Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Review: Η περιθωριοποίηση και ο διωγμός του “ξένου” διατηρεί καθαρή την ανθρωπότητα...

Review: Η περιθωριοποίηση και ο διωγμός του “ξένου” διατηρεί καθαρή την ανθρωπότητα ; – Η “Βρωμιά” του Robert Schneider

2387071

Πίσω από τα γκρίζα τούβλα του δωματίου υπάρχει ζωή; Τι χρώμα είναι ο άνθρωπος; Ή σε ποια μπογιά βυθίζεται το δέρμα του; Αν το μαύρο ήταν μαρκαδόρος γιατί όλοι φοβούνται το σκοτάδι που χαράζει στις λευκές σελίδες;

Φοβάται, το σώμα του συσπάται σα το ψάρι που κουνά το ένα του πτερύγιο, σακατεμένο από τις πέτρες που πετούν οι άνθρωποι στα νερά του.

Ορθάνοιχτα χείλη, κάτι λέει ή ρουφάει τις τελευταίες στάλες της επουσιώδης ζωής, έχει το δικαίωμα; Να φωνάξει;  Οι άνθρωποι στα παγκάκια θα τον ακούσουν ή θα αηδιάσουν από τη δυσοσμία, τη «βρωμιά» του «νόθου» γιου της φύσης;

Είναι το απόκληρο παιδί που γεννήθηκε για να πταιει, έστω έτσι λεν. Για όλα τα κακά, για όλα τα εγκλήματα, τα πάθη, τα λάθη των ανθρώπων, την καταστροφή, την αρρώστια, ποιος άλλος, από τον ξένο μπορεί να είναι ο «ηθικός αυτουργός»;

Ένα χαρτόνι απλωμένο στο παγωμένο πέτρινο, ακανθώδες έδαφος. Χαρτόκουτο: της φαντασίας παρμένο μαξιλάρι. Τριαντάφυλλα, κόκκινα ροδοπέταλα, «δεν μυρίζουν τίποτα» λέν οι άνθρωποι, οι λευκοί δικαιούχοι κάθε ζωής πνοή. Κόκκινος ανθός για άσπρα δέρματα. Μια καρέκλα, μια θέση στον κόσμο που δεν την είχε ποτέ, ούτε κουλουριασμένο, ούτε μισό δεν έχει τούτος ο πλανήτης χώρο να τον «κυοφορήσει».

Ευωδία λιωμένων κεριών. Υγρό της φλόγας που στάζει για κάθε πίκρα, για κάθε έγκαυμα της ψυχής, του κόσμου που τον ξέβρασε σε ένα υπόγειο, σε μια τρύπα πάνω από τα θεμέλια μιας φυλακής. Τον λένε Σαντ, κάποιος είπε πως τ’ όνομά του σημαίνει λυπημένος. Είναι; Κι αν λέει πως τα δάκρυα δεν κυλούν επειδή κλαίει για τη μαμά του, για την ανθρωπότητα, τον πιστεύω; Λέει αλήθεια στον εαυτό του; Ο Σαντ είναι λυπημένος. Έστω, μονάχα σε αυτό έχει το δικαίωμα, στη μιζέρια και στον βασανισμό μιας ψυχής σκεπασμένης στην άμμο.

Είναι πλανόδιος. Ένας αέρας τον έσυρε στην Γερμανία. Στη Συρία δεν του άρεσε, έβρεχε μαύρες σφαίρες μπαρουτιού και εκρηκτικά, που είτε έσκαγαν σιμά στους λόφους των διαμελισμένων πτωμάτων είτε στον αέρα, τάχα ως βεγγαλικά που σκοτώνουν.

Τι όμορφη που είναι η λέξη «Λάικα», «λάικα». Ήταν μια εύηχη λέξη, μονάχα για εκείνη αγάπησε την γερμανική λογοτεχνία, «Λάικα», «Λάικα». «Με λένε Σαντ και είμαι 30 χρονών». Ξεχνάει τα λόγια που είπε, είναι σημαντικά γιατί μόνο για εκείνον μπορεί να λέει, σάμπως ξέρει κάποιου άλλου την ιστορία (;) Θυμάται… πουλούσε λουλούδια. Όταν όλοι του τσάκιζαν τον ώμο από την βιασύνη, είδε έναν άνθρωπο που του χαμογέλασε. Πρώτη φορά χαμογελούν στον Σαντ, γιατί κάποιος να τον συμπαθήσει; «Όχι, μην χαμογελάτε σε εκείνον…».

Οι άνθρωποι στα παγκάκια ένιωσαν ποτέ μοναξιά; Πως είναι να μιλάς και η φωνή να γυρνά σε σένα; Πως είναι να φοβάσαι να αγγίξεις τις βιτρίνες των πεζόδρομων γιατί είσαι ξένος και αφήνεις δαχτυλιές; Να μην κάθεσαι στο μετρό γιατί βρωμίζεις τα καθίσματα… Οι άνθρωποι με το λευκό δέρμα έχουν περπατήσει φοβούμενοι τις πατημασιές τους; Να μην αφήνουν αέρα από το στόμα γιατί μολύνουν τον αιθέρα; Ο Σαντ δεν ζητά τίποτα, θέλει μόνο να μιλήσει σε κάποιον, να κάτσει σε ένα παγκάκι –όχι πως έχει το δικαίωμα, ορκίζεται πως δεν έχει καθίσει ποτέ. Στέκει εκεί. Τον θωρούν και δεν τον θωρούν.

«Έχει μαχαίρι στο σακίδιό του…» λεν και τρέχουν οι «άνθρωποι». «Όποιος έχει γερμανικό όνομα μπορεί να κάτσει σε παγκάκι…» σκέφτεται και σκοτεινιάζει το πρόσωπό του. Τι αποζητούν αυτές οι λέξεις που αναβλύζουν από τη μαραμένη του καρδιά;

Ξάφνου λυσσά, κείτεται σα το σκυλί στο πάτωμα, συσπάται το σώμα του, διαστέλλονται οι κόρες των ματιών του, θα ξεβγάλει από το στομάχι τι βρώμα που μουχλιάζει τα όργανά μέσα του. Με ένα φύσημα η φωτιά γίνεται καπνός, στάχτη που απόμεινε από τη χώρα του. Εκεί ήταν κινούμενο έρμαιο της μοίρας του. Εδώ απλώς ένα άμοιρο πλάσμα.

Το σημείο έναρξης αποτελεί και σημείο κατάλυσης, ένας μονόλογος που μπορείς να τον αναποδογυρίσεις, το ίδιο κακό βιώνει ο ήρωας, δεν διαπερνά ήλιος από το παραθυράκι του, δεν φωτίζεται η ζωή του, δεν άλλαξε ποτέ τίποτα.

Ο Κωνσταντίνος Φάμης βουτά στα άδυτα του ήρωα Σάντ, σκεπάζει το σώμα του, τη ψυχή και το πνεύμα του με το «λευκό σεντόνι» όπου έγραφε ο Robert Schneider. Ένα θεατρικό έργο που τρυπά με τη μυτερή του πένα την πραγματικότητα που δεν ματώνει, γιατί όλα δείχνουν, τάχα, να επουλώνονται, τα ξεχνάμε, τα λησμονούμε, τα πετάμε. Τόσο ενσυναίσθητη προσαρμογή στον ρόλο, ο ηθοποιός εκφράζει τον ψυχισμό του χαρακτήρα με τον πιο ομοιόμορφο και άρτιο τρόπο. Με συγκρούσεις του εαυτού, που πότε ήταν ήπιες και πότε έντονες, εξισορρόπησε τον σαρκασμό, τον παραλογισμό, την ειρωνεία με την ειλικρίνεια και την σοβαρότητα, που είναι χρηστικές τεχνοτροπίες για την απόδοση του ρόλου.  Ο ηθοποιός σύρθηκε, βίωσε ακραία συναισθήματα τα οποία προέκυπταν από τις σκουρόχρωμες εικόνες που είχε χαραγμένες εκεί δα, στο στέρνο του και τον ταλάνιζαν, τον έσφαζαν. Θέτοντας έναν στόχο, τον βασανισμό και ύστερα την κάθαρση, με την ορθότητα και τη βούληση του Φάμη, ο θεατής προσηλώθηκε, ίσως, στην ερμηνεία, στην ιστορία που κουβαλούσε ο ήρωας, καθώς, και το άγγελμα που έφερνε για να βροντοφωνάξει, να ακουστεί, ακόμη κι αν οι κραυγές του κάνουν μονάχα εκκωφαντικούς ήχους.

Ο Robert Schneider «επιτέλεσε» ένα καθήκον με αυτό του το έργο. Με αντιφάσεις που ο ήρωας δεν πίστευε τη στιγμή που τις ξέβγαζε από τα χείλη του, έδινε με τις λέξεις του και τις έντονες, βαριές του εκφράσεις του την αίσθηση του άδικου-δικαίου. Έθιξε την μετανάστευση, τα σφραγισμένα σύνορα, τον θάνατο, τον ρατσισμό, τις φοβίες, την ματαίωση, την ανασφάλεια των αιώνιων περιπλανούμενων… «Καδράρισε» την ανθρωπιά και τη κτηνωδία, την θρησκεία, την πολιτική, την κοινωνική απέχθεια και όσα τοξικά αλλά και θετικά ερεθίσματα δέχεται ο «άλλος», ο «ξένος». Γιατί να πει κανείς πως δοκιμάζει ακρότητες, όταν οι υβριστικές διαθέσεις των ανθρώπων βρίσκονται πίσω από χαρακτηρισμούς όπως: δολοφόνε, βρωμιάρη, εγκληματία, άχρηστε (;)

Κοιτώντας τούτο το έργο η σκηνοθέτιδα Κατερίνα Πολυχρονοπούλου τρύπησε, σκάλισε τον κορμό του και προσέγγισε την κίνηση και την αντίδραση του ηθοποιού με ένα ύφος που ήταν σημαίνον για όλη την έκβαση της παράστασης. Επικεντρωμένη στον μονόλογο που έπρεπε να μεταλλάζει με χρώματα του ψυχισμού, συναισθήματα και εναλλαγές στην έκφραση και τη δοτική βολή του Φάμη, όδευσε προς ένα αξιόλογο και ολοκληρωμένο από κάθε πλευρά και κάθε πτυχή αποτέλεσμα.

Για κάποιον λόγο, ή μάλλον για τον λόγο αισθάνεσαι τόσο βαθιά τον στοχασμό και το πνεύμα του ήρωα. Σου υπενθυμίζει πόσα κοιτάς, αλλά από επιλογή δε βλέπεις, δεν θες να δεις. Ποια ιστορία κρύβει ο “ξένος”; Από ποια μονοπάτια διάβηκε; Ποιους είδε; Ποιος του έκανε τους μώλωπες αυτούς; Ποιος του έσπασε τα κόκκαλα;  Ποιος του έσβησε το κερί της ζωής;

Δεν είναι ένας, είναι το πρόσωπο των πολλών. Όσων χάθηκαν στην θάλασσα, όσων έφυγαν για να τους δει κι εκείνους η μοίρα, όσων δεν είδαν στεριά για να φιλήσουν, παρά με χώμα του έκλεισαν το στόμα. Τι έχει να φοβηθεί ο ντόπιος από τον “ξένο”; Τίποτα! Σε αυτό το τίποτα ο ήρωας, ο συγγραφέας, ο ηθοποιός, ο ηχολήπτης, ο φωτιστής, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, όλοι, με τη δική τους μετοχή προσέφεραν ένα μήνυμα από πολλές όψεις, εικόνες, στιγμές. Με την ιστορία του Σαντ ξεβράζονται ομολογίες πολλών ανθρώπων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στον δρόμο, που είναι και ο Σαντ εκεί, που καθαρίζουν τα βρώμικα τζάμια των αυτοκινήτων, που πωλούν λογής αντικείμενα, κάποιοι πωλούν και την ίδια τους τη ψυχή για να μην πεθάνουν από το κρύο και την πείνα τα παιδιά τους. Και όχι, αυτό το μήνυμα έλαβα, όχι, δεν είναι σκληρή η πραγματικότητα, εμείς την ακονίζουμε και μας γδέρνει.

Ο Σαντ δεν θα ήταν λυπημένος. Θα μπορούσε να διαβάζει όσα βιβλία λαχταρά. Να βλέπει τη μαμά του, να κάθεται στα παγκάκια με τους άλλους ανθρώπους. Να ακουμπά τις βιτρίνες, να ερωτεύεται, να γελά δίχως ήχο, να κοιτά τους ανθρώπους και να τους χαμογελά, να τους καλημερίζει, να μπαίνει στο μετρό, στο λεωφορείο, τα ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ.  Αυτή, το λέω, αυτή ήταν η κάθαρση του ήρωα, να ονειρεύεται, κι όσο ο ηθοποιός υποκλίνεται, κάπου κάπου στον κόσμο γράφεται η αίσια ιστορία του.

«Βρωμιά» του  Robert  Schneider

Συντελεστές

Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου

Σκηνοθεσία: Κατερίνα Πολυχρονοπούλου

Σκηνικό/κουστούμι: Παναγιώτα Κοκκορού

Σχεδιασμός αφίσας: Κάρολος Πορφύρης

Φωτογραφία αφίσας: Γιώργος Γιαννίμπας

Στον ρόλο του Σαντ, ο  Κωνσταντίνος Φάμης

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

Από 7 έως 29 Μαρτίου (8 παραστάσεις)

Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη, στις 21.00

Τιμές εισιτηρίων

Γενική Είσοδος: 10€

Μειωμένο: 8€

Ατέλειες: 5€ (με το πρόγραμμα της παράστασης)

Διάρκεια παράστασης

70 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Θέατρο «Σταθμός»

Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα

Τηλ. 211 4036322


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΗ επιτυχημένη παράσταση «Στέλιος Καζαντζίδης-Η ζωή του όλη», ρίχνει αυλαία 1η Απριλίου στο «ΘΕΑΤΡΟΝ» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος»
Επόμενο άρθροΟ 19χρονος που έχει έναν ζωολογικό κήπο στο… στόμα του – Μιμείται τους ήχους 50 ζώων (βίντεο)