανάβουν ένα σπίρτο τα παγωμένα του χεράκια; Ο Αλιόσα ήρθε να πλαγιάσει δίπλα μου, να κοιμηθεί στην αγκαλιά μου όπως ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά της μαμάς που ποτέ δεν είχε, του μπαμπά που δεν σήκωσε τις μύτες του για να τον δει λίγο καλύτερα, λίγο πιο περίτρανα και αρχοντικά, με μια φωνή παιδική που να λέει «Μπαμπά έγινα άντρας πια» κι εκείνος να γελά και να ταρακουνά όλο το σπίτι ως και το θεμέλιο.

Είδα να διαστέλλει και να διαπερνά την εικόνα, να την ταλαντεύει, μάλλον, η μικρή φιγούρα του κοριτσιού με τα σπίρτα, έτσι ήταν κι εκείνο, σαν ένα παραμύθι που δεν είχε καθόλου χρώμα, δεν μοιάζει με παιχνίδι, μοιάζει με ένα παιδί έρμαιο στα βρωμερά χέρια των αχόρταγων ιαίνων, ή σαν μωρό εγκαταλελειμμένο στην άκρη του τενεκέ, ή σαν κάτι που πλαντάζει μέσα μας, μυξοκλαίει και θυμόμαστε πως τα παραμύθια μεταμφιέζονταν, μεταμορφώνονταν κάποια στιγμή στο πιο οξύ, για τις ψυχές, μας δράμα.

Ένας περιπλανώμενος που ευεργετεί τους πάντες, τους φτωχούς, του πεινασμένους, τους αρρώστους και, όταν φτάνει το τέλος της ημέρας, όταν ο ήλιος ξέρει να δύει μονάχα από τη μια μεριά, τότε η δική του η κοιλιά συσπάται από την πείνα που τη κυριεύει, και μόνος, αφού έχει θρέψει τα “παιδιά” του, περιμένει το νανούρισμα, η μελωδία των τζιτζικιών να ξεκουράσει τις ατίθασες αισθήσεις του, το περιπλανώμενο σώμα του, που μέχρι τα τέλη του θανάτου δεν αποσιωπά στη δική του σωματική και πνευματική ικανοποίηση. Ο ταξιδιώτης φτάνει στο κατώφλι του σπιτικού του, εκεί θα δει τη μαμά, τον μπαμπά, το αδερφάκι του, θα τους πλύνει τα πόδια, θα τους καθαρίσει τα ματωμένα τους πρόσωπα, που κάτι προοικονομούν, κάτι κτηνώδες έχουν να μολογήσουν.

Ένα μωρό αδιάφανο, αόρατο στα χέρια της κόρης, ένα βρέφος χαμένο χρόνια πολλά πριν, να το νανουρίζει η κόρη, αλλά εκείνο να μη κλαίει, γιατί δεν μπορεί να υπάρχει. Εφημερίδες παλιές στους τοίχους! Ποιον αποζητούν; Ποιανού την αγνοούμενη εικόνα προκαλύπτουν; Την μορφή εκείνου που δεν αναγνωρίστηκε πρόωρα, που η μαμά, ο μπαμπάς και το αδελφάκι γρίποσαν από τον λαιμό, κατάσβησαν όλη τους τη μανία για χρήμα και για να χορτάσουν τις κοιλιές τους, και βούτηξαν τα νύχια τους στο λαρύγγι του, μέχρι ο περιπλανώμενος στρατιώτης, μέχρι ο Αλιόσα, να τεντωθούν λίγο και να αποθάνουν, να σβήσουν τα φωτεινά κεριά τους.

Δύο σκιές βρίσκονται πίσω από το ματωμένο πέπλο της αρένας, κάτω από το λευκό σεντόνι όπου αλληγορείτε και αφηγείται ένα παραμύθι, βρίσκεται ένας δοξασμένος λογογράφος-λογοτέχνης του 19ου αιώνα, ο Λέον Τολστόι έχοντας στα χέρια του το έμβρυο της ψυχής του, το πιο συνεπαρμένο και ευσυγκίνητο έργο του «Ο Αλιόσα το τσακάλι» και η μοιρολογική ποίηση, που ακούγεται να αναγγέλλει την άφιξη του Ρούπερτ Μπρουκ, εκείνου το σώμα που χάθηκε στα ανοιχτά, άπλετα πελάγη του Αιγαίου. Ο Ρούπερτ είχε το τέλος του ταξιδιώτη, ή του Αλιόσα, πέθανε απρόοπτα, απότομα δίχως να οσφρανθεί, δίχως αγγίξει με το στήθος του το χαρτί με το δρώμενο της «Λιθουανίας», να δει το τέλος και την αρχή του ταξιδιώτη, ξανά από την αρχή και ξανά, μέχρι να αντικρύσει τι έπλασε. Και ύστερα, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτός ο άνθρωπος λογοκρίθηκε τόσο, γιατί καρηγορήθηκε από τους κριτικούς για αφέλεια και ρομαντισμό, έτσι, αποφαίνεται, μάλλον, πως και οι κριτικοί κάνουν μέγα λάθη, μέγα.

Ο Γιάννης Φίλιας ομογενοποίησε τα έργα αυτά, μετέφερε ωμή τη δράση των ηρώων, δε ξέβρασε στο σανίδι μονάχα ανθρώπους, αλλά έδωσε ψυχή σε μια πάνινη κούκλα, τον Αλιόσα, κι όλο αυτό, όλη αυτή τη μετάθεση την εναπόθεσε με έναν σπαραγμό ψυχής, με ένα τσούξιμο που προκαλείτε με τις παιδικές, τις αγνές κινήσεις της κούκλας -που την υποχειρεί ο θίασος- τα τόσο αθώα συναισθήματα που προξενεύονται, σαν ένα κουκλοθέατρο που μόνο ένα παιδί, μια κούκλα θα μπορούσε να προστάξει αυτά τα αισθήματα να καθίσουν ήρεμα κι αν θέλουν να πλαντάξουν, ας το κάνουν, μόνο λίγο αθόρυβα, γιατί ο Αλιόσα πεθαίνει.

Ο Γιάννης εγκλώβισε πίσω από τα κάγκελα του κρεβατιού τέσσερα μέλη, τέσσερα άτομα, ανθρώπους που από τα δεμένα τους άκρα έδραμαν εντός του περιορισμένου τους πλαισίου, μέχρι να κοπούν, να αφεθούν ελεύθεροι και το δράμα να τελειώσει. Με απλές και όχι απλοποιημένες κινήσεις, με εκφράσεις και ηχηρούς, δίχως ακρότητα, τόνους, κατόρθωσε να διαπεράσει το ακραίο μόνο με λέξεις, μόνο με απλές, θανατηφόρες κινήσεις και να εγκολπώσει τον θίασο ως εκεί όπου έπρεπε, και να αγγίξουν κάτι που δεν έπρεπε, με τη δική του πλεύση, στα δικά του μαεστρικά νήματα, δίνοντάς τους, όμως, ένα παραθυράκι ελευθερίας.

Ο θίασος τούτος, που τον απαρτίζουν οι: Ιωάννα Ζήνα, Πέρσα Κατσανούλη, Γιώργος Λιάκος, Γιώργος Χουσάκος, πέρα από το τραγικό δρώμενο, άγγιξαν έννοιες του ήθους, ορισμούς της ψυχικής παρεκτροπής, ήταν ακίνητοι όταν το βλέμμα έπρεπε να χαθεί στον παραλογισμό του ορίζοντα. Είχε κάτι το σκοτεινό, το υπόκοσμο, φτάνοντας στην κτηνωδία του τέλους, της αυλαίας, όπου η ανθρωπιά και η καταρρακωμένη, πλέον, συγκίνηση τους, υπέπεσε σε μια φυσιολογική, πένθιμη υπόσταση. Απέδωσαν, με το αδύνατο να το μεταλλάσουν, να το εναλλάσσουν στο δυνατό. Ακολουθώντας τη κατευθυντήρια γραμμή, τα ηχοχρώματα και τις παραστατικές κινήσεις, το ανώτατο τεκμήριο που θα μπορούσε να προσδοθεί είναι ότι εμφύτευσαν και ρίζωσαν κάτι μέσα μας, είτε αυτό ήταν η απώλεια, είτε η αδικία, είτε κάτι εντελώς ανεξήγητο, που θα το αφήσω στο κενό μου ψυχόχρωμα, όταν εχάθη ο Αλιόσα, αυτό δε το γράφω, δε γράφετε.

Τεμάχισαν τον άρτο και ύστερα τον μάσησαν και τον έφαγαν, τον σκότωσαν και έφαγαν τον άρτο της αμαρτίας, έτσι όπως τεμάχισαν και τον γιο τους.

«Στην καρδιά του πίστευε, ότι όπως είναι εδώ καλά όταν υπακούς και δεν πληγώνεις κανέναν, έτσι θα’ναι κι εκεί καλά. Μιλούσε λίγο. Ζητούσε μόνο να πιει νερό κι έδειχνε να ξαφνιάζεται με κάτι. Ξαφνιάστηκε με κάτι, τεντώθηκε και πέθανε»

Συντελεστές

Παίζουν: Ιωάννα Ζήνα |Πέρσα Κατσανούλη |Γιώργος Λιάκος |Γιώργος Χουσάκος

Σκηνοθεσία-φωτισμοί: Γιάννης Φίλιας
Ηχητικός σχεδιασμός: Βασίλης Πανταζόπουλος
Κατασκευή μαριονέτας & επιμέλεια κίνησης: Ζέτα Σακελλαρίου
Χειρισμός μαριονέτας: Πέρσα Κατσανούλη
Διάρκεια: 70’ χωρίς διάλειμμα
Γενική είσοδος: 10€, 8€ (φοιτητικό-ανέργων)

Από 26 Ιανουαρίου και κάθε Παρασκευή στις 19.00
Θέατρο “Αλκμήνη”| Αλκμήνης 8-12 | Γκάζι | 210 3428650

 


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΗ ζωή των ζωδίων με τον τίτλο μίας ταινίας
Επόμενο άρθροΚατάθλιψη: Τα 9 συμπτώματα στο σώμα και στον ύπνο