Αρχική ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ Η Αλεξάνδρα Τσόλκα είναι αλήτης, ιππότης και βιβλιοφάγος

Η Αλεξάνδρα Τσόλκα είναι αλήτης, ιππότης και βιβλιοφάγος

26913397_1725774967486725_1388845160_n (1)

…το ομολόγησε, άλλωστε, στη Γεωργία Δρακάκη και τη Μαριάμ Νίκου

Βροχερό σαββατόβραδο, διάθεση καλοκαιρινή, ραντεβού Μεταξουργείο. Πινέλο, μολύβι, κάμερα, χαρτί: τα υλικά μιας συνέντευξης με συνδαιτυμόνα εκλεκτό την Αλεξάνδρα Τσόλκα, που την έχουμε διαβάσει, δει, ακούσει, σχολιάσει, συμπαθήσει, ίσως και ζηλέψει ένα τι.

Γιατί έχει ευφράδεια, φαντασία, ανοιχτό μυαλό και πιο ανοιχτή ακόμα καρδιά, γιατί δεν απασχολεί για τη ζωή της, αλλά για τις ιδέες της, γιατί δεν κάνει θόρυβο, αλλά μουσική όταν σου μιλά.

Με καφέ ελληνικό, τσιγάρο στη ζούλα μετά το μακιγιάζ και πεταχτές κουβέντες τρυφερές και ουσιαστικές μες στο σύντομό τους, ξεκίνησε η συζήτηση και δεν έχει τελειώσει ακόμα. Η Αλεξάνδρα Τσόλκα είναι δημοσιογράφος, είναι συγγραφέας, είναι παντρεμένη, είναι μαμά, είναι φίλη και είναι περιζήτητη. Όσο και αν πιστεύει η ίδια ως δεν κάνει για ηρωίδα μυθιστορήματος, εμείς θα επιμείνουμε πως οι κανόνες (και) αυτού του παιχνιδιού έχουν αλλάξει: το νέο πάθος είναι το απαλό χάδι, το νέο θάρρος είναι να συνεχίζεις με το κεφάλι ψηλά, το νέο θεληματικό πηγούνι δεν ασχολείται με τα μούσια του, αλλά με το τι λέει το στόμα που’ χει από πάνω… Στο μυθιστόρημα του koitamagazine η Αλεξάνδρα είναι η φλογερή πρωταγωνίστρια που έχει για όπλο της την πένα και που, καβάλα σ’ ένα σύννεφο, ταξιδεύει από παραμύθι σε παραμύθι!

Γ.Δ: Πριν αρχίσουμε να κάνουμε τη συνέντευξη, μας είπες ότι δεν αισθάνεσαι μυθιστορηματική φιγούρα, ότι αυτά που σκέφτεσαι ίσως έχουν ενδιαφέρον, αλλά όχι εσύ, ως προσωπικότητα…Εμείς διαφωνούμε! Τι έχεις να πεις;

-Είμαι σε αυτό που λένε «μέσο όρο», ανήκω στους «απλούς πολίτες», ή στον «κοσμάκη» κατά τον προηγούμενο πρωθυπουργό μας. Δεν έχω κανένα επίτευγμα, κατόρθωμα, ή και έγκλημα να επιδείξω. Δεν θα πηδήξω στις γραμμές τρένου για έναν ψεύτη έρωτα, δεν θα σκοτώσω, απλά και μόνο, για να δω πώς είναι, ούτε κρύβω κάνα μεγάλο μυστικό. Άρα, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι ή ο Ροθ δε θα με κάναν ηρωίδα. Ούτε η Μπάρμπαρα Κάρτλαν δε θα με έκανε ηρωίδα σε μυθιστόρημα, γιατί θεληματικά πηγούνια αξιέραστα δεν είδα  στη ζωή μου.  Δεν είναι θέμα ταπεινότητας αυτό που σας είπα, αλλά ειλικρινούς απορίας. Γιατί θα σας ενδιέφερα εγώ για συνέντευξη δηλαδή; Τι θα μπορούσε να θέλετε να μάθετε; Ακόμα και οι ιδέες μου, αν πούμε πως έχω διακριθεί για μια οπτική, του μέσου όρου είναι. Ούτε αιρετικές, ούτε πρωτοπόρες, ούτε ευφάνταστες.  Αλλά νομίζω πως θα καταλάβω παρακάτω. Κολακεύτηκα λιγάκι που θα κάναμε και φωτογράφιση, γιατί αγαπώ λόγω χρόνων στα περιοδικά τη διαδικασία της προετοιμασίας, τους φωτογράφους και το βλέμμα τους, τις μέικ απ άρτιστ και τους κομμωτές και όλα αυτά που λέμε μεταξύ μας πριν, αλλά όταν έπρεπε να ποζάρω σαν Μενεγάκη ή σαν Βανδή, κατάλαβα πως πάλι μέσος όρος είμαι και σας ζήτησα να πάμε απέναντι, στο υπέροχο καφενείο «Τα Βαρδούσια» , με καφέ ελληνικό, ούζο με μεζέ υλικά για τοστ και τηλεόραση να παίζει ποδόσφαιρο. Στη νύχτα με φώτα νέον και στις τζαμαρίες και όχι στα κόκκινα βελούδα. Δε του ταιριάζουν τα  βελούδα του μέσου όρου…

Μ.Ν: Πώς είναι η Αλεξάνδρα Τσόλκα σαν γυναίκα; Είναι φιλάρεσκη; Νιώθει σέξι;

Νιώθω όπως όλες και όλοι μας. Άλλες οι αισθήσεις μας κατά περίστασιν και μέσα στο ίδιο το 24ωρο, ακόμα. Δε νομίζω πάντως πως με την εμφάνισή μου θα αλάλαζαν τα πλήθη «βρε καλώς τη σεξοβόμβα»!» (γέλια)

Μ.Ν: Έρωτας, μια λέξη που έχει απασχολήσει τους περισσότερους ποιητές. Χιλιάδες σελίδες σε βιβλία αναφέρονται στον άτακτο θεό. Η δική σου σελίδα τι γράφει γι’ αυτόν;

Έρωτας, Θεός, Θάνατος, Οδύνη, Εξουσία. Με αυτά που γράφουν οι μεγάλοι συγγραφείς, ερευνούν οι φιλόσοφοι και υμνούν οι ποιητές βασανιζόμαστε όλοι, αλλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να παίξουμε Ρωμαίο και Ιουλιέτα, στην καθημερινότητα, ή Τριστάνο και Ιζόλδη με επικούς παιανισμούς, στο μουσικό φόντο, αλά Βάγκνερ. Ένα βλέμμα πιο επίμονο, κάποιο πιο επίμονο, απαλό άγγιγμα, ένας πρωινός καφές απ’ το ίδιο φλιτζανάκι, μια μυρωδιά από αγκαλιά και παραδινόμαστε.

Γ.Δ: Ο έρωτας σε έχει βοηθήσει στην έμπνευση στη γραφή ή στη δουλειά σου γενικώς; Ή έχει υπάρξει τροχοπέδη για σένα;

Είστε νέες γυναίκες και ο έρωτας είναι στην κορυφή των βασανισμών σας και έτσι να μείνει εύχομαι. Γράφω γιατί βιοπορίζομαι απ’ αυτό, κάπου 30 χρόνια τώρα. Είμαι ευτυχής διότι δε θα μπορούσα να κάνω αλλιώς, ούτε θα αφοσιωνόμουν σε κάποια άλλη δουλειά για τόσο διάστημα. Οι έρωτες σεβάστηκαν τον βιοπορισμό μου και με ξεπλάνευαν αφού παρέδιδα την ύλη μου πρώτα.

Γ.Δ: Αλήθεια, μιας και το έφερε η κουβέντα, πώς προέκυψε να κάνεις αυτή τη δουλειά;

-Να γράφω για να βιοπορίζομαι; Ας είναι καλά ,κάπου στην Νέα Υόρκη που ζει τώρα, η Νάνσυ Μπίσκα που πίστεψε πως έχω πολύ ενδιαφέρουσα οπτική και με πρότεινε στον Μιχάλη Ανδρουλιδάκη, που έβγαζε τότε την «Sportime». Και ξεκίνησα απ’τον αθλητικό τύπο και ήταν απ ‘τις πιο ωραίες, κεφάτες και αναιδείς, θρασύτατης, με άγνοια κίνδυνου εποχές μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή αλήτευα, δουλεύοντας σε μπαράκια και στον ιππόδρομο, σπουδάζοντας μονίμως, ταξιδεύοντας, φλερτάροντας το θέατρο, τη συγγραφή και οτιδήποτε μου άφηνε ελευθερία σε ωράρια, υπακοή, σεβασμό στην ιεραρχία, τάξη και να μη φοράω ταγιεράκια που ήταν τότε της μόδας.

Μ.Ν: Πώς αντιμετωπίζεις το γεγονός ότι βρίσκεσαι στο πάνελ μιας εκπομπής που την παρουσιάζει ένας άνθρωπος που λέγεται Μένιος Φουρθιώτης, θεωρείται αμφιλεγόμενος και, μάλλον, δεν έχει και πολλά κοινά μαζί σου;

-Κοινά και διαφορές έχουμε όλοι μας, από τη φύση μας και δε γίνεται αλλιώς. Είμαι νομίζω για πέμπτη χρονιά σ’αυτή την εκπομπή, που ούτε με χαρακτήρισε, ούτε την χαρακτήρισα για αυτό και την αποδίδετε και εσείς στον Μένιο. Αλλά αυτό από μόνο του σημαίνει, πως μια χαρά δουλεύω με αυτό το νέο παιδί, «αμφιλεγόμενο» ή όχι, και όλη την υπόλοιπη ομάδα που είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες αλλά και ωραίοι φίλοι, πολλών χρόνων. Ο Μένιος έχει καταβάλει τιτάνιες προσπάθειες και βελτιώθηκε συνεχώς σε έναν αγώνα που κάνει καθημερινά, για και με, τον εαυτό του. Μακάρι να το έκαναν κι άλλοι αυτό, που αυτάρεσκα, θεωρούν εαυτούς αλάθητους και σημαντικούς. Ξέρετε όμως κάτι; Η «ταμπελοποίηση» δεν είναι του γούστου μου. Το να θεωρούμε κάποιον εμείς ως ένα μόνο πράγμα και να βουτάμε στο κλισέ του χαρακτηρισμού είναι ευκολία δικιά μας και τίποτα άλλο. Το συνηθίζουμε, όλοι μας, δε λέω, αλλά δε το γουστάρω.

Γ.Δ: Μαριάμ, δεν σου κάνει εντύπωση ότι η Αλεξάνδρα δεν έχει μέχρι σήμερα πάρει δική της εκπομπή στην τηλεόραση;

-Μπα;

Μ.Ν: Πράγματι…Θα το ήθελες, Αλεξάνδρα;

-Μπα! Αλήθεια τώρα, όχι! Ακόμη και η καλύτερη, η πιο πρωτοπόρα ιδέα -που δεν τις αγαπά η τηλεόραση τις καινοτομίες- να εμφανιζόταν θα γινόταν μια απ’τα ίδια, δηλαδή, ισορροπία στα παρασκήνια, αγωνία μετρήσεων, έλεγχος από τις διαφημιστικές στο περιεχόμενο, κατευθύνσεις για την εμφάνιση και εικόνα αντί για ουσία. Όλα αυτά καλά και θεμιτά στον καιρό μας, απλά εγώ δεν έχω το ταλέντο που χρειάζονται, διότι βαριέμαι. Μια φορά και έναν καιρό, όταν ήρθαν οι στιγμές, μια από την φίλη μου Ζίνα Κουτσελινη και μια από την Άννα Λεμπέση, έκανα πίσω την τελευταία ώρα, πριν τις φωτογραφίσεις, σχεδόν. Αυτό το «πρωταγωνιστιλίκι» και η τόση λάμψη εμένα μου πέφτουν βαριά και ο «αλήτικος» εαυτός μου, δε θα μπορούσε να καταβάλει τόση προσπάθεια ώστε να γίνει λουσάτος, μπουκλάτος και ζαχαρένιος, σα Σπυροπούλου, για παράδειγμα.

Μ.Ν: Οι καλύτερες τηλεοπτικές σου στιγμές, αυτές που τοποθέτησαν στην δημοσιογραφική σου υπόσταση θεμέλια και μνήμες άσβηστες, ποιες θα έλεγες ότι είναι;

-Κάπου διάβασα και μου’ μεινε πως «η μνήμη δεν είναι τίποτα άλλο πάρα η εσωτερική φήμη». Αυτό. Οι εσωτερικές μου φήμες δεν ακουμπούν σε τηλεοπτικές στιγμές, δυστυχώς ή ευτυχώς. Μόνο σ’ανθρώπους που αγάπησα πολύ σε δουλειές που πέρασα τόσο όμορφα, σαν σε παράλληλη ζωή, κάποιας άλλης, κάποτε. Στην τηλεόραση ήμουν πάντα συνεργάτης και όχι «δικό της παιδί» και κάπως έτσι με αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι της. Κρατάω σα θεμέλιά μου, λοιπόν, ανθρώπους: την Μαλβίνα, την Κουτσελίνη, τον Θάνο Αλεξανδρή, την Ματαφιά, την Σαμπάνη, τον Νικόλα τον Τουρουντού και τη Μαρία Μπακοδήμου. Και ο Χάρης ο Ξύδης, ο Σεραφείμ ο Κωτρότσος, η Τέα Βασιλειάδου, η  Κάλλια Καστάνη, η Χριστίνα η Κατσαντώνη, η Νάνσυ Ζαμπέτογλου, ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος, ο Πάνος ο Ζόγκας, ο Πέτρος ο Κωστόπουλος, φυσικά.  Οι άνθρωποι μόνο είναι θεμέλια και επιτυχίες. Όλα τα άλλα είναι τόσο φθαρτά, τόσο ξέφτια σε κοστούμια, τόσο τίποτα άλλο…

Μ.Ν: Θα θέλαμε μια δική σου κριτική πάνω στα τηλεοπτικά δεδομένα που βιώνουμε… την αλλαγή, αυτή, του τηλεοπτικού τοπίου, τις τηλεοπτικές άδειες κλπ.

Η τηλεόραση ήταν και είναι μια μεγάλη παρηγοριά, μια συντροφιά, μια φωνή μέσα στο σπίτι. Είναι και ύπουλη χειραγώγηση και επιβολή άποψης ή προσώπων και προπαγάνδα. Η τηλεόραση αλλάζει, όχι επειδή το θέλει, αλλά γιατί το διαδίκτυο και η νέα διαδραστική τηλοψία με το Netflix, για παράδειγμα -που πια, παράγει και εκπομπές όπως εκείνη του Ντέιβιντ Λέντερμαν με πρώτο καλεσμένο τον Ομπάμα- την αναγκάζει να αλλάξει. Στην χώρα μας, η κρίση, η ελεεινή έλλειψη χρημάτων, φαντασίας, νεανικότητας, η ανακύκλωση προσώπων, ιδεών, ο μαθουσαλισμός στις θέσεις εξουσίας και η αντιμετώπισή της μόνο ως εργαλείο για τον πλουτισμό και την ισχυροποίηση μεγάλων οικονομικών παραγόντων την έχει κρατήσει στο 1980, με μίνι, ξανθό μιας απόχρωσης και προπαγάνδα αφελή, για τον καιρό που πια ψυλλιασμένοι είμαστε όλοι. Κατά τ’ άλλα εγώ, ναι, βλέπω τις νύχτες και Survivor παρότι είναι λίγο πληκτικό, ακόμα και κάνα τάλεντ σόου, όταν παίζουν. Βαριέμαι φρικτά αυτά θεάματα τα τύπου μόδας και κατινιάς, τα καινούργια να βρεις το ταίρι σου και εκείνα με το χορό και τα στραφταλιζέ κοστούμια, που θυμίζουν βραδιές πάρτι από γραφεία συνοικεσίων, χωρίς τη λατρεμένη μοναξιά και προσμονή τους. Αυτά.

Γ.Δ: Από πού επιλέγεις να ενημερώνεσαι;

-Από το διαδίκτυο και όχι από σνομπισμό, αλλά λόγω συνθηκών, διαμονής και μετακινήσεων,  απ’ το CNN.

Γ.Δ: Σίγουρα διαβάζεις πολύ. Τι προτιμάς; Ελληνική ή ξένη λογοτεχνία; Μυθιστορήματα ή άλλα είδη;

-Όλα! Διαβάζω κατά μέσο όρο, ενάμιση βιβλίο την εβδομάδα και δεν είμαι -εδώ μόνο- ο μέσος ορός αναγνωστών της χώρας. Διαβάζω δοκίμια και ανθολογίες ποίησης άλλων λαών με παραφορά, μελέτες για την παιδεία με ενδιαφέρον ζωής, ιστορικές αναλύσεις με λύσσα, βιογραφίες με τρέλα, μυθιστορήματα των μεγάλων συγγραφέων όλου του κόσμου ως διασκέδαση, φαντασίας έργα με φανατισμό, παραμυθία για τη μαγεία τους, εφηβική λογοτεχνία για την αθωότητά της, αστυνομικά, τα πάντα! Είμαι από αυτούς που και όταν κάνουν μπάνιο, διαβάζουν ταυτοχρόνως τις ετικέτες για τα συστατικά που έγιναν τα σαμπουάν. Όπου υπάρχει ανθρώπινη σκέψη και ιδέα και ιστορία, που κάποιος νιώθει την ανάγκη να κλειστεί για πολύ καιρό μέσα και να την πει, να την μοιραστεί, θέλω να τη διαβάσω, μανιακά.

Για παράδειγμα αυτή τη περίοδο διαβάζω απ τις εκδόσεις Μεταίχμιο το «Δεν θέλαμε να ξέρουμε: Η γραμματέας του Γκέμπελς αποκαλύπτει» του πολιτικού αναλυτή Thore D. Hansen. Και ξέρεις κάτι; Η γραμματέας του Γκέμπελς, Μπρουνχίλντε Πόµζελ, λέει πως δεν γνώριζε τίποτα, αποποιούμενη την ευθύνη αυτής της κοινοτοπίας του κακού, αλλά μέσα απ τις γραμμές, δυστυχώς, ακούγεται η κραυγή της, σα κολασμένη ενοχή πως «… το Κακό υπάρχει. Ο ∆ιάβολος υπάρχει. Θεός δεν υπάρχει, αλλά ο ∆ιάβολος υπάρχει. Και δεν υπάρχει δικαιοσύνη. ∆ικαιοσύνη δεν υπάρχει…». Διαβάζω, ταυτόχρονα, για εξισορρόπηση και ξόρκι στο κακό και το υπό έκδοσιν χειρόγραφο της ηρωικής δασκάλας Αναστασίας Κατσούγκρη για τα παιδιά με αυτισμό και την ενσωμάτωση τους στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση! Για να νιώσω πως τελικά, κάπου κάπου, το καλό νικάει και έχει ήρωες να το παλεύουν εκεί έξω.

Μ.Ν: Αλήθεια, έχεις στα σκαριά κάποιο βιβλίο; Μας έχεις χαρίσει ήδη ωραίες αναγνωστικές στιγμές, χάρη στην πένα σου που δεν είναι αμιγώς δημοσιογραφική, αλλά έχει και ποιητικά χαρακτηριστικά!

-Πολύ ευχαριστώ από τα βάθη της αναπολόγητης ματαιοδοξίας μου και της προσποιητής μου σεμνότητας! Βάζουμε λεζάντες σε ένα σπάνιο φωτογραφικό υλικό με τον Κυριάκο Παπαδάκο, σ’ ένα βιβλίο του για την μάνα του, την τραγουδίστρια Δούκισσα, που περνάει από τις σελίδες και τη δικιά της ζωή μια εποχή, πολεμική, πείνας, μπουζουκιού, ταξιδιών, ελπίδας, σπασμένων πιάτων, αισιοδοξίας και απογοήτευσης. Είναι μαγικές οι στιγμές που ανοίγονται κουτιά και βγαίνουν πρόσωπα απ’ άλλο χρόνο και είναι σα να σου ζητάνε τώρα αισθήματα και κουβέντες. Γράφω ακόμα, εδώ και πολλά χρόνια – και το λέω για να δεσμευτώ να το τελειώσω κάποτε!- ένα μυθιστόρημα για ένα λευκό χωριό, απομονωμένο σε ψηλά βουνά, που φοβάται το μαύρο, το σκοτάδι, τη νύχτα.  Και για τα παραμύθια μου, γράφω για ένα κορίτσι που θέλει να γίνει ιππότης και αληθινές ιστορίες γυναίκειας ιπποσύνης. Για εκείνες που δεν ήταν αδύναμες δεσποσύνες και περίμεναν τον ιππότη για να τις σώσει απ τον δράκο, αλλά σώζονταν μόνες τους, υψώνοντας τα δικά τους λάβαρα».

 Γ.Δ: Τι κάνει για σένα καλό και άξιο προς ανάγνωση ένα κείμενο;

-Το να μην είναι κατά παραγγελία και να μην ξεπατικώνει εξυπνάδες άλλων. Να έχει ψήγματα έστω ουσίας και όχι λεξούλες να γεμίσει το λευκό.

Γ.Δ: Τι θα έλεγες σε έναν νέο, μια νέα που επιθυμεί να γίνει δημοσιογράφος; Τι μπορεί να κάνει, πέραν των σπουδών;

-Δεν είμαι κατάλληλη για συμβουλές γιατί ούτε εγώ τις ακολουθώ ποτέ, ούτε και νομίζω πως οδηγούν κάπου. Οι άνθρωποι βρίσκουν δρόμους μοναδικά, όσο ο καθένας μπορεί και θέλει. Αν πάντως εγώ ήμουν τώρα 20 ετών και ξεκινούσα, θα διάλεγα κάτι άλλο, όχι δημοσιογραφία, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες τις κουρασμένες, του υποτελούς γραφιά, του εντολοδόχου, του ερμαίου στα τρολ και στους κατευθυνόμενους, του ανελεύθερου, του απλήρωτου, του «χάρη σου κάνουμε». Και τα νέα παιδιά στο χώρο πληρώνουν πιο πολύ τη νύφη των ισχυρών. Με καμιά τετρακοσαριά ευρώ δουλεύουν σαν είλωτες και σε καθεστώτα που απαγορεύεται το γέλιο, η διαφορά, το κάπνισμα, το να χασομερήσεις και λίγο, για να μη πέσει η παραγωγή της φασόν είδησης.

Διαβάστε ακόμη:

Αντώνης Μποσκοϊτης: «Τίποτα δεν έχω κάνει, όλα είναι τόσο βαρετά»

Γ.Δ: Πόσο σημαντική θέση κατέχει το γράψιμο και το διάβασμα στην καθημερινότητά σου και πόσο δύσκολο υπήρξε κάποτε να “περάσεις” στους δικούς σου ανθρώπους ότι αυτή είναι η… δουλειά σου;

Ε, όλο γράφω και διαβάζω, δε κάνω και τίποτα άλλο! Ενδιαμέσως μαγειρεύω, βάζω πλυντήριο, κοιμάμαι πολύ και χάνομαι και παίζω με τα παιδιά μου. Δε το λες και άσχημα. Τώρα, η δικιά μου η οικογένεια έτσι με γνώρισε και με έμαθε και νομίζουν πως όλες οι μαμάδες έτσι κάνουν. Οι γονείς μου, όταν ξεκινούσα αυτή τη διαδρομή, δεν είχαν αντίρρηση, ειδικά αν σκέφτονταν πως θα μπορούσα να θελήσω να γίνω πειρατής με έναν παπαγάλο στον ώμο, ξύλινο πόδι και ένα βαρέλι ρούμι. Αν τους έλεγα αυτό θα μου έλεγαν ίσως: «παιδί μου, γιατί δε γίνεσαι καλύτερα δημοσιογράφος;».

 

Μ.Ν Πώς είναι, αλήθεια, η καθημερινότητά σου, οι αγαπημένες σου συνήθειες και οι εμμονές που αγαπάς να μισείς; Ξυπνάς το πρωί και κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, τι σου λες; 

-Σιγά μην κοιτάζομαι στο καθρέφτη το πρωί! Πάω κατευθείαν στη κουζίνα, φτιάχνω καφέ, καπνίζω το πρώτο τσιγάρο της μέρας και κοιτάω έξω από ένα υπέροχο παράθυρο τον κόσμο γύρω. Να, σήμερα το πρωί, είδα μια ωραία κοπελίτσα με ένα πλεκτό, ναυτικό καπέλο να μιλάει γλυκά κάπου προς τα κάτω. Σηκώθηκα, έσκυψα να δω τι έκανε και είχε βγάλει βόλτα τον πιο χοντρό σκυλάκο της γης, που μουτρωμένος την ακολούθησε και εκείνη τον καλόπιανε και έσκυβε και τον φιλούσε. Μ’ όλα αυτά τα ωραία θεάματα τα πρωινά, εμένα στον καθρέφτη θα κοιτάζω λοιπόν; Μόνο παράθυρο, όμως! Γιατί τώρα το χειμώνα δε μου αρέσουν οι βόλτες. Τις υπόλοιπες εποχές κάνω μεγάλες βόλτες χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Έτσι…

Μ.Ν Κάνεις τηλεφωνικό κους κους με τους κολλητούς σου; Ξεσπάς στα μαλλιά σου όταν η ψυχολογία πιάνει πάτο; Αγοράζεις σέξι εσώρουχα για να νιώσεις καλύτερα; Περνάς χρόνο στο διαδίκτυο χαζεύοντας βίντεο και gossip θέματα για να περάσει η ώρα σου; Σε πιάνουν τα νεύρα σου και αρχίζεις να μιλάς στον εξαφανισμένο από την τσάντα σου φορτιστή ή σε μια λάμπα που κάηκε;

 -Έχω βαρεθεί και το τηλέφωνο και τις ιντερνετικές επικοινωνίες, θέλω πια να κοιτάω τον άλλον στα μάτια και να βλέπω πρόσωπο, να μυρίζω την οσμή του, να αισθάνομαι την παλάμη του στην χειραψία και τα χείλη στο φιλί. Αλλιώς δεν πειράζει… ας μη τα πούμε τα κοινότυπα μας, του τάχα ενδιαφέροντος! Και όχι, δεν αγοράζω σέξι εσώρουχα, όχι γιατί είμαι σε μια ηλικία που έχω πολλά τέτοια, άλλα κυρίως επειδή προτιμώ τα άνετα, τα χρηστικά και τα ζεστά και όχι τους φιόγκους, τα κορδόνια και τα πλεκτά τριαντάφυλλα. Τα μαλλιά τα αλλάζω συνεχώς γιατί τα παρατώ για πολύ καιρό και μετά παθαίνω κρίσεις καλλωπισμού και ό,τι μου βγει, προς μεγάλη απαρέσκεια του κομμωτή και φίλου Βασίλη, στου Gino’s στο Μαρούσι, που θα θεωρήσει δυσφήμηση κάθε αναφορά σε αυτόν, ειδικά αν δει την ρίζα μου, αυτή τη στιγμή που τα συζητάμε. Στα αντικείμενα, επίσης, όχι! Δε μιλάω! Για χάρη τους, όμως, απευθύνομαι στο σύμπαν που μου πάει κόντρα και του κάνω υβριστικές επικλήσεις, συχνά τόσο βωμολοχικές που απορώ και η ίδια για αυτή μου την ευφράδεια σε βρωμόλογα. Γιατί η γαμημένη η λάμπα καίγεται όταν δεν πρέπει και ο μαλάκας ο φορτιστής εξαφανίζεται όταν τον χρειάζεσαι. Το ίδιο τα κλειδιά σου, το στυλό, το κινητό και το αυτοκίνητο γιατί ξεχνάς που έχεις παρκάρει. Δηλαδή, έλεος συμπάν μου! (γέλια)

Γ.Δ: Εν ολίγοις, Αλεξάνδρα Τσόλκα, πόσο “καθημερινή γυναίκα” είσαι; Βλέπεις, επιμένουμε! (γέλια)

-«Όλες οι καθημερινές γυναίκες είναι ιδιαίτερες και λίγο εκκεντρικούλες. Έχεις δει γιαγιά να δέχεται να της αλλάξεις θέση στο σεμέν; Ποτέ! Είναι σαν η ζωή της να κρέμεται απ τη σωστή θέση του σεμέν, που κέντησε κάποτε νέα, που έβλεπε καλά και τραγουδούσε όσο κένταγε «πώς τον λένε τον ποταμό», γιατί περίμενε να απολυθεί από φαντάρος ο καλός της και να φτιάξουν σπίτι και αυτό θα’ ταν στα προικιά της. Μ αυτή την έννοια, ναι, κρέμεται τελικά η ζωή της απ τα νήματα του εργόχειρού της και απ’ τη θέση του, πάνω στο τραπέζι, δίπλα στη νυφική φωτογραφία με τον φαντάρο που γέρασε και πέθανε και την άφησε μόνη, από εκείνο το πιο παλιά που δεν έχει άλλο. Εκκεντρική η καθημερινή γιαγιάκα; Ιδιαίτερη; Τότε κι εγώ απ αυτό είμαι!

Μ.Ν: Ονειρεύεσαι; Νοσταλγείς;

-Δε νοσταλγώ. Όμως ονειρεύομαι συνέχεια. Τόσο που το ένα χάνεται στο άλλο τελικά.

Γ.Δ: Τι στόχους έχεις θέσει για το 2018; Σε βλέπεις μες στην επόμενη δεκαετία ή προτιμάς να μην “οργανώνεσαι” τόσο μακροπρόθεσμα;

-Σας είπα ξανά για μια δομική αλητεία εντός μου. Κι όσο κι αν είναι ντροπιαστική στην ηλικία μου και όσο κι αν έκανα προσπάθειες να την μαζέψω και να την κάνω επιτυχημένη και αναγνωρισμένη και κυριλέ, αυτή κυριαρχεί άναρχα και αδιάφορα για συνέπειες σε επαγγελματισμούς και dead line. Να’ ναι καλά τα παιδιά μου καλά, ο άνδρας μου, η μάνουλα μου, ο αδελφός μου, τα ανίψια μου και στόχοι δεν υπάρχουν στη ζωή, ούτε βεβαιότητες, ούτε η πλήξη της καθημερινότητας, αλλά η πανούργα ανατίναξη της. Μόνο στα business plans παίζουν οι στόχοι. Για όποιον φυσικά πιστεύει ακόμα πως το σύστημα δεν έχει ζωστεί εκρηκτικά και αυτοκτονεί θεαματικά με έναν κρότο ή καλύτερα, ακόμα ανεπαίσθητα, όπως έλεγε ο Έλιοτ στο τέλος της Έρημης Χώρας: «Έτσι τελειώνει ο κόσμος: όχι με μια θεαματική έκρηξη αλλά με ένα λυγμό»… Ποιος ξέρει; Ποιος πιστεύει; Ίσως si και ίσως no…

Και μην ξεχνάτε κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα.
  • Φωτογραφίες: Γιάννης Βλασερός

  • Make up: Όλγα Σαρσαρίδη

  • Μαλλιά: Noni Mamageishvili

 

 

 


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΓλυκό ταψιού με χαλβά βανίλιας και μέλι
Επόμενο άρθροΣπυροπούλου: πριν και μετά τις πλαστικές