Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ “Ποιος μου πήρε τ’ όνειρο; ” – “Τι ώρα περνάει το καράβι;...

“Ποιος μου πήρε τ’ όνειρο; ” – “Τι ώρα περνάει το καράβι; ” – Ελλαδογραφία

Foto-Poster-Final

Σιώπα ανθρωπόμορφε! Όσο δαύτος μου πυρώνει την ψυχή, όσο τούτος ωσάν κουρέλι αποπνίγεται στο σιωπηρό διχτυ απ’ όπου κρέμονται οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των λησμονημένων απομαχόντων  της ταύτης μάταιης ζωής, όσο σκίζει τη σάρκα και σκάβει το σωθικό έως να αποφανεί η λάσπη της ματαίωσης όσων εχάθηκαν σε μια άβυσσο, όπου η εξόφθαλμη αλήθεια των ηττημένων αγνώστων στρατιωτών, ενταφιάστη, δεν μένει άλλο στον μοναχό που εχάθη παρά το παρελθόν να ξερνάτε  από τα ξεραμένα αφυδατωμένα χείλη του, και το μέλλον να θωρεί τούτος από τα μαυρόσκιασμένα του μάτια, τις κόρες βαθουλωμένες στο κενό.

«Ποιος μου πήρε τ’ όνειρο;», «Τι ώρα περνάει το καράβι;», «ποιος μου πήρε το όνειρο;», «Τι ώρα περνάει το καράβι; Τι…»

…και στου ύμνου τον “λήθαργο” πόνο και καημό, αναφύεται στο παραλήρημα μιας Ελλάδας φασκιωμένης στο δίχτυ, σε ένα επικήδειο με κεριά να φλογίζουν στα  φανάρια από γύρω, φύκια αποξηραμένα στο παγωμένο χώμα να ανεμοδέρνονται και ο γηραιός συλλέκτης να, να σκούζει με τη ποίηση του να συστέλλεται στο λαρύγγι του και μνήμες, επισκιαζόμενες εικόνες κατάρας, θανάτωσης, και ουδεμιάς επούλωσης περιπολούν στο θυμικό του και αναφωνεί, μνημονεύει και βοά: «Ψεύτες, προδότες ονείρων, αμόρφωτοι λιγδιάρηδες, ασελγήσατε πάνω μου»

Δαύτος ο κόμβος εκεί κάτω, ή στα αψηλά ιστάμενος άνθρωπος, μεταπηδά από το νεκρό χωρίο σε ζωντανό βασανιστήριο, μονοπράττει με λέξεις αποσυνθεμένες, με διηγήσεις που κόπτονται και εισβάλλουν στην ύστατη αφήγηση. Κρανία απόμειναν μονάχα από εκείνη, από τούτη την Ελλάδα. Σκουπίδια που κρύπτουν νεκροκεφαλές ονομάτων που κανείς δεν θυμάται, είναι ο ένας των τριακοσίων του Λεωνίδα που πολέμησε στις Θερμοπύλες, εχάθη την ύστερη ημέρα και θυμούται όλος ο κόσμος τον Λεωνίδα και τους ανόματους στρατιώτες. Δακρυρρόησε στο πλάνταγμα η συνείδηση του ανθρώπου που θωρεί τον Γιάννη Βούρο, τον ακούει και λέει τάχα μωράθηκε σαν εκείνους τους «ξέμπαρκους» στα σοκάκια με τα κουρελιασμένα ρούχα, τη μνήμη ξεθωριασμένη και τη ψυχή ξεπουλημένη για ένα κομμάτι ξεροκόμματο επιβίωσης. Ωσάν εκείνον που ξεφωνάει περισσές  «ανοησίες», τεράστια πορτραίτα νεκρών, με διαμελισμένα τα άκρα τους, τη ξεσκισμένη σάρκα, κεφάλι ξεριζωμένο, πεταμένο σε μια άκρη δίπλα από τον λόφο αποθαμένων αγωνιστών. Σε ποιαν Ελλάδα ξύπνησε ο γηραιός αυτός άνδρας; Σε μιαν Ελλάδα που βουλιάζει και αφήνει τις φούσκες της στις πετρελαιοκηλίδες του Σαρωνικού ή σε μιαν Ελλάδα που σαλεύει σε μιαν ξεδιάντροπη ιστορία με τους πιο αηδιαστικούς «συγγραφείς» της;

Ο Γιάννης Βούρος στο πρόσωπο του χρωμάτισε με τον ομορφόπλαστο λόγο του μια σκληρή πραγματικότητα, ομοίασε την Ελλάδα με νεκροταφείο, με δίχτυ, σε μια νεκρική όψη, όπως ακριβώς αποφαίνεται στην πραγματικότητα. Μονάχος του απόμεινε επί αρένως όταν όλοι είχαν φύγει, ο επιζόντας στρατιώτης που είχε την ευλογία να θυμάται και την κατάρα να τον ξεχάσουν. Στο ορθόν αυτής της αλληγορίας διαπότισε εμάς, τον ίδιο με όσα αδυνατούμε, δεν επιτρέπεται να ξεχάσουμε, γιατί η Ελλάδα κτίστηκε και παρέμεινε άλκιμα οικοδομημένη από θεμέλια κρανιών. Αν ξεχάσουμε το γεγονός θα ξεχάσουμε τον άνθρωπο, θα ξεχάσουμε τη θυσία, θα ξεχάσουμε τον ματωμένο βωμό που γράφονται τα ονόματά τους.

Κάποια στιγμή συγκαλύφθηκα με σιωπή και πικρία, κάποιοι δεν δάκρυζαν και δικαίωμά τους, κάποιοι ξεφυσούσαν για κάτι, από κάτι, κάποιοι κοιτούσαν την κινητή συσκευή τους, όμως, είδα εκείνους που αφέθηκαν σε αναφιλητά, που αποτροπιάστηκαν από τη σκληρότητα των λεγομένων και της κίνησης του Βούρου, που δεν ήταν λιγότερο ή περισσότερο  αντανακλώμενη στη κραυγή του πολέμου και τη σιωπή της «αρρώστιας», της αδικίας του τώρα. Κάποιοι έσφιγγαν σε γροθιές τα χέρια τους, τώρα με τον σουγιά καρφώνεται η αλήθεια και οι θεατές δάκρυσαν στην αδικία, δάκρυσαν στον αποτελματικό φόνο του τότε και στον καθυστερημένο του τώρα.

Να ήμουν από ένα παραθύρι να θωρώ τον Βούρο, πως αυτές η λέξεις έρεαν από τον νου του, από το στομάχι του που συσφιγγόταν, από την καρδιά του, από τον θυμό και την αγανάκτηση του, που πλάνταξαν στο χαρτί και έγινε μια Ελλάδα που κλαίει σαν μωρό. Έγραφε, έγραφε και ερμήνευε  και ήταν τόσο οξύ αυτό το ξεδίπλωμα και έδειχνε πως ο Έλληνας κάπου κάπου λησμονεί και θυμάται την εγκυκλοπαίδεια, ονόματα στρατιωτών, πολέμους, διχόνοιες, βασιλιάδες, μια Σμύρνη στη στάχτη, μια Μακεδονία αμφιλεγόμενη, την απώλεια, το άδικο που σε ξυπνά τα βράδια και όλα όσα θέλησαν πολλοί να πουν σε αναρίθμητα συγγράμματα, τα ομολογεί και τα καταφέρνει επάξια σε μια αναπαράσταση, σε ένα δράμα, να καθοδηγεί τον εαυτό του και μετά να ξεχνά την ίδια του την ύπαρξη στον χώρο και να επικεντρώνεται σε κάτι βαθύτερο και ευρύτερο. Αργές κινήσεις που έδιναν τόνο και ένταση, διακοπές βαριά φορτισμένες στο συναίσθημα, στα κενά του μονολόγου του.

Ο Μανώλης Ιωνάς στην εμβολή του σε αυτό το «Ελλαδογραφικό» ξέσπασμα στάθηκε να κατευθύνει τον κόμβο, τον γηραιό, ξεχασμένο στρατιώτη. Μεταμφίεσε τις λέξεις με μιαν εικόνα, σε πνοές και εκπνοές του Βούρου, όλη του η φαντασία και η παρομοιάζουσα με το έργο σκηνή φανερώθη τόσο μαεστρικά και ψηφιδωτά ψαγμένη και τοποθετημένη στο πλαίσιο αυτό. Να προάγει την κίνηση, τον λόγο, τη δράση και την αντίδραση, όλο το δρώμενο στην άμεση αποτύπωση που επεδίωκε, ή που στόχευσε να έρθει να κολληθεί συνειρμικά η εικόνα με τον αινιγματικό, αλλά ουσιώδες λόγο του Βούρου.

Άρτια παραβολή, μεταφορές και παρομοιώσεις που έδιναν χρώμα πέραν του σκηνικού. Αφυπνιστικό, δοτικό, με έναν πλούτο σύνθετων συναισθημάτων που ταλάντευε την ψυχή. Θαρρώ μια διδασκαλία εκτός ύλης, ανάμνηση, πατρίδα, αίμα, αξία, εκτίμηση, σεβασμός, αγάπη, θυμικό κι ένα επανορθωτικό, από εδώ και στο εξής, πόρευμα.

«Εγώ είμαι ο άγνωστος στρατιώτης»

 

Ελλαδογραφία

Συντελεστές

Κείμενο-Ερμηνεία|Γιάννης Βούρος
Σκηνοθεσία |Μανώλης Ιωνάς
Σκηνικά-Κοστούμια |Αντώνης Χαλκιάς
Φωτισμοί |Ελευθερία Ντεκώ
Ηχητικός σχεδιασμός|Κώστης Κόντος
Βοηθός σκηνοθέτη |Δόμνα Μπαρούνη
Φωτογραφίες |Αγγελική Κοκκοβέ
Γραφιστική επιμέλεια|Γιάννης Στιβανάκης
Επικοινωνία|Άντζυ Νομικού

Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:30

Είσοδος: 12 ευρώ

Προπώληση: 10 ευρώ

Διάρκεια παράσταση: 70’ χωρίς διάλειμμα

Τιμή εισιτήριου: 10€

Κρατήσεις: 210 3428650

Θέατρο Αλκμήνη

 

Διέυθυνση: Αλκμήνης 12

Περιοχή: Πετράλωνα

Τηλέφωνο: 210 3428650


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΠοιον σου θυμίζει; Είναι ο 11 μηνών γιος Έλληνα τραγουδιστή!
Επόμενο άρθρο48 πολύ σπάνιες φωτογραφίες της Αθήνας πριν το 1900