Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Ένα έργο για τον εγκλωβισμένο και καταπισμένο άνθρωπο – “Ο Καραφλομπέκατσος και...

Ένα έργο για τον εγκλωβισμένο και καταπισμένο άνθρωπο – “Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα”

L.Kitsopoulou5©N.Pantazaras

Με τα πέλματά τους ν’ ακουμπούν το παγωμένο ξύλο της σκηνής, οι δύο μάταιοι τούτοι άνθρωποι παλεύουν με τις εναπομείνασες πνοές τους.

Ένας άνδρας ολόγυμνος αιωρείται στο κενό του, σε ένα κουτί που λιώνουν οι τοίχοι του, χαράζονται, κι από τις οπές των χαραγμάτων, ένας ζοφερός θόλος αποφαίνεται, άχρωμος, δίχως παροχή οξυγόνου, που πνίγει έναν άνθρωπο που εχάθη στης μοναξιάς και της ανυπαρξίας το κατάλοιπο, το άσημο κατασκέπασμα που κάλυψε τη ζωή του…

Εκείνοι, με ένα ξερνοβολητό, είδαν μια ψυχή να πάλλεται στα γυμνά τους γόνατα, άμοιρη.

Φώναζαν σε έναν υπόκωφο, μουσικό βυθό. Κανείς δε τους άκουγε, κανείς. Κάποιοι θωρούσαν τον απεγνωσμένο και παράπαιαν στις σκέψεις πως θα κείτεται νεκρός, αποτελειωμένος, μίζερος ανθρωπάκος, στη δαιδαλώδη άσφαλτο, και στην ελπίδα, στη δύναμη και στο ποθητό πως η θηλή που τον θωρεί στην απέναντι, διαχωριστική όχθη, υπό τους απόμακρους, σχεδόν παραληρηματικούς, ήχους του Μπαχ, θα τον έσωζε από την μόνωσή του. Ένα σπίτι κι ένα κλουβί, ένας τοίχος κι ένα ατσάλι. Φοβήθηκε το σκυθρωπό ανθρωπάκι, που έχασε στον διάβα του τη μορφή, τον σκοπό, την όψη του και αγκιστρωνόταν στην νάρκη που του προσέδιδε η δυστυχία του, μια απτή μελαγχολία. Λίγο ακόμη, να πάψει να πνέει και τούτη η νότα, ύστερα, ύστερα θα προσδεθεί εκεί, στο διαχωριστικό των κάγκελων του μπαλκονιού, ένας μαέστρος θα κινεί τη μελωδία της αδιαπότιστης ψυχής του, τα χέρια του με ευελιξία και δεξιοτεχνία θα κατευθύνουν τον ναρκωμένο άνθρωπο που νιώθει νόθος πια, της ανθρωπότητας ο άκληρος γιος. Θα βουτήξει; Θα βυθιστεί στην λιωμένη άσφαλτο; Θα δώσει ένα τέλος στο μαρτυρικό του αδιέξοδο;

kitsopoulou-new
Φωτ.: Νίκος Πανταζάρας

Με μια λεπίδα κόβει τα μαλλιά της, ξηλώνει το δέρμα της κι από το αίμα που υπερχειλίζει χρωματίζει τα σαρκώδη χείλη της, η Σπυριδούλα, έτσι την ονόμασε. Όλοι γελούν, ανοίγουν τα τεράστια στόματά τους που μοιάζουν με σπηλιές. Γελούν με τον εξαντλημένο, με τον παρωδό, που τους λέει: «Ναι, είμαι γκέι», μολονότι το λέει και ψυχορραγεί, περιπαίζουν σαν ελεεινοί δυνάστες  τα όλο βαθυσήμαντα, για εκείνη, λεγόμενά της. Μοιρολογεί, δεν τραγουδά, δεν κελαηδά για τη δοξασμένη της ειδυλλιακή ζωή, αλλά για την αδόξαστη κατάντια της. Άτιμοι, ναι, άτιμοι εκείνοι που τον έρωτα κατονόμασαν, θαρρούν ό, τι ασύμβατο πως είναι και αφύσικο… Μια οικογένεια απόλυτη, αυστηρή και αυταρχική με απολιθωμένες και μουχλιασμένες αρχές, υπογράφει την καταδίκη του παιδιού της, μονάχα με έναν παραγκωνισμό, όταν εκείνος-η μιλούσε.

2393586
Φωτ.: Νίκος Πανταζάρας

Μια δίκοπη, τεμαχισμένη θεατρική παραβολή. Δύο θλιμμένες όψεις, λίγο πριν… το τέλος ή την αδόκητη αρχή; Ο «Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα» είναι δυο φιγούρες που ενσαρκώνονται στο θεατρικό δοκάρι από τη συλλογή διηγημάτων «Το μάτι του ψαριού» της Λένας Κιτσοπούλου. Δύο άνθρωποι που βιώνουν την καταλυτική πράξη που προκύπτει από το κυνήγι, απλά, της ευτυχίας, του έρωτα, της κοινωνικής αποδοχής, της γαλήνης… Στην Τέχνη του τραγουδιού και της μουσικής, οι δυο τους θα πλέξουν τις γλυκόπικρες ατενίσεις τους στο παρελθόν και στο μετέωρο και ουδέτερο παρόν. Εκείνος θ’ ακουμπήσει τα τραχιά του δάχτυλα στο ασπρόμαυρο στρώμα των πλήκτρων κι εκείνο με τη σειρά του θα εκπνεύσει νότες που άφησε να περιπλανηθούν στους αιώνες ο Μπάχ. Η «Σπυριδούλα», που τη πνίγει το σώμα του Γιώργου, θα τραγουδήσει σε ένα καμπαρέ την πικρία που όλο και βαθαίνει στο εσώτερο σπασμένο κέλυφος όπου κατοικεί η ψυχή της. Ένα παραλήρημα του ήχου, των στίχων, των μονόλογων και αυτών των πεσιμιστικών εκφράσεων και λόγων…

Ο «Καραφλομπέκατσος», σε μια εναρμόνιση της αφήγησης του χωρισμού του και των νότων που υπόκωφα ακούονται από την ερμηνεία του στο μουσικό κουτί -πιάνο-, μόλις έχει εγκατασταθεί στο καινούργιο σπίτι, που είναι ένα “ενυδρείο”, και περιφέρεται από το πιάνο στον μπιντέ κι από τον μπιντέ στο πιάνο. Εκεί κάθεται και περισυλλέγει τα θρυμματισμένα του κομμάτια από έναν χωρισμό που τον αποτελμάτωσε ψυχικά. Δεν έχει τη δύναμη ν’ αδειάσει τις κούτες και να ταξινομήσει τα βιβλία του, τα ρούχα του και τα λιγοστά-φτωχικά έπιπλά του, κάτι του λέει πως δεν θα το κάνει ποτέ, όχι από αδημονία, αλλά από μια εμβόλιμη, αδόκητη πράξη στο μπαλκόνι του σπιτιού του, μια αλόγιστη σκέψη, η λύτρωση. Είναι ένας μουσικός που αγαπά, θαυμάζει και καδράρει ως πρότυπο των συνθέτη και πιανίστα Μπαχ. Στο παραλήρημά του θα ακροβατήσει σ’ ένα σχοινί απ’ όπου θα παραπαίει κάπου κάπου στο έλλογο της παρούσας κατάστασης, τη μετακόμιση, την τοποθέτηση των επίπλων και των αντικειμένων του, και στο άλογο, που είναι η παρεκτροπή με τις εκδικητικές τάσεις στο πρόσωπο της πρώην γυναίκας του, να παλινδρομούν τα συναισθήματά του και ύστερα να την αγαπάει και να τη ζητά, να την εκλιπαρεί να επιστρέψει πίσω, έστω να πάει εκείνος σε αυτή…

20171228stefanossamios6253-edit-edit-edit-edit-edit-edit
Φωτ.: Στέφανος Σάμιος

Παροξυσμό του ψυχισμού προκάλεσε η εναπόθεση της Σπυριδούλας. Κάποιος θα έπλεκε τη παρωδία της με δράμα ή μια τραγωδία, όμως, ίσως ήταν εξαρχής μια περίλυπη παραβολή. Η Σπυριδούλα είναι ένα επινοημένο όνομα από τον Γιώργο. Ο Γιώργος είναι ομοφυλόφιλος, ερωτευμένος, απογοητευμένος και απελπισμένος από τον κύριο Άρη, τον κατά πολύ μεγάλο, ηλικιακά, φίλο του αυταρχικού και αυστηρού, παλαιολιθικών απόψεων, πατέρα του, που είναι συνταξιούχος στρατιωτικός, οπότε καταλαβαίνει κανείς την καταπίεση που δεχόταν ο Γιώργος, ο οποίος ποτέ δεν αποτόλμησε να εκφραστεί «ελεύθερα» και να πει πως «Ναι, είμαι ομοφυλόφιλος» και όταν το είπε, τελικά, τον ταπείνωσαν. Περιστρέφεται γύρω στη σκηνή, ξεδιπλώνει το θεατρικό σανίδι με κρυμμένες, προεκτεινόμενες σκηνές που μας περιάγουν σε έναν άλλο χωροχρόνο όπως είναι το υπνοδωμάτιο, ένα καμαρίνι, μια πρόσκληση γάμου, και τη τελευταία σκηνή, πράξη και ανάμνηση της ζωής του, το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι με την οικογένειά του. Η μόνη δύναμη του είναι η απόφαση: αν τελικά θα ζήσει ή… όντως δεν θα ξαναβιώσει πρωτοχρονιά με την ανιαρή οικογένειά του, τους ανθρώπους με τις παρωπίδες, τους απόλυτους  και υποτονικούς, που η μαμά είναι του αέναη δούλα του πατέρα του, η αδελφή του μια δυστυχισμένη, βουρκωμένη μορφή πίσω από ένα αποτυχημένο γάμο και άπιστο άνδρα και ο ίδιος-α, τι; που είναι;

Μπορεί να παραμείνει για λίγο ανέκφραστο αυτό που θέλω να πω; Η σιωπή μου απλώθηκε στο θορυβώδες κοινό, με τους ακατάπαυστους παλαμόκροτους… Αγκυλώθηκε, προσκολλήθηκε το σώμα και η ψυχή στη τελευταία λέξη και συλλαβή της ηρωίδας. Γιατί; Κανείς, σε τούτη τη κωμωδία, δεν προϊδέασε για το τέλος, με ένα σημάδι, με ένα υπονοούμενο, ένα σύμβολο, μια προοικονομία… «Αυτή ήταν η τελευταία πρωτοχρονιά με την οικογένειά της γιατί μετά…» αυτές οι λέξεις περιστρέφονταν στον εναέριο, αόριστο χώρο του θεάτρου Σταθμός. Και ύστερα; Τι απόγινε ο «Καραφλομπέκατσος»; τον οποίο αφήσαμε να κρέμεται με το ένα χέρι στο μπαλκόνι; Ποιο τέλος έχουν αυτοί οι άνθρωποι;

Η Λένα Κιτσοπούλου, με σπασμένη πένα έγραψε αυτό το έργο, γιατί με το μελάνι που περιχύθηκε στο λευκό χαρτί σκιαγραφήθηκαν σοφές και βαθυσήμαντες σοφίες της ζωής. Σοφίες που γεννιούνται από τον πόνο, από τη μοναξιά, από την ουδετερότητα της κοινωνίας απέναντι σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ένα ατέρμονο αδιέξοδο. Πώς οι άνθρωποι εγκλωβίζονται στο ανέκφραστο, στον φόβο, στη μόνωση… Η μη αποδοχή του διαφορετικού, η εγκατάλειψη, αυτά, κι όσα πήγασαν από τη ψυχή και τους λογισμούς της Λένας, εναποτέθηκαν στον θεατρικό ιστό και τούτοι οι ήρωες, οι ηθοποιοί περικυκλώθηκαν και αφέθηκαν με τις πνοές των ρόλων τους, απλά, διαχυτικά…

mark_2015_4_30_19_35_33_b

Η κίνηση, η δράση και η αντίδραση, τα ολότελα ενσαρκωμένα διηγήματα-μονόπρακτα της Λένας, είχαν τη ματιά και τη φαντασία του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Μάρκελλου. Εκείνος ζωγράφισε στη σκηνή την κίνηση των μορφών, των ηθοποιών, την εναλλαγή των εκφράσεων και την απόδοση μιας πληθώρας ηχοχρωμάτων και εικόνων. Με ενατένιση σκηνοθέτησε και έραψε, μαζί με τους ηθοποιούς, αυτό το βαθυσήμαντο και πολύπτυχο υφαντό.

Ένα σκηνικό αναπαραστατικό, τρισδιάστατο, που ενάλλασσε τις σκηνές, που προάγει τη φαντασία και έδιναν ορατή αληθοφάνεια στις όποιες εικόνες.

Οι ηθοποιοί, οι ηθοποιοί… Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Ελένη Στεργίου χάραξαν κάτι στο εσώτερο, τον ψυχισμό του θεατή. Τον συγκίνησε, του έδωσε χαρά, με τη κωμωδία του φώναξε: «γέλα», με τον οξύ λόγο τους, τον παρωδιακό, τον αστείο, η επικοινωνία κι εκτός σεναρίου με τους θεατές, η επαφή και η οικειότητα, η μεταφορά των όποιων μηνυμάτων και συναισθημάτων με έναν παραστατικό και ενσυναίσθητο τρόπο, ήταν χρηστικά και αποδοτικά.

Ένα “καλοκουρδισμένο τέλος. Ο Γιώργος (Σπυριδούλα) έσκισε τη σάρκα του, ξεγυμνώθηκε κι απόμεινε στον κόμβο της σκηνής με ένα ανδρικό, ξεχειλωμένο εσώρουχο. Ο «Καραφλομπέκατσος» δεν έπαιξε ποτέ τις τελευταίες νότες του Μπαχ… ένα ρεσιτάλ που έδωσε μόνος του, στη σιωπή των περαστικών εικόνων: του μαέστρου του που άξαφνα χάθηκε στον ορίζοντα, την ασάλευτη γυναίκα του στην απέναντι πολυκατοικία και… ο κόσμος, εκείνος που γιουχάρει από κάτω, το πλήθος που ζητωκραυγάζει ή φοβάται άλλον έναν που αποπειράται ν’ αυτοκτονήσει.

Που φτάνουμε ύστερα από άπειρα μηχανικά βήματα; Στον καθένα κάτι του μίλησε αυτή η παράσταση… μιλώντας λίγο, με ένδεια, υποκειμενικά, σάλευε στο σανίδι, στη δική μου κόρη του ματιού, η μοναξιά…

της Λένας Κιτσοπούλου

Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μάρκελλος

Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Βαφιάς

Σχεδιασμός Φωτισμών: Μελίνα Μάσχα

Μουσική: Γιώργος Κασαβέτης

Σχεδιασμός Ήχου: Μανώλης Ανδρεάδης

Επιμέλεια Κίνησης: Βαγγέλης Πιτσιλός

Κατασκευή Σκηνικών: Γαβριήλ Τσακλίδης

Μακιγιάζ: Ήρα Σ. Μαγαλιού

Φωτογραφίες: Στέφανος Σάμιος και Νίκος Πανταζάρας

Trailer: Τατιάνα Κασιμάτη

Ερμηνεύουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Ελένη Στεργίου

ΠαραγωγήThis Famous Tiny Circus theater group

Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού

Σταθμός Θέατρο

Τελευταία παράσταση: Δευτέρα 30 Απριλίου


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΞεχωριστή η παρουσία του Θοδωρή Μποφάκου στο Healthy Life Festival
Επόμενο άρθροΗ Φίφη από το «Ευτυχισμένοι Μαζί» μεγάλωσε και έγινε η φαντασία για Πολλούς Άντρες.