Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ “Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι” – «Οδός...

“Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι” – «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0»

Ακούω πως το ατσάλι χτυπά στην παγωμένη πέτρα του εδάφους, είναι τα καρποδέματά τους, είναι οι αλυσίδες που περιτυλίγουν τους αστραγάλους τους.

Ξαπλωμένοι στους σάκους των κουρελιών τους, στο κρύο και στην «αρρώστια», στις πληγές που “ακατάπαυστες αναγουλιάζουν” και ξερνούν το πικρό τους αίμα, το άοσμο, το άχρωμο, σπό τους κοχλίες μου διαπερνούνται κραυγές πληγωμένων “ζώων”, πλασμάτων ζωντανών και τότε έρχεται το ρίγος να “εξασθενήσει” στο δέρμα μου…

…Να σταθώ με τις κόρες των ματιών μου να βουρκώνουν και να χάνονται στην πλημμύρα των αλμυρών μου σταγόνων, ωσάν του Αιγαίου πελάγους που απόπνιξε με λύσσα τα παιδιά της, σε εκείνον τον άπλετο ωκεανό, που ξεζούμισε από τα σωθικά τους τον στερημένο αέρα, έστω πως ξεψύχησαν στα βάθη του νερού με την λευτεριά που δεν ονειρεύτηκαν, δεν ακούμπησαν με τα γυμνά τους πέλματα -πέραν της αλυσίδας που βάραινε, βάραινε την ετοιμοπαράδοτη στον θάνατο ψυχή τους- την πλάνη της στεριάς.

Στης σιγής τα βογγητά και το φούσκωμα του στέρνου των μικρών τούτων ανθρώπων από το δηλητήριο του πελάγους, ανακαλώ, και ωθούμε σε ένα προσκήνιο-παρασκήνιο με μια βάρκα να παραπαίει, δύο φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης της ΜακρονήσουΑναμορφωτήριο αντιφρονούντων της αριστεράς και λοιπών πολιτικών ή στρατιωτικών «ανυπάκουων» εν της αγέλης των κτήνων– και δύο οφθαλμοί να κοιτούν πέρα από το πέπλο, πέρα από τις ανοικοδομημένες κοτρόνες, όπου σκόνταφταν τα πουλιά στο πέταγμά τους, που έκρυβαν το “πορτοκαλί μακροβούτι του της φωτεινής σφαίρας”, του ηλίου, των λιαχτίδων, το τέλμα του κύματος, και στην αντάμωση μιας γυναίκας, της μητρός, της πατρίς, της γης, να σμίξουν με την ανθρωπότητα, να ξεδιψάσουν από γαλήνη και να αποκοιμηθούν με την καθαρότητα της ψυχής και την νοσηλεία της πολυβασανισμένης σάρκας τους.

Στην Μακρόνησο, χρονολογίας που άπτεται στο 1949, σε μια άγονη γη δεκαπέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, όπως ήταν άπαντες οι νύχτες του Γιωργή και του Παναή, σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι… Μονάχα τα ολοστρόγγυλα μάτια τους να θωρήσεις, τόσα και τόσα θα σου ειπούνε, για τα πολλά και τα λίγα μερόνυχτά τους, σε μια χειροπέδα αέναα σιδιροδέσμιοι, σαν να ήταν για εκείνους γραφτό να αποθάνουν μαζί, κι όμως, δεν ήταν, δεν ήταν, πέθαναν μονάχοι…

Ο Μενέλαος Λουντέμης σε μια αντανακλώμενη αυτοψία του βίου του σε έναν τόπο ξεδιψασμένο από το αίμα των κρατουμένων, όντας ο ίδιος κρατούμενος στ’ αναμορφωτήρια, αποδέσμευσε με τούτο το βιβλίο «Οδός Αβύσσου, αριθμός 0» την ψυχή του από εκείνον τον δυσοίωνο εφιάλτη, που είπε και ο Παναγής, θυμούμαι: «Είδα έναν εφιάλτη, μα πως βλέπω εφιάλτη αφού τον ζω; …», κάπως έτσι το είχε γράψει κι ο Λουντέμης, απεικόνισε και κατέγραψε τις βιαιοπραγίες εκείνων, έδωσε εικόνα, ψυχή και σάρκα σε όσα αηδιασμένος θώρησε, που να βγαζες τους οφθαλμούς σου και να ξερίζωνες τα αυτιά σου, σε τρύπαγε ανάμεσα στο στέρνο η οδύνη, κόλπωνε μέσα σου ο σπαραγμός και ο αποτροπιασμός σε εκείνη την αποκτήνωση. Ανάμεσα στην υπογραφή και την προδοσία των ηθικών τους πυλώνων, προτίμαγαν τον θάνατο.

Κάτω από τα σύρματα που έκαναν τα στήθη τους να σφυροκοπούν από έλεος, στο ξυλοκόπημα του θανάτου, στις σφαίρες που τρυπούσαν την σάρκα τους από τους βασανιστές, μάλλον πέθαιναν, όμως δεν παραδίδονταν, αυτόν τον ηρωισμό επικαλέστηκε ο Λουντέμης, αυτές τις θηριωδίες χρεώνει σε εκείνους ο σπουδαίος αυτός συγγραφεύς.

Την ημέρα που κυκλοφόρησε το βιβλίο, του αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια, τον κατηγόρησαν για «προπαρασκευαστικές πράξεις έσχατης προδοσίας», πως: «Θίγει την εύνοια του κράτους και κλονίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη στο κράτος», αστεία έννοια η τελευταία, την αποδίδει ως καταγγελία κάποιος που δεν έχει παρομοιάσει την έννοια της πραγματικότητας με εκείνην του λεξικού. Πέρασε μια σαρανταετία από τον θάνατό του και στο μνημονικό και την θερμή αγκάλη αυτού του έργου-βιώματος τραγικού, απλώνεται μια “σαβανοφορεμένη σκηνή”… Ας δούμε πως αναστενάζει το πνεύμα του καλλιτέχνη ολούθε, στις καρέκλες, στο σανίδι, μέσα τους, μέσα μας, έξω μας, παντού, ας τον τιμήσουμε όπως του αξίζει, όπως το δικαιούται – όχι τη λέξη αρμόζει.

Η αρχή του τέλους στιγματίστηκε, χαράχθηκε σε δαύτη τη σκηνή. Πίσω από ένα πέπλο, τέσσερις άνδρες, τρεις αθωότητες κι ένας προδότης. «Να είχα ένα τσιγάρο…» λέει ο Γιωργής. Τι θα τους κάνουν, που τους πηγαίνουν; Ακόμη δεν τους απαντούν, θα ειδούν τους λεν. Όποιος πάει εκεί, ή προδότης ξεπροβοδίζεται ή νεκρός. Μέχρι το δικό τους τέλος, αρνούνται να υποβάλλουν τις υπογραφές τους στις δηλώσεις μετάνοιας για τα φρονήματά τους. Οι μέρες περνούν, τους χτυπούν έχοντας τα βλέμματά τους στραμμένα στον χάρο. Ζουν σε συνθήκες αβίωτες για τα «σκυλιά», πόσο δε για τον άνθρωπο. Στρώνουν το διάβα της θάλασσας με μεγάλες κοτρόνες κάτω από τον πυρωμένο ήλιο. Οι χειροπέδες ματώνουν τους καρπούς τους, να ταν μόνον οι καρποί… Εκτός από βασανιστήριο και ξύλο; Μονάχα γράμματα λάμβανουν από εκείνους που δεν τους θωρούν ακόμη νεκρούς, ελπίζουν έστω σε αυτό.

Ο Χάρης Μαυρουδής και ο Δημήτρης Μαύρος, ο Παναής κι Γιωργής εναποθέτουν γράμματα, λέξεις του Λουντέμη, ενσαρκώνουν την ψυχή εκείνων των ανθρώπων, όσων σώθηκαν, όσων πέθαναν στη διαφυγή, όσων δεν ελευθερώθηκαν ποτέ. Είναι το φερέφωνο των κραυγών, είναι η ενσάρκωση ηρώων, των ελλήνων, μια ολόκληρης κοινωνίας, στο έγκλημα, στη ανθρωπότητα την ίδια. Είναι δύο εναρμονισμένες αλήθειες, άρτιες ερμηνείες, στον γλαφυρό λόγο, στον δυνατό παλμό τους, οι δύο ερμηνευτές, ο κάθε ένας με τη δική του προσωπογραφία στο έργο, το δικό του χρώμα, είχαν την ορθή κίνηση, είχαν την αντιλαβή που έδινε ροή και ώθηση στον διάλογο, στο ίδιο το έργο.

Πέραν τούτου, κατέβαλαν όλη τους την τέχνη, στην προσέγγιση δύσκολων καταστάσεων, βαρύγδουπων λέξεων, ήταν στα όρια και εκτός αυτών της ενδελεχείας του θεάτρου, ωσάν μια οικειοποίηση του θεατή, αν και δεν αποτελεί βίωμά τους αυτή η ιστορική αναβίωση γεγονότων, βλέπεις ξάφνου στα μάτια τους την λύπη, το τρωκτικό της αδικίας που κάτι σκαλίζει μέσα τους, και πονάει το σκάλισμα. Τουτέστιν οι ήρωες, οι άνθρωποι, οι πομποί, οι κόμβοι τούτοι, παρέδωσαν λύπη, αλήθεια, σεβασμό, τιμή, αξία κι όλα τα ιδανικά που αναζητεί ο θεατής και υπάρχουν μέσα του.

Ο Χριστόδουλος Στυλιανού, η προσωποποίηση της φιλίας, στην αγραμματοσύνη του(βάση του ρόλου) να εμβάλει την κωμωδία στο έργο, πράγμα που αλαφρώνει λίγο τις ψυχές μας από την σκληρότητα των δρώμενων. Είναι μια αγαθή μορφή, είναι εκείνος που χρησιμοποιεί το αξίωμά του για να απλώσει το χέρι του στους πεσμένους κι όχι να τους ξαπλώσει στο έδαφος δαρμένους: «Δεν θέλω μωρέ να σας διαλύσουν», η έκφραση αυτή δίνεται τόσο δυνατά, τόσο σκιρτά, που αναμειγνύονται αισθήματα, κι έτσι λίγο η τραγικότητα ηρεμεί και βλέπεις ένα χαμογελαστό ηλιοτρόπιο, κι αυτό το επιτυγχάνει ο Στυλιανός, σε μια ερμηνεία που σπάει τους τόνους, που αυτό, μόνο από κάποιον επιδέξιο θα ήταν πιθανό.

Ο Στέλιος Γεράνης, ο απόλυτος “κακός” και ο Νότης Παρασκευόπουλος, η έννοια της προδοσίας, ήταν οι ήρωες του έργου που ήρθαν να επιβεβαιώσουν την κτηνωδία του αναμορφωτηρίου στην Μακρόνησο. Ο δεύτερος δεν προβλεπόταν με βάση το βιβλίο του Λουντέμη, ήταν η επιλογή της Σοφίας Αδαμίδου να διασκευάσει το έργο και να προσθέσει πρόσωπα, δίχως να αλλάξει την γνησιότητα του συγγραφέα. Mε λεπτές λεπτές αποχρώσεις, φαντασία και εξέλιξη στο έργο του Λουντέμη έχουμε αυτό το αξιόλογο αποτέλεσμα.

Λοιπόν, οι δύο οι ηθοποιοί που ενδυναμώνουν το κακό βρίσκονται εκεί για να εικονοποιήσουν τ’ άγρια ένστικτα εκείνων των στρατιωτικών, του διοικητή, εκείνου που επωφελείται από το χρήμα της υπογραφής, από τον πόνο και την ελεημοσύνη που ζητά ο «υπόδουλος». Υποκριτικά διείσδυσαν στον κορμό του ρόλου, ο ένας ολιγομίλητος, όμως, αποδοτικός, όπως αισθαντικός ήταν ο “δυνάστης”, στο πλαίσιο του έργου, Στέλιος Γεράνης.

Από τις λέξεις στην ολοζώντανη μορφή του το έργο, αυτό αποδίδεται στο κέντημα της σκηνοθέτη Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, η οποία με κάθε λεπτομέρεια, με κάθε χειρουργική ματιά ώθησε την κίνηση, την ένταση ή την ήπια μορφή που αναλογούσε στους τόνους των ηθοποιών, ήταν οδηγός, έδωσε «υλική» υπόσταση στο σενάριο, με ένα υπόβαθρο που πάνω του έραψε και κομπόδεσε ένα όμορφο πλεκτό, ένα θεατό με αλλεπάλληλα συναισθήματα.

Ο ήχος, τα φώτα, τα κουστούμια, η αντιφατική ένδυση με τις στρατιωτικές στολές και τα κουρέλια των κρατουμένων, το σκηνικό, με τις κοτρόνες περιμετρικά, με τα σκεπάσματα στο πάτωμα, και η απόλυτη αριστοτεχνία! H βάρκα που καλπάζει στα κύματα πίσω από το πέπλο. Τα βοηθητικά κινηματογραφικά αποσπάσματα που δίνουν την πραγματική αίσθηση της θάλασσας, αυτά όλα συμβάλουν στην ολοκληρωτική επισκόπηση της παράστασης, όμως, και η μελωδία και ο ήχος κούμπωναν την σφαιρική όψη του έργου.

«Οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν» σε «Οδό ανθρώπου, αριθμό ένα», μια παλινδρόμηση αισθήσεων και συναισθημάτων. Ένα έργο που αναβλύζει από την αλήθεια. Αποχωρώντας από το θέατρο Olvio, έβλεπα δύο κυρίες που τα μάτια τους αόρατα πίσω από το δάκρυ, ήταν σαν μιαν ομολογία-απόδειξη για την ουσία της παράστασης. Στον δρόμο, όπως επιτάχυνα τα βήματά μου επειδή η βροχή έπεφτε ορμητικά, άκουγα τα πολλαπλά και πολυσύνθετα αισθήματα και βιώματα των θεατών, δίχως να ρωτήσω, από αυτή τη παράσταση, και τότε σαν αναλαμπή σκέφτηκα πως: “Δεν είδα αυτό, είδα το υπόστεγο, είδα τα θεμέλια, είδα το έγκατο, είδα εκείνο που απλώνεται και αποπνέεται από παντού, είδα: Το αδικημένο μου παρελθόν να πλαντάζει στις λευκές σελίδες του παρόντος“.

Τι είπε ο «κατηγορούμενος» Γιώργης στην αίθουσα του Στρατοδικείου, όταν εκείνος σώθηκε από τον πνιγμό, αφήνοντας τον φίλο του Παναή στον πάτο της θάλασσας; «Όχι, κ. Στρατοδίκα, δεν θα επιστρέψω στο ετοιμόρροπο σπίτι σας που τόσο άσκημα κάνετε αν το λέτε ‘Πατρίδα’. Δεν θα επιστρέψω ούτε με το γλυκό σας ύφος, που τόσο αδέξια ηχεί στα χείλη σας. Δεν θα επιστρέψω σ’ ένα σπίτι που τας θεμέλια και το κατώι του πλημμύρισαν από αίματα. Πατρίδα είναι εκείνο που για χάρη του θυσιάζονται οι άνθρωποι και όχι εκείνο που για χάρη του σκοτώνουν…».

Συντελεστές:

Θεατρική διασκευή: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνοθεσία: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Σκηνικά: Ντέιβιντ Νεγρίν
Σχεδιασμός φωτισμού: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Κοστούμια: Μαρία Παπαδοπούλου
Sound Design: Μανώλης Μανουσάκης
Κίνηση: Στέφανι Τσάκωνα
Βοηθός σκηνοθέτη: Καλλιόπη Καραμάνη
Σκηνοθεσία Video: Γιώργος Κορδέλλας
Video art cinematography: Δημήτρης Ζόγκας, Παναγιώτης Ανδρεαδάκης
Φωτογραφία: Γιάννης Πρίφτης

Τους ρόλους ερμηνεύουν με σειρά εμφάνισης: Χάρης Μαυρουδής, Δημήτρης Μαύρος, Χριστόδουλος Στυλιανού, Νότης Παρασκευόπουλος, Στέλιος Γεράνης

Διάρκεια: 100 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Ημέρες & ώρες παραστάσεων:

Παρασκευή 21:00, Σάββατο: 19:15, Κυριακή 18:00

Τιμές εισιτηρίων: 15€ κανονικό10€ μειωμένο και 5€ ανέργων-ατέλειες

Olvio Theater – Φαλαισίoυ 7 – Γκάζι

Τηλ: 2103414118


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροSurvivor 2: Δείτε ποιος αποχώρησε από τον Άγιο Δομίνικο
Επόμενο άρθροΟ εργολάβος τοποθέτησε πλάκες μαρμάρου στο πεζοδρόμιο στο Ηράκλειο αλλά…