Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Παρασκηνιακό δρώμενο: “Το Φιντανάκι” του Παντελή Χορν στο Θέατρο Χυτήριο

Παρασκηνιακό δρώμενο: “Το Φιντανάκι” του Παντελή Χορν στο Θέατρο Χυτήριο

ολος ο θιασος με τη ματιά του Απόστολου Δελάλη

Μια μικρογραφία της ζωής, ολογράμματα ανθρώπων που βαδίζουν βασκαίνοντας τoν δικό τους σταυρό, εγκλωβισμένοι σε μια αυλή, σε έναν κόσμο που το περιφράζουν οι πέτρες, και οι άνθρωποι ζουν, ή αναπνέουν ή απλώς δεινοπαθούν με λυγμούς και φιμωμένα στόματα.

Είναι η άγνοια, είναι η απελπισία, είναι ο οικονομικός μαρασμός μιας μεσοπολεμικής εποχής; Είναι τα πάθη, είναι τα λάθη, είναι η ματαιοδοξία του μέλλοντος, είναι η πείνα ή είναι η κακοήθεια που σφραγίζει αυτούς τους ανθρώπους πίσω από παράθυρα, πίσω από πόρτες, πίσω από δόλιες συνωμοσίες, πίσω από την «ανάγκη», τη μοναξιά, τους λογοκριτικούς ήχους που πληθαίνουν;

Και τον περήφανο πατέρα τον κλοτσά και τον σέρνει στον βούρκο η ντροπή, η ατιμία, η προδοσία και η δική του φθορά στο κατάντημα της κλοπής, που από μια αρρωστημένη αυλή κινδυνεύει να καταδικαστεί και να καταλήξει πίσω από τα σίδερα της φυλακής.

 Απόστολου Δελάλη
Μαρία Αντουλινάκη, Ευτυχία Αργυροπούλου, Μάνος Γερωνυμάκης, Αλίκη Ζαχαροπούλου, Παναγιώτης Καρμάτης, Κωνσταντίνος Νιάρχος, Αγγελική Παρδαλίδου Φωτ.: Απόστολος Δελάλης

Μια πλακιώτικη αυλή στην Αθήνα του μεσοπολέμου. Ένα δρώμενο, ένα δράμα κι ένα ηθογράφημα. Τύποι ανθρώπων που έδραμαν σε μια ασπρόμαυρη εποχή, μεταξύ του πολέμου, της φτώχιας, της εξαθλίωσης, της πείνας που όλα αυτά πλαισιώνουν μια «δικαιολογημένη αναγκαιότητα επιβίωσης» για εκείνους που παρασπονδούν, παρανομούν, παρανοούν και προδίδουν. Κάθε ήρωας, γιατί η κάθε φυσιογνωμική φιγούρα αυτού του θεατρικού έργου είναι ηρωική, είτε τοξικός, ασυναίσθητος-ασυνείδητος μιας θεατρικής εκτέλεσης, η καθημερινής ρεαλιστικής πράξης, που μπορεί να εκτυλίχθηκε σε μια κάπως άγνωρη, μονάχα από ιστορικές μαρτυρίες και αναφορές γνώριμης, εποχή, όμως, επικαλούνται και σκιαγραφούνται κάποια ήθη, κάποιες αξίες ανθρώπινες και αδιάβρωτες από αιώνα σε αιώνα: αγάπη, έρωτας, μοναξιά, χρήμα, ανάγκη, όφελος, προδοσία, αγνότητα, εκμετάλλευση, θυσία, δυστυχία, ματαιότητα.

Ο Παντελής Χορν έγραψε ένα δράμα διαχρονικής πνοής, οι ήρωές του είναι, όπως ο ίδιος υποστήριξε και υιοθέτησε το νόημα της «ηθογραφίας», εκείνης του συναισθήματος, που ο ηθοποιός από μόνος του ποιεί το ήθος. Σε αυτό έργο, το εμβληματικό, που κάποιοι το θεώρησαν μέτριο-απλοϊκό στάλαξε ο Χορν πινελιές μοναχικών ανθρώπων, που δεν μοιάζουν, όμως, σαν κρίκος κουμπώνουν μια θεατρική-ρεαλιστική αλυσίδα. Μια παραβολή του κακού σε μια αέναη διχόνοια με το καλό. Η κάθε μορφή του έργου «Φιντανάκι» είναι κι ένα κομμάτι, ένα μικρό θυμικό, ένα στοιχείο του δικού μας εαυτού, σκεπτόμενοι, ίσως, πως θα δρούσαμε ή θα αντιμετωπίζαμε μια κατάσταση περίπλοκη, ασύλληπτη και ακραία, που φέρνει τον κάθε χαρακτήρα σε μια πάλη με το υποσυνείδητο, με τις αδυναμίες του και τα διλήμματά του.

Σε μια αυλή με νοικιαζόμενα δωμάτια, τα οποία ανήκουν σε μια αμετανόητη, παλιά πόρνη ή αλλιώς τσατσά κυρά Κατίνα, ζουν οικογένειες και άνθρωποι μονάχοι. Ο κυρ. Αντώνης είναι ένας φτωχός, τίμιος και ταπεινός ταχυδρόμος και ζει με την γυναίκα του και την μονάκριβη κόρη του, το «Φιντανάκι», σε ένα από τα δωμάτια της αυλής. Είναι μια οικογένεια με έναν μονάχα άργυρο, «την ηθική», που αδόκητα, στην παραδοξότητα των συνθηκών που βλέπουμε στο προσκήνιο θα την χάσουν βίαια. Ο Γιάγκος, ένας νέος άνεργος μάγκας (κουτσαβάκης), περιτριγυρίζει και «παραμυθιάζει» με έρωτα την Τούλα, η αλλιώς το Φιντανάκι. Ανεκπλήρωτος έρωτας, θαρρείς, εκ πρώτης όψεως, μοναχικός, αλλά δεν ήταν, η θυσία του Γιάγκου ήταν που απαρνήθηκε την αγάπη του, μια αγνή κι αληθινή αγάπη, για την Εύα, μια θερμόαιμη, διαχυτική, ερωτική και συνάμα μαγευτική, αλλά τόσο μόνη, όπως μου είπε και η ηθοποιός που την υποδύεται. Το «Φιντανάκι» πικράθηκε, ένα νεαρό κορίτσι, μια «νύμφη» μόλις 18 ετών, αγάπησε, ερωτεύτηκε, αφέθηκε και ύστερα γειώθηκε και πλάνταξε στο χώμα. Εκείνη τη στιγμή, όταν το παιδί πονάει, πεινάει και είναι εύθραυστο και ευάλωτο, κάνει την εμφάνισή της η εξουσία, ο δανειστής, εκείνος που αγοράζει μια γυναίκα, ένας ηλικιωμένος άνδρας, ο Γιαβρούσης. Η μη ανέχεια, η φτώχια οδηγεί την Τούλα στην εκπόρνευση, φεύγοντας με αυτόν τον άνδρα, πουλώντας το ήθος και τον εαυτό της.  Μπορεί σήμερα, κάποιος να υποστηρίξει πως είναι αλλόκοτη η τραγική έκβαση του παραμυθιού σε μια αναλογία του παρόντος, του σύγχρονου κόσμου μας.

Μάνος Γερωνυμάκης και Μαρία Αντουλινάκη Φωτ.: Απόστολος Δελάλης

Σε μια παραπλήσια αυλή του Θεάτρου Χυτήριο με συγγενή πρόσωπα του έργου «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν, θώρησα ένα παρασκηνιακό δρώμενο. Τρία ουσιαστικά: αποτύπωση, ταύτιση, νοσταλγία και τρία ρήματα: ενστερνίζομαι, θλίβομαι, συνειδητοποιώ. Το παρασκήνιο είναι σαν μια οπή θεατρικού κουτιού, όπου μια οικογένεια θεάτρου ευτυχεί, δυστυχεί και οδεύει με πλεχτά τα χέρια προς έναν ιερό σκοπό, μια συναισθηματική παραχώρηση και την αφύπνιση του κοιμώμενου θυμικού. Βλέπω την Ευτυχία Αργυροπούλου, που με ανιδιοτέλεια εκτελεί το έργο της σκηνοθεσίας, που με ενατένιση και ενσυναίσθηση καθοδηγεί, εμπλουτίζει με φαντασία και νόημα την κάθε σκηνή και μετέχει ερμηνευτικά στον ρόλο της Φρόσως, της μητέρας της Τούλας, του Φιντανακίου. Κάτι ορθώνεται μέσα μου όταν το έργο ξεδιπλώνεται μπροστά μου, κάτι που θυμάμαι ή απλά συμμερίζομαι τα όσα βασανίζουν τους ήρωες, γιατί όλοι οι ήρωες έχουν βιώσει πολλά, έχουν κουραστεί και αυτό το δρώμενο είναι το τελευταίο τους σπαρτάρισμα με όλη την αλήθεια τους στη σκηνή, γιατί αν παραμερίσουμε τον καλό ή τον κακό, όλοι είναι ξεκάθαροι και ειλικρινείς στους σκοπούς και τις επιδιώξεις τους.

Κωνσταντίνος Νιάρχος και Αγγελική Παρδαλίδου φωτ Απ. Δελάλης

Οι ηθοποιοί Μαρία Αντουλινάκη (κυρά Κατίνα),  Ευτυχία Αργυροπούλου (σκηνοθέτιδα και μητέρα της Τούλας), Μάνος Γερωνυμάκης (θείος-Γιαβρούσις), Αλίκη Ζαχαροπούλου (Εύα), Παναγιώτης Καρμάτης (Γιάγκος), Κωνσταντίνος Νιάρχος (κυρ. Αντώνης, πατέρας της Τούλας), Αγγελική Παρδαλίδου (Φιντανάκι) ήταν μια αλήθεια, μια ολοκληρωτική και συνάμα ενσυνείδητη κατάθεση. Οι ηθοποιοί, σε μια δημιουργική διαδικασία, που είναι το μέστωμά τους στο θέατρο, την πρόβα, ορθώθηκαν στον προαύλιο χώρο του Χυτηρίου, που σε μετέφερε σε εκείνη την εποχή, σαν μια παλιά ελληνική ταινία που βλέπουμε και μοιάζει τόσο παλιά αυτή η κασέτα, που όμως στέκει δίπλα μας, σε μια αποστασιοποίηση βέβαια από τα ηθογραφικά στοιχεία των ηρώων, όπως είπε και η σκηνοθέτιδα Ευτυχία Αργυροπούλου. Οι εικόνες ήταν διεισδυτικές, ψήλωναν μέσα μου και αυτό πονούσε. Αυτό που διάβασα στο σενάριο-βιβλίο του Παντελή Χορν που βρισκόταν σε ένα από τα τραπεζάκια της αυλής, ήταν πως ο κάθε θεατής-άνθρωπος θα δει μιαν εικόνα του εκεί μέσα, αν φοβηθεί έχε καλώς, αυτό το λέω εγώ, αν συγκινηθεί βρίσκεται σε σωστό δρόμο, αν απαρνηθεί το συναίσθημα, επειδή βιώνει μια παλινδρόμηση στο εσώτερό του, τότε έχει περάσει στον αντίποδα, έτσι και δέχτηκε το ερέθισμα στην σκηνή του πατέρα που αγκαλιάζει, διαλυμένος πια, το κορίτσι του.

Αλίκη Ζαχαροπούλου και Παναγιώτης Καρμάτης Φωτ. Απόστολος Δελάλης

Σε κάθε «κλοπή» στιγμών πρόβας, πάντα λέω αυτή τη φράση, «γλυκό μου παρασκήνιο», τίποτα το σημαντικό, μόνο που στα παρασκήνια  αυτής της παράστασης είπα «γλυκο-πικρό μου παρασκήνιο», διότι ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα δυστυχισμένο τέλος με αυτόν τον τρόπο που επέλεξε ο Χορν. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε φως όταν έπεφτε η αυλαία, σε μια εποχή που πολλοί συγγραφείς έγραψαν για την κοινωνία, για την πολιτική και την επικρατούσα κατάσταση μιας μικρής ανθρωπότητας, αυτό επηρέασε τον πολιτισμό, γι’ αυτό και γράφηκαν πολλά έργα εκείνη την εποχή από περήφανους μαχητές της γραφής, που μας επέτρεψαν να διαβάσουμε και να βιώσουμε έστω και θεατρικά την ιστορία μας, να δούμε τους προγόνους μας και ν’ απαντήσουμε σε πολλά παροντικά «γιατί».

Ομορφιά και αίγλη ήταν το στιγμιότυπο εκείνου του παρασκηνίου, γιατί; Επειδή αυτή η θεατρική οικογένεια είναι αγκαλιασμένη και κοιτά με έγνοια, όχι την επιτυχία και την εκτέλεση του ρόλου, αλλά της παράστασης. Χιούμορ, επικοινωνία, κατανόηση, συμβουλές, ευγένεια, φιλία είναι ο χαρακτήρας αυτής της παράστασης.

Και σιγά σιγά έπεφτε σκοτάδι κι άναβε ένα φως όταν οι ηθοποιοί και η σκηνοθέτιδα της παράστασης μοιράστηκαν μαζί μου τις έγνοιες και τη δυστυχία του ήρωά τους, για το μονοπάτι που ακολουθούν στις θεατρικές πράξεις, για εκείνο που βιώνουν ως ηθοποιοί και κυρίως την θεατρική τους εμπειρία, τα μηνύματα του έργου, κι όλο αυτό ήταν σα μια προέκταση του παραμυθιού, για μένα…

Αγγελική Παρδαλίδου Φωτ.: Απόστολος Δελάλης

Ποιον ρόλο ενσαρκώνεται στην θεατρική παράσταση «Φιντανάκι» και τι συμβολίζει αυτό το πρόσωπο;

Αγγελική Παρδαλίδου: Εγώ υποδύομαι το Φιντανάκι, δηλαδή την Τούλα. Η Τούλα είναι μια κοπελίτσα μικρή, που τώρα βγαίνει στη ζωή. Στην αρχή του έργου, η ηρωίδα είναι πολύ ερωτευμένη με τον Γιάγκο, είναι χαρούμενη, πιστεύει πως όλα θα έχουν ευτυχισμένη κατάληξη. Στις πρώτες πράξεις αυτή η ηρωίδα συμβολίζει την ελπίδα. Με όλα αυτά που τις συμβαίνουν αιφνίδια, αρχίζει σιγά σιγά και σβήνει η χαρά της. Μιλάμε για μια εποχή που όντως ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, είναι συμβολικό από τον συγγραφέα Παντελή Χορν το ότι στο μάλλον δεν θα πάνε καλά τα πράγματα: όση χαρά και να έχουμε, είναι δυσοίωνο το μέλλον. Η ιστορία είναι πολύ αληθινή, πέρα από τον συμβολισμό ή το πολιτικό πλαίσιο, η Τούλα είναι μια κοπέλα που ζει σε μια αθηναϊκή αυλή. Εκεί υπάρχουν και δρουν άνθρωποι με τα πάθη τους, τις χαρές τους και δράματά τους.

Γιατί χαρακτηρίζεται, από πολλούς, αυτό το έργο διαχρονικό;

Επειδή ασχολείται με στοιχεία και συναισθήματα που είναι αρχέγονα και κλασικά: ο έρωτας δε θα παύει να υπάρχει, η ελπίδα που χάνεται, η προδοσία, η ανάγκη, οι οικονομικές δυσκολίες του να κάνεις επιλογές που δεν θέλεις, αυτά είναι πράγματα που τα βιώνουμε και σήμερα, δεν υπήρχαν μόνο τότε, επίσης έχει γραφτεί σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης για την Ελλάδα, κάτι που αντιμετωπίζουμε κι εμείς σήμερα. Το έργο, ίσως να συμβολίζει αυτή τη γενιά που ξεκίνησε με όνειρα και ξάφνου κοπήκαν τα φτερά της, κάτι που επίσης βιώνουμε εμείς, ως νέα γενιά, από την οικονομική κρίση της Ελλάδας, οπότε μπορεί να φέρει ένα παλιό άρωμα, αλλά η ουσία του μας αφορά και θα μας αφορά.

Σε ποιο είδος θα κατατάσσατε αυτό το έργο; Κωμωδία, δράμα…

Δεν είναι κωμωδία, πιστεύω πως είναι δράμα με κάποιες ανθρώπινες κωμικές στιγμές, δεν είναι κωμωδία, δεν το έχουμε χειριστεί σαν κωμωδία, απλά η ίδια μας η ζωή είχε πάντοτε χιούμορ, αν το παρατηρήσεις, άμα είσαι αληθινός στη ζωή σου, δεν λες «τώρα κάνω χιούμορ», συμβαίνει, και ακόμα και στα πιο τραγικά υπάρχει μια παροιμία που λέει: «δεν υπάρχει γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο», είναι πολύ στενάχωρα αυτά που συμβαίνουν, σίγουρα δεν είναι κωμωδία, αλλά έχει αυτό που σου είπα: το γέλιο της ζωής.

Υπάρχει κάποιο στιγμιότυπο του έργου που σας έχει αποτυπωθεί, για κάποιον λόγο, πιότερο από τ’ άλλα;

Υπάρχει μια σκηνή που την αγαπώ πάρα πολύ, γιατί έχει πολύ νάζι. Είναι μια προσωπική στιγμή που έχει το αγαπησιάρικο ζευγάρι Γιάγκου-Τούλας: εκείνος της θυμώνει, και τότε η Τούλα τον φιλάει και του λέει «Έλα, μην μου θυμώνεις». Μια ατάκα που με δυσκόλεψε πάρα πολύ ήταν όταν στη σκηνή με τον πατέρα της, που αυτός είναι πολύ πικραμένος, την συγχωρεί, και το Φιντανάκι του λέει: «Ήταν κάτι δυνατό και άθελά μου με τραβούσε», μιλάει για τον έρωτά της, και με δυσκόλεψε, γιατί μπορεί να πούμε και σήμερα στον πατέρα μας συγγνώμη, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο, θα το έλεγες κάπως διαφορετικά, αλλάζει η εκφορά του λόγου, αλλά τα συναισθήματα παραμένουν ίδια.

Μάνος Γερωνυμάκης και Αντουλινάκη Φωτ. Απόστολος Δελάλης

Μάνος Γερωνυμάκης: Στο «Φιντανάκι» υπάρχει ένας συνδυασμός ρόλων, του θείου και του Γιαβρούσι, γιατί είναι ομοιογενείς χαρακτήρες, οπότε τους μετατρέψαμε σε ένα πρόσωπο. Υποδύομαι έναν άνθρωπο, ο οποίος κυριαρχεί λόγω χρήματος, είναι ένας τελείως διαφορετικός χαρακτήρας από τους υπόλοιπους που βρίσκονται στην αυλή, και ουσιαστικά έχει κινήσει τα νήματα για την εξέλιξη και τον επίλογο του έργου.

Χρησιμοποιείστε τρεις λέξεις για να περιγράψετε αυτόν τον ρόλο.

«Κύριος», με την έννοια ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου ευγενή, γνωρίζοντας βέβαια ότι χάρις το χρήμα που έχει, μπορεί να επιτύχει πολλά πράγματα, να ορίσει μέχρι και ανθρώπινες ζωές. «Άνθρωπος δυναμικός», πάλι λόγω του χρήματος. Θα έλεγα πως είναι κι ένας άνθρωπος «καλόψυχος», αλλά, δυστυχώς στην παράσταση, ο κόσμος δεν το βλέπει.

Π. ΚΑΡΜΑΤΗΣ φωτο Απ. Δελάλης
Παναγιώτης Καρμάτης Φωτ.: Απόστολος Δελάλης

Παναγιώτης Καρμάτης: Ενσαρκώνω τον ρόλο του Γιάγκου, ο οποίος είναι το μήλο της Έριδος, κατά κάποιον τρόπο, ανάμεσα στο Φιντανάκι και στην Εύα. Ο Γιάγκος είναι ένας γνωστός ήρωας της εποχής, διότι ο περισσότερος κόσμος, την τότε εποχή, προσπαθούσε να βρει χρήματα μέσω του τζόγου, των τυχερών παιχνιδιών, σίγουρα όχι μέσω της δουλειάς. Αγαπάει πολύ το Φιντανάκι, έτσι βγαίνει μέσα από το έργο, το δείχνει ότι την αγαπάει, παρόλα αυτά, υπερτερεί το «Εγώ» του. Για να επιβιώσει και να κερδίσει χρήματα, εγκαταλείπει το Φιντανάκι και παντρεύεται την Εύα, μια κοπέλα, η οποία του δίνει την οικονομική δυνατότητα και την άνεση να έχει μια εύκολη ζωή. Νομίζω δεν τον δικαιολογείς ως θεατής, υπάρχουν βέβαια κάποια σημεία που ταυτίζεσαι. Συμβολίζει την προδοσία, γιατί προδίδει τα αισθήματά του για κάτι άλλο, ταυτόχρονα, όμως, συμβολίζει και την αγάπη, η αγάπη που έχει για το Φιντανάκι, που αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, θα ήταν μαζί της, οπότε συμβολίζει την αγάπη και την προδοσία, που είναι τελείως αντίθετα, κι όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ταυτίζονται.

Αν είχατε τρεις λέξεις να περιγράψετε τον ήρωα αυτόν, ποιες θα ήταν αυτές;

Τρεις λέξεις; Η πρώτη νομίζω είναι «αλήτης», η δεύτερη είναι «παθιασμένος», και η τρίτη, η οποία πρέπει να τον δικαιολογεί, είναι «αγαπησιάρης».

Μαρία Αντουλινάκη Φωτ. Απόστολος Δελάλης

Μαρία Αντουλινάκη: Υποδύομαι τον ρόλο της Κατίνας, είναι η κυρία που νοικιάζει τα διαμερίσματα σε αυτήν την πλακιώτικη αυλή, και αυτή που ανακατεύει όλα τα πράγματα μέσα στο έργο, η ανακατώστρα που προσπαθεί να κάνει δολοπλοκίες, κάνει την προξενήτρα, επωφελούμενη βέβαια από αυτό, διότι αμείβεται, είναι μια σύγχρονη τσατσά. Συμβολίζει την εξουσία στην αυλή, είναι αυτή που κινεί τα νήματα σε όλη την πλοκή.

Τι θέλει να διαπεράσει στον θεατή αυτός ο ρόλος;

Είναι το κακό, είναι το παράδειγμα προς αποφυγήν, θα έλεγα εγώ. Όταν με ρωτάνε ποια κοινά έχω με αυτόν τον ρόλο, τους απαντώ «κανέναν κοινό». Δεν την έχω δικαιολογήσει στο παραμικρό. Σε μια ατάκα της λέει πως όλα αυτά τα κάνει γιατί είναι φτωχιά γυναίκα, δεν είναι φτωχιά γυναίκα, και ότι έχει μία κόρη στην Νάξο που σπουδάζει στις καλόγριες, όχι δεν το κάνει γι’ αυτό. Το κάνει από φιλαρέσκεια, είναι φιλάργυρη, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αυτή, ό, τι κάνει, το κάνει για το κέρδος και μόνο.

Λόγω του γεγονότος ότι είναι κακός αυτός ο ρόλος, αντιμετωπίζετε κάποια δυσκολία όταν τον ερμηνεύετε;

Πάντα υπάρχει η ίδια δυσκολία, είτε ο ρόλος είναι καλός, είτε είναι κακός. Η δυσκολία για τον ηθοποιό είναι η ίδια: προσεγγίζω τους ρόλους μου με έναν τρόπο που φαντάζομαι ότι και πολλοί άλλοι το κάνουνε, κυρίως εμπειρικά, σκεπτόμενη τι μου θυμίζει, ίσως πρόσωπα που έχω δει στο περιβάλλον μου… Ο ηθοποιός παρατηρεί, έχω αυτήν την τάση να παρατηρώ από πολύ μικρή και πολύ πριν αποφασίσω να γίνω ηθοποιός, να παρατηρώ χαρακτήρες, ανθρώπους, ρόλους.

Μια χαρακτηριστική ατάκα που λέει η κυρά Κατίνα;

«Εγώ θέλω να πλερωθώ» (χαχα), δεν την νοιάζει τίποτα, «Μην πετάς τα λεφτά σου κάνουν παράδες» ή «Δεν με νοιάζει τίποτα, δεν θέλω να μου βγει το κακό τ’ όνομα, θέλω μόνο να πλερωθώ». Νομίζω πως αυτή η γυναίκα είναι λίγο δήθεν, κάνει την αριστοκράτισσα, αλλά είναι μια χωριάτισσα,  είναι πολύ λαϊκός τύπος, απλά της αρέσουν τα μεγάλα και τα ωραία, δεν ανήκε ποτέ στη μεγάλη αστική τάξη, συγκριτικά με τους υπόλοιπους έχει περισσότερα λεφτά.

ολος ο θιασος με τη ματιά του Απόστολου Δελάλη
Ευτυχία Αργυροπούλου, σκηνοθέτιδα και ηθοποιός της παράστασης Φωτ.: Απόστολος Δελάλης

Ευτυχία Αργυροπούλου: Έχω διπλό ρόλο: εκ των πραγμάτων, είμαι η σκηνοθέτιδα της παράστασης, αλλά μέσα στο έργο κάνω τη Φράσω. Η Φρόσω είναι η μαμά της Τούλας, είναι μια σκληρή γυναίκα, είναι ένας ρόλος τελείως κόντρα με τη δική μου ιδιοσυγκρασία. Η Φρόσω, επειδή έχει ζήσει σε μια εντελώς διαφορετική εποχή, έχει μια συμπεριφορά που δεν θα δικαιολογούσαμε στην εποχή μας με τίποτα. Για να προσεγγίσω την ηρωίδα μου, έχω βρει τους λόγους που συμπεριφέρεται με αυτόν τον άκαρδο τρόπο. Κατανοώ πως μέσα στο πλαίσιο το κοινωνικοπολιτικό που ζούσε, έχει μια συμπεριφορά που δικαιολογείται, εν μέρει. Στην ουσία αναλαμβάνει και τον ρόλο του πατέρα, γιατί έχει έναν αδύναμο σύζυγο. Προσπαθεί να δημιουργήσει ένα καλύτερο επίπεδο ζωής για το παιδί της και ως αγράμματη γυναίκα θεωρεί πως ο μόνος τρόπος, σε μια τόσο δύσκολη εποχή, ας μην ξεχνάμε βρισκόμαστε στο 1921, πριν την μικρασιατική καταστροφή, με μια τεράστια οικονομική κρίση, με μία οικονομική επιτήρηση, δάνεια που δεν πληρώνονται, δηλαδή ακριβώς μια κατάσταση όπως τη σημερινή στην Ελλάδα, είναι ένας «καλότυχος» γάμος.

Καλός και κακός ήρωας…

Ο Χορν έγραφε ηθογραφικά, και έχει πολύ συγκεκριμένους τύπους σε αυτό το έργο. Καταρχήν είναι ένα έργο που είναι φτιαγμένο σαν αρχαία τραγωδία, διαδραματίζονται όλα σε μια αυλή, σκληρά πράγματα γίνονται πίσω από τις πόρτες και βλέπουμε τους ήρωες να τα περιγράφουν μπροστά, λειτουργούν λίγο σαν χορός και οι ήρωες είναι πολύ τραγικοί, γι’ αυτό είναι ένα έργο που δεν έχει happy end. Αυτό που βλέπουμε σε πρώτη ανάγνωση για τους ήρωες είναι ότι χωρίζονται σε καλούς και κακούς, μοιάζουν σαν τους ήρωες ενός παραμυθιού. Με αυτή τη λογική και με μια πρώτη ανάγνωση η Φρόσω είναι ένας κακός ήρωας της ιστορίας, αλλά στο θέατρο, όταν προσεγγίζεις έναν ρόλο, δεν μπορείς να παίξεις τον κακό ή τον καλό, ψάχνεις να τον δικαιολογήσεις, να καταλάβεις γιατί ο ήρωάς έχει αυτή τη συμπεριφορά.

Ποια είναι τα καίρια μηνύματα που θίγει αυτό το έργο;

Το έργο μας περιγράφει μια εποχή οικονομικής δυσχέρειας, σχεδόν αντίστοιχης με τη δική μας. Πάντοτε, όταν υπάρχει μια οικονομική παρακμή υπάρχει και μια ηθική παρακμή, άρα το μήνυμα του έργου είναι το πώς διαχειριζόμαστε, το πώς προστατεύουμε τις αρχές μας, πώς χειριζόμαστε τα συναισθήματά μας, το πώς μένουμε πιστοί στα πιστεύω μας όταν δεν υπάρχουν χρήματα. Αυτό που εμένα με προσέλκυσε σαν μαγνήτης, ώστε να επιλέξω αυτό το έργο,  δεν είναι τόσο τα μηνύματα και το πόσο κουμπώνουν με την εποχή μας, όσο το συναίσθημα που βγάζει αυτό το έργο. Είναι έργο που προσεγγίζεται, για εμένα, μόνο ρεαλιστικά. Από την παράσταση μας έρχονται μνήμες του παλιού καιρού, της παλιάς Ελλάδας ή  Αθήνας, άρα αγγίζουμε, χτυπάμε την νοσταλγία, αυτό από μόνο του είναι ένα δυνατό συναίσθημα. Στην πορεία του έργου βλέπουμε να εγείρονται πολλά συναισθήματα, δηλαδή έχει συγκίνηση, έχει νεύρο, έχει και πινελιές κωμικές, αυτή είναι και η δύναμη του θεάτρου, όταν μπορεί και αγγίζει και ξυπνάει συναισθήματα. Αυτοί οι άνθρωποι έρχονται για να φέρουν ένα μήνυμα στους σημερινούς ανθρώπους, να τους πούνε κοιτάξτε από εμάς και παραδειγματιστείτε να μην κάνετε τα λάθη μας.

ΑΛ.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΝ.ΚΑΡΜΑΤΗΣ φωτο Απ Δελάλης
Αλίκη Ζαχαροπούλου Φωτ.: Απόστολος Δελάλης

Αλίκη Ζαχαροπούλου: Έχω αναλάβει τον ρόλο της Εύας, μιας όμορφης, νεαρής γυναίκας πληθωρικής, με ορμή, βαθιά μόνη. Νιώθω ότι δεν την υποδύομαι, την υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι αυτό που είναι, τις επιλογές της. Εκ πρώτης αναγνώσεως, μπορεί να φαίνεται μια γυναίκα που απλά την έλκει η εξουσία,  σε δεύτερη ανάγνωση πιστεύω ότι είναι απλά ένα κορίτσι, μια γυναίκα που προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο.

Οπότε δεν είναι κακός χαρακτήρας…

Εγώ δεν την βλέπω έτσι, δεν ξέρω πώς θα περάσει στον θεατή, εγώ δεν την βλέπω ως κακό χαρακτήρα, προσπαθώ να την δικαιολογήσω για να μπορώ να την ερμηνεύσω και να την πλησιάσω περισσότερο.

Τι συμβολίζει αυτός ο ρόλος;

Την ανάγκη, έχει ανάγκη και χρησιμοποιεί την ομορφιά της ως μέσον για να επιβιώσει σε μια σκληρή πραγματικότητα. Έχει χάσει τον πρώτο της άντρα και ο δεύτερος την έχει εγκαταλείψει, είναι η χήρα του έργου, και ερωτεύεται τον Γιάγκο. Βλέπουμε έναν έρωτα σαρκικό, με πάθος, κι εκεί είναι που δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο.

Θα ήθελα να χρησιμοποιήσετε τρείς λέξεις για να περιγράψετε αυτόν τον ρόλο.

Φλόγα, Ανάγκη, Ορμή και κόκκινο (χαχα)

Τον αγαπάτε αυτόν τον ρόλο;

Ναι, τον έχω αγαπήσει πολύ, προσπαθώ να την δικαιολογήσω και να μπω στην ψυχοσύνθεσή της. Η αλήθεια είναι πως σε κάποια σημεία μπορώ και ταυτίζομαι μαζί της, γιατί έχει υπάρξει περίοδος που είχα ανάγκες…

Μια σοφή φράση που λέει η Εύα;

Λέει μια φράση, προς το τέλος, ότι σιχάθηκε πια, νομίζω είναι μια πολύ δυνατή έκφραση για το έργο, το ότι σιχάθηκε πια. Μπορεί να σιχάθηκε τον εαυτό της, τις επιλογές της, τους άλλους, τον τρόπο που οι άλλοι την αντιμετωπίζουν.

ΝΙΑΡΧΟΣ ΠΑΡΔΑΛΙΔΟΥ φωτ Απ. Δελάλης
Κωνσταντίνος Νιάρχος Φωτ.: Απόστολος Δελάλης

Κωνσταντίνος Νιάρχος: Εγώ υποδύομαι τον κυρ. Αντώνη, είμαι ο πατέρας της Τούλας. Ο συμβολισμός του ήρωα που υποδύομαι, είναι του τίμιου ανθρώπου της εποχής, που έχει πολύ ψηλά την εντιμότητα και την τιμιότητα, είναι ένας καθαρός χαρακτήρας, καλοσυνάτος, ο οποίος αγαπάει πάρα πολύ το παιδί του, την κόρη του, είναι το μοναχοπαίδι του. Όταν μαθαίνει πως εκείνη στραβοπάτησε, αποφασίζει να πάει κόντρα στις ηθικές του αξίες και κάνει κάτι που είναι γι’ αυτόν αβάσταχτο: βάζει χέρι σε λεφτά που δεν είναι δικά του.

Ποια στοιχεία από την κοινωνία μας σκιαγραφούνται στο έργο;

Εγώ το βλέπω σαν ένα παραμύθι της εποχής μας: υπάρχουν αξίες ηθικής,  εντιμότητας, ντομπροσύνης, μπέσας, που είναι στοιχεία που υπάρχουν στις μέρες μας σε ανθρώπους, ευτυχώς,  υπάρχει δυστυχώς και η διαφθορά, η οποία υπάρχει έντονα στο έργο, υπάρχει το συμφέρον, το οποίο κονταροχτυπιέται, υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί, όπως γίνεται πάντα σε μία ιστορία, σε ένα παραμύθι.  Αυτό που ήθελε να δώσει ο Παντελής Χορν σε αυτό το έργο είναι η πάλη μεταξύ του καλού και του κακού. Δυστυχώς κυριαρχεί το κακό στο έργο, οπότε, αν το πάρουμε ως παραμύθι είναι από τα λίγα παραμύθια που δεν έχουν χαρούμενο τέλος. Οπότε δεν έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Περνάνε όλοι μέσα από διακυμάνσεις, περνάνε μέσα από συγκρούσεις συναισθηματικές, εγώ σαν ήρωας συγκρούομαι περισσότερο απ’ όλους με τις ηθικές μου αξίες  και αρχές, λόγω του παιδιού μου, αυτή όμως είναι και η κοινωνία, είναι γεμάτη συμβιβασμούς, ακόμα και σήμερα, ίσως με άλλη μορφή, αλλά δεν μπορούμε πάντα να έχουμε αυτό που θέλουμε στη ζωή μας.

Συντελεστές

Συγγραφέας: Παντελής Χορν

Σκηνοθεσία: Ευτυχία Αργυροπούλου

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Μαρία Αντουλινάκη, Ευτυχία Αργυροπούλου, Μάνος Γερωνυμάκης, Αλίκη Ζαχαροπούλου, Παναγιώτης Καρμάτης, Κωνσταντίνος Νιάρχος, Αγγελική Παρδαλίδου

Δραματουργία: Ανοιξιά Μπουντζιούκα

Εικαστική Επιμέλεια [Σκηνογραφία – Ενδυματολογία]: Ελένη Σουμή

Μουσική σύνθεση: Νίκος Κουβαρδάς

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Φώτης Μήτσης

Β. Σκηνοθέτη: Ηλιάννα Μπουζάνη, Παναγιώτα Χαϊδεμένου

Οργάνωση Παραγωγής: LifenArt

Διάρκεια: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Από 7 Μαΐου…

Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη 19:30 έως 21:00

Θέατρο Χυτήριο

Τηλ. 210 3412313


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθρο85 διάσημοι Έλληνες που έχουν… αλλάξει τα επίθετα τους! Ποια είναι τα πραγματικά τους ονόματα;
Επόμενο άρθροΤα πρώτα θερινά σινεμά της Αθήνας άνοιξαν και μας περιμένουν!