Καταδικάστηκε σε αιώνια δυστυχία , στους εφιάλτες της την χτυπούσαν αλύπητα , ανελέητα και εκείνη εκλιπαρούσε , εκλιπαρούσε ακόμη κι αν την σκοτώνουν να την αγαπούν , να την αγκαλιάσουν , να την φιλήσουν και να της κάνουν ερώτα , κι ας ήταν ο φονιάς της ο ηθικός αυτουργός της ανέλπιστης αγάπης .
Ύστερα , όταν ξημέρωνε και ο Ήλιος δεν έβρισκε τρόπο διαφορετικό να ανατείλει ο εφιάλτης ξεθώριαζε , πέθαινε και ικέτευε μέχρι την τελευταία της πνοή , μέχρι να σηκωθεί εκείνο το βραδύ από το κρεβάτι της .
Ήταν στο νοσοκομείο King College , ένα βραδύ πιο σκοτεινό από τα υπόλοιπα , μια νύχτα που πύκνωνε και έκανε τα σωθικά της να σκάσουν από πόνο κι από έναν ερώτα που είχε πλάσει , είχε σχεδιάσει , είχε ονειρευτεί , είχε ερωτευτεί , είχε παρανομήσει και κάθε ηθική την είχε ξεχειλώσει , την μάσησε και ύστερα την πέταξε στα σκουπίδια .
Ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι , ήταν η Σάρα Κέιν , με μια μονάχα αμαρτία : Ερωτεύτηκε !
Έγραφε , έγραφε , έγραφε σαν τρελή , παραληρούσε , όλες της οι αισθήσεις , όλα τα πάθη της αποτυπωμένα σε ένα χαρτί , ένα έργο παραδομένο μονάχα στην ανώτερη των αισθήσεων , σε μια θαλπωρή που τόσο άδικα απομακρύνθηκε . Βλέπετε την λυπόταν , κι όταν ένα πλάσμα είναι για λύπηση το κλοτσάς , σαν τα κουτάβια που ψάχνουν μια ζεστή γωνιά σε τούτο τον κόσμο . Η Σάρα Κέιν κάθε βραδύ την περίμενε έξω από το σπίτι της , ναι ήταν ένα χαριτωμένο κορίτσι , αρκετά αλαζονικό και ψεύτικο , όμως η Σάρα ήθελε μοναχά να την βλέπει , κι ας ήταν ο διάβολος ο ίδιος .
Την κοιτούσε το πρωί όταν έφευγε από το σπίτι της , ετοίμαζε κάθε πρωί ένα πακετάκι φαγητό και της το άφηνε στο κατώφλι , της έγραφε γράμματα , την ζωγράφιζε , την φωτογράφιζε και όταν κοιμόταν , κρυφά , στα όνειρα της , της χάιδευε την πλάτη , της φιλούσε τα χέρια , της χτένιζε τα μαλλιά , έκαναν ερώτα οι δυο τους και ο κόσμος ανύπαρκτος δεν χωρούσε στο στρώμα , χαμένες μαζί σε έναν πλανήτη που έχει σταματήσει .
Έπλασε ένα παραμύθι και εγκλωβίστηκε μέσα του , μέχρι να πεθάνει δεν την είχε αγγίξει κανείς εκτός από τον γιατρό της , κανένας δεν της χάιδεψε τρυφερά την πλάτη , δεν της ακούμπησε το στήθος , δεν της φίλησε τον λαιμό , δεν ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της , δεν την κοίταξε στα μάτια . Και αναρωτιόταν : Γιατί ; Γιατί να την θέλει τόσο κολασμένα και εκείνη να αδιαφορεί ;
Έλεγε πως πέρα από την γραφή και το παραμύθι της δεν έχει τίποτα άλλο υπαρκτό στην ζωή , αν τα χάσει τότε εκείνη η μέρα θα ήταν κοντά , εκείνη η μέρα που πάντα αποτελούσε μια τελετουργία , μια θυσία αλλά και μια εκδίκηση σε εκείνον που την δημιούργησε .
1999 , 3 Φεβρουαρίου , Αγγλία , νοσοκομείο King College ένα απελπισμένο βλέμμα φάνηκε στο παράθυρο , κάτι σχεδίαζε στο θωλό από το κρύο , παράθυρο . Εκείνη είχε φύγει , αρραβωνιάστηκε με έναν εκλεκτό , έναν μεγαλοεπιχειρηματία . Και η Σάρα ; Τι θα γινόταν με εκείνη ; Δεν είχε κανέναν , δεν την αγαπούσε κανένας .
Εκείνο το βραδύ έβρεχε , έβρεχε πολύ , είχε σταματήσει να γραφεί καιρό , δεν μπορούσε , πίστευε πως σαν μια ευλογημένη ασθένεια χάθηκε και η καλλιτεχνική της μορφή , είχε δεχτεί αιχμηρή κριτική , της επιτίθονταν πολύ .
Περπάτησε στον διάδρομο του νοσοκομείου , τελευταίο της έργο : η ψύχωση , μονό αυτό μπορούσε να γράψει , αφού μονό εκείνο είχε απομείνει . Έδεσε ένα σκηνή στην πόρτα και κερματίστηκε , ούτε καν οι νοσηλευτές δεν ενδιαφέρθηκαν να την φροντίσουν .
Φοβόταν την ζωή και όταν βρήκε έναν λόγο να επιβιώσει εκείνος ο λόγος έφυγε σαν να μην υπήρξε ποτέ . Ήταν έρωτας αυτό ; Πίστευε πως αυτή η παρανοϊκή λαχταρά της για εκείνη , ο πόθος της και το ερέθισμα του σώματος της ήταν η φαντασία της , αλλά δεν ήταν παρά το αποτελειωτικό χτύπημα , η τελευταία πράξη του θεάτρου οπού την κρέμασε πριν το ρεσιτάλ .