Σκηνή πρώτη: Γκοντό, Φιρς, Μπλανς. Τρεις ήρωες βγαλμένοι από τα πιο γνωστά έργα διάσημων συγγραφέων μιλούν ακατάληπτα χαμένοι στον (μικρό)κοσμό τους.
Είναι κι αυτοί από τους δεκάδες που εγκαταλείφθηκαν σε ένα άσυλο χαρακτήρων, καταδικασμένοι στη μοναξιά και την απραγία.
Τι περιμένουν; Ένα νεύμα, μια σκέψη, μια κίνηση από τον Συγγραφέα – Θεό τους – για να ξαναπάρουν ζωή.
Κεντρικός άξονας του έργου ο άνθρωπος και η υπαρξιακή του αγωνία, η ανάγκη του να στηριχτεί, να πιστέψει και να βρει έναν λόγο που θα νοηματοδοτήσει την οντότητά του. Κι αυτό είναι κάτι που δεν θα το καταφέρει μόνος του, αλλά βαδίζοντας πλάι πλάι με τους άλλους. Η πρωτότυπη σύλληψη και συγγραφή του κειμένου ανήκει στην Άσπα Καλλιάνη, η οποία καθοδηγεί και σκηνοθετικά τα τρία πρόσωπα. Όμορφη η σκηνή με το παιχνίδι «Ο κόσμος μου είναι», μια αθώα και τρυφερή εικόνα που φέρνει τον Φιρς και τη Μπλανς ψυχικά πιο κοντά, όπως και το παιχνίδι με τα αστέρια και τις ευχές. Η ηχώ μιας σταγόνας που πέφτει αργά και ρυθμικά επιτείνει τη θλίψη του άδειου και της αναμονής για κάτι που αργεί να έρθει.
Ο Γκοντό του Γιάννη Βούρου είναι ο πιο αδικημένος από όλους, αφού το μόνο που του χάρισε ο Μπέκετ είναι το όνομα στον τίτλο του έργου του. Αυτό το τίποτα πυροδοτεί υπερβολικά το εγώ του, γίνεται αθυρόστομος, σκληρός, επιπλήττει και ειρωνεύεται: «Ο Θεός είμαι εγώ, εδώ είναι το βασίλειό μου», λέει και θέλει να οδηγήσει αργά και σαδιστικά τους πάντες στην (αυτο)καταστροφή. Ακόμα κι έτσι όμως, αφήνει για λίγο να φανεί μια μικρή, ευαίσθητη ρωγμή στην παρομοίωση με το σπουργίτι. Ταυτοχρόνως, γίνεται παιχνιδιάρης στην αλληλεπίδρασή του με το κοινό και αποφορτίζει χιουμοριστικά τη συνολικά βαριά ατμόσφαιρα.
Ο Σταύρος Ζαλμάς με τη φωνή, το σώμα και τις εκφράσεις του παραδίδει με άνεση και εσωτερικότητα έναν ρόλο που ανήκει σε μια παλαιότερη εποχή και κρύβει όλη την απελπισία ενός ανθρώπου που περιμένει την αλλαγή παραμένοντας πιστός στο κατεστημένο. Μέσω ενός κόσμου γεμάτου βιβλία και πιο αγνά συναισθήματα καταφέρνει να προκαλέσει το – επιφανειακά – αυθόρμητο χαμόγελο και συνάμα μια βαθύτερη πίκρα στον θεατή: ο Φιρς του Τσέχωφ εφευρίσκει συνεχώς καινούριους τρόπους για να περνά την ώρα του – σπάει καρύδια, μαθαίνει καινούριες λέξεις από το λεξικό, φτιάχνει κολιέ από κοφτό μακαρονάκι, γυαλίζει κηροπήγια.
Η Μπλανς – Ζέτα Δούκα είναι η ηρωίδα του Τένεσι Ουίλιαμς με τα ευαίσθητα νεύρα, τη γρήγορη, σχεδόν νευρωτική ομιλία και την απέραντη μοναξιά. Η ηθοποιός ανεβάζει κατά πολύ ερμηνευτικές στροφές στο δίλημμα που της θέτει ο Γκοντό και στη σύγκρουσή της με τον Φιρς, καθώς κι όταν από άβουλη, άτολμη και χαμένη μέσα στα φορέματα, τα καλλυντικά και τα χάπια, κάνει τη θαρραλέα και αποφασιστική μετάβαση προς την ελευθερία και το φως.
Παρά τον αρχικά ζοφερό πυρήνα από τον οποίο ξεκινά η ιστορία μας, ενυπάρχει μια ζωηρή νότα αισιοδοξίας: αν ο φόβος, ο μεγάλος εχθρός που θολώνει και παραλύει νικηθεί, μπορούμε έστω και την τελευταία στιγμή να σπάσουμε τα όποια δεσμά μας κρατούν πίσω.