Από την πρώτη κιόλας σκηνή, η θεματολογία της ταινίας είναι σαφής: η εικαστικός Ιζαμπέλ, χωρισμένη με μια κόρη, στα 50 της θέλει να βρει τον πραγματικό έρωτα.
Για την ακρίβεια, δεν το θέλει απλώς, είναι απελπισμένη, κι ο φόβος της μοναξιάς μετατρέπει αυτή την ιδέα σε μια εμμονική αναζήτηση που διαποτίζει τον πυρήνα ολόκληρης της ύπαρξής της.
Έτσι, αλλάζει συνεχώς εραστές, καθένας από τους οποίους διαθέτει ή δεν διαθέτει κάτι από το τέλειο που αναζητά. Πολύ σύντομα όλοι τους αποδεικνύονται άνθρωποι κατά βάθος μπερδεμένοι, αντιφατικοί, που αλλάζουν και ξαναλλάζουν γνώμη για τη σχέση τους με ταχύτητα φωτός. Σίγουρα πάντως, μέσα σε όλα αυτά ο θεατής δεν θα αποφύγει να αφεθεί σε ένα κρυφό χαμόγελο αναγνωρίζοντας θραύσματα από καταστάσεις γνώριμες και καθημερινές.
Η Ζιλιέτ Μπινός αποτελεί ιδανική επιλογή της σκηνοθέτιδας Κλερ Ντενί για τον συγκεκριμένο ρόλο και αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο πειστική και ακομπλεξάριστη ηθοποιός είναι. Δεν διστάζει να εμφανιστεί γυμνή και χρησιμοποιεί κάθε εκφραστικό μέσον λέγοντας τα πάντα με ένα βλέμμα άλλοτε σαστισμένο, άλλοτε χαμένο, κουρασμένο ή απογοητευμένο. Στην κουβέντα με τη συνάδελφο που εκτυλίσσεται στο μπάνιο, σχεδόν κάθε φράση της χρωματίζεται κι από ένα διαφορετικό συναίσθημα.
Οι λάτρεις της περιπέτειας προφανώς και θα βρουν την ταινία αργόσυρτη και μάλλον βαρετή, αφού η δράση είναι μηδενική και όλο το κέντρο βάρους της επικεντρώνεται στους διαλόγους και την εκφραστικότητα της ηρωίδας. Μιας ηρωίδας που δεν την κυνηγούν, ούτε κινδυνεύει από κάτι ή κάποιον – εκτός ίσως από τους δικούς της εσωτερικούς εχθρούς. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια κλασσική ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, το δε χιούμορ είναι ελάχιστο και δεν αποκαλύπτεται σχεδόν ποτέ ανοιχτά, παρά με έναν ιδιαίτερα υποδόριο τρόπο.
Ταυτόχρονα με τους τίτλους τέλους, ο κάτι ανάμεσα σε συμβουλευτή και μελλοντολόγο Ζεράρ Ντεπαρτιέ που προσπαθεί να «διαβάσει» τις φωτογραφίες των πρώην εραστών της και να προβλέψει το μέλλον, έχοντας και ο ίδιος τα δικά του προσωπικά θέματα να λύσει, είναι φανερό ότι επιδιώκει να γίνει κι εκείνος μέρος της συναισθηματικής διαθεσιμότητας της πρωταγωνίστριας. Ωστόσο, σε αυτή τη μεγάλη σε διάρκεια σκηνή η οποία εμπεριέχει και την ουσία του τίτλου, τη συμβουλεύει εν τέλει κάτι πολύ σωστό: τη λιακάδα δεν έχει νόημα να την ψάχνει κανείς πουθενά αλλού, παρά μόνο μέσα του.