Αρχική ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ Τρεις ιστορίες καθημερινής «δυστυχίας»

Τρεις ιστορίες καθημερινής «δυστυχίας»

FotoJet

Ένας ηλικιωμένος έχασε τον δρόμο του

«Συγγνώμη παιδί μου, μήπως ξέρεις αν αυτό το λεωφορείο σταματάει στην Κηφισιά;». Τον θωρώ, ένα ρακένδυτος ανθρωπάκος, του Θεού; Ποιος είναι σίγουρος γι’ αυτό; Δίπλωνε και ξεδίπλωνε τα μπατζάκια του παντελονιού του, καθάριζε με τα δάχτυλά του τα φθαρμένα του παπούτσια, τα φρόντιζε σαν να ήταν τα μοναδικά που είχε, μπορεί και να ήταν.

Σου γράφω τώρα καλέ μου άνθρωπε, γιατί  κάθε πλανόδιος αυτού του κόσμου, που έχει δυστυχήσει στη ζωή του, αξίζει ένα γράμμα από κάποιον άγνωστο. Δεν ήθελα να το πω τόσο σύντομα, όμως για να καταλάβετε, γράφω γράμματα σε ανθρώπους που δε γνωρίζω τ’ όνομά τους. Έχω γράψει σε έναν ηλικιωμένο που συνάντησα σε ένα βιβλιοπωλείο και μου είπε: «Εγώ παιδί μου είμαι κατεστραμμένος». Έγραψα σε έναν νέο που τον είδα το πρωί, στις επτά η ώρα να δουλεύει σε μια καφετέρια, στο πόστο του σερβιτόρου, κι όταν πέρασα ξανά το απόγευμα στις έξι, ήταν ακόμη εκεί, το ίδιο χαμογελαστός, το ίδιο ευγενικός, ενώ τα μάτια του χάνονταν σε μια πλημμύρα από δάκρυα που θέλησαν να ξεπροβάλουν. Ποιο ήταν τ’ όνειρό του;

Βρίσκομαι λοιπόν στο λεωφορείο, στο Α7. Ο γεροντάκος είχε μακρύ δρόμο, ενώ εγώ θα κατέβαινα νωρίς. Ήταν φτωχός, το σαγόνι του έτρεμε, τα χέρια του ζαρωμένα, χαραγμένα από ιστορίες, από την εργατιά, από πληγές. Πόσα θα μπορούσε να εξιστορήσει αυτός ο άνθρωπος που μου θυμίζει τον φτωχό παππού μου; Κοιτάζει τους ανθρώπους ολόγυρά του. Με μιας σκύβει το κεφάλι του, ντρέπεται, φοβάται μην τον παρεξηγήσουν, ταπεινωμένος κοιτά τα παπούτσια του και τα καθαρίζει ξανά. Με ρωτά: «Παιδί μου, είσαι σίγουρη πως ανέβηκα στο σωστό λεωφορείο;». Θέλησα να του πω: «Όχι παππού, δεν είμαι σίγουρη για τον δρόμο σου», όμως, είχε ήδη επιβιβαστεί. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο, κι έτσι όπως χάνονταν τα κτήρια κι απομακρύνονταν προς τα πίσω, έτσι χάθηκε η ζωή, τα όνειρα και οι άνθρωποι της δικής του ιστορίας. Γιατί, λοιπόν, να μη γράψει κάποιος για τον κύριο ηλικιωμένο; Γιατί να γράφω για ονόματα που όλοι τα ξέρουν, ξανά κι ξανά, και για έναν πραγματικό ήρωα, σαν τούτον τον άνδρα, να μη γράψει κανείς;

Τι… τι μπορώ να κάνω για αυτόν τον κύριο, πέρα από το να τον βεβαιώνω πως, τάχα, έχει ακολουθήσει τον σωστό δρόμο; Με κοιτούν οι «όμοιοί» μου, και μου λεν, σαν ν’ άκουσαν τη σκέψη μου: «Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις, τίποτα».

Επόμενη στάση: “τ’ όνειρο”, είναι η δική μου. Ο γέροντας ακόμη δε θα κατέβει. Μα που θα φτάσει; Ακούω, πριν φύγω, «Επόμενη στάση: δυστυχία», δεν πρόλαβα να του φωνάξω πως έπρεπε να κατέβει, το λεωφορείο είχε ήδη απομακρυνθεί.

Untitled collage(1)

Ένας ηλιοκαμένος πρόσφυγας καθαρίζει τζάμια στους δρόμους της Αθήνας  

Από πού ήρθε; Έναν χρόνο βλέπω αυτόν τον νεαρό, είναι ευγενικός, χαμογελαστός και χαιρετά όποιον άνθρωπο λάχει να δει μπροστά του. Καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων, τρία χρόνια περίπου. Ποτέ μου δεν τον είδα να κλαίει, να διαμαρτύρεται, να απελπίζεται. Το χαμόγελο δεν χανόταν από τα χείλι του, ίσως νιώθει ευγνωμοσύνη που «ζει», κάτι που οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε. Έβρεχε, ήταν πρωί και οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι. Στεκόμουν στη στάση του λεωφορείου. Με πλησιάζει και μου λέει: «Δεν έχει λεωφορείο σήμερα». Του απαντώ: «Αλήθεια;», με κοιτά, μου χαμογελάει και μου λέει «Όχι, όχι κοριτσάκι, δεν έχει». Και αφού εξοργίστηκα, που δεν είχε λεωφορείο, πριν φύγω μου λέει: «Μη στεναχωριέσαι κοριτσάκι, δεν βρέχει άλλο, έχει ήλιο, θα πας στο σχολείο και εγώ θα δουλέψω». Σιωπή. Χαμογελάω και απομακρύνομαι. Ποτέ δεν ξεχνά να με χαιρετάει όποτε με βλέπει. Όμως, πολύ καιρό αναλογιζόμουν, πώς αυτός ο άνθρωπος έβλεπε τον ήλιο πίσω από τα νέφη, κι εγώ έβλεπα μονάχα τον κατακλυσμό.

Την τελευταία φορά που τον είδα έκανε αφόρητη ζέστη. Ήμουν λίγο οξύθυμη εκείνη τη μέρα, καθώς είχα περπατήσει κάποια χιλιόμετρα και τελικώς έχασα χρόνο πολύτιμο για εμένα. Καθώς πήγαινα στο σπίτι μου, τον παρατήρησα. Έτρεχε ιδρωμένος από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο, κουρασμένος, όμως, μόνο χαμογελούσε. Ύστερα από αρκετή ώρα ήρθε το διάλειμμά του. Αγόρασε ένα παγωμένο ρόφιμα και κάθισε σε ένα παγκάκι, θωρώντας τον «ήλιο» και γελώντας δίχως λόγο. Κοιτούσε το ρόφημά του κι έπαιρνε μια έκφραση ικανοποίησης, εκτίμησης γι’ αυτό που μπορούσε να έχει. Μπορούσα να μην νιώθω ντροπή; Που κόντεψα να έρθω σε αψιμαχία με όλο τον κόσμο, μόνο και μόνο επειδή «περπάτησα» για αρκετή ώρα…

“Ζω τη ζωή μου ελεύθερος, είμαι πιερότος ”

Ήταν ένας άνθρωπος. Ο τελευταίος που του έγραψα ένα γράμμα. Μου είπε: “Είμαι ελεύθερος”. Τη στιγμή που όλοι εμείς ζούμε στο ενυδρείο που μας εγκλωβίζει, εκείνος ζει μόνος, καλλιτεχνεί, δεν υπάρχει τίποτα που να τον δυστυχεί (;) Δεν το είδα, διόλου, καθαρά στα μάτια του, ούτε μπόρεσα να νιώσω τους παλμούς της καρδιάς του, αλλά σαν κάτι, άγνωρο για μένα, να μου ψιθύριζε τους «δαίμονες» που ζούσαν ελεύθεροι στην ψυχή του. Καμιά φορά μπορούσα να φανταστώ το σκοτεινό διαμέρισμά του. Τα βράδια δεν είχε σώμα να πλαγιάσει, μονάχα πεταμένα, διασκορπισμένα σενάρια βρίσκονταν στο τραπέζι, στο πάτωμα, στο καθιστικό.

Ήθελε, για κάποιον λόγο, να δείχνει πως είναι ευτυχισμένος, πως όλα στη ζωή του βρίσκονταν σε έναν «έναστρο» δρόμου, που πατούσε και ολάκερη η ζωή του φώτιζε. Άκουγα τ’ αναφιλητά του εσώτερου κόσμου του. Τα οποία με ένα χαμόγελο μεμιάς άφηνε να κρύβονται. Νόμιζε πως ήταν ζηλευτός, πως είχε, όποιο θηλυκό ποθούσε, τα βράδια, θωρούσε τον έρωτα ωσάν μια ηδονή, κι όχι σαν μια «ένωση» ψυχής και σώματος. Γιατί πάντα αυτό είναι το πρόβλημα, κάποιος μπορεί, αγαπά και πονάει, και κάποιος πονάει αέναα, γιατί ποτέ του δεν κατόρθωσε ν’ αγαπήσει, ούτε και τον εαυτό του.

Ε, είχα κι εγώ το κακό να παρατηρώ τους ανθρώπους εξερευνητικά, εκνευριστικά για εκείνους. Τον κοιτούσα στις παραστάσεις του, πως κινούταν, πώς μιλούσε, στις απαντήσεις του σε μένα, και πάντα μεμφόταν για τα κατορθώματά του και ήθελε όλοι να γνωρίζουν πόσο σπουδαίος καλλιτέχνης ήταν.

Γιατί τα λέγω όλα τούτα; Γιατί κάποιοι απαρνιούνται τη δυστυχία τους με ένα χαμόγελο, κάποιοι βυθίζονται σε αυτή σε ένα αιώνιο σκοτάδι και κάποιοι προσπαθούν να την κρύψουν, με ένα ψεύτικο, θεατρικό γέλιο του πιερότου.

Φοβόταν μήπως και τον ειδούν ποτέ οι άνθρωποι, γι’ αυτό και ήταν εκδηλωτικός με τον λάθος τρόπο.

Την ίδια μοίρα έχουμε, «ήρωες» των τριών ιστοριών, που αποφάσισα να γράψω για εσάς, υπαρκτοί ήρωές μου. Έχετε όλοι τα γράμματά μου. Όμως, τώρα πια είναι γραμμένο κι ένα τεταρτημόριο της ζωής σας σε ένα κείμενο, που ίσως κάποτε να φθαρθεί, όμως, η δική σας μορφή ανά τους αιώνες, δε θα χαθεί ποτέ.


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροPower of Love: Ο Ανδρέας ξεσπά! “Είπαν ότι δεν μπορούμε να βρούμε κοπέλες έξω…”
Επόμενο άρθροΛαύριο και Σούνιο: μια βόλτα στη φύση και την ιστορία