Σώματα που καταπονήθηκαν, σύρθηκαν, πόνεσαν, τρυπήθηκαν με τη δηλητηριασμένη σύριγγα που η κοινωνία κρατεί στα χέρια της. Τσακισμένα, μελανιασμένα, πληγωμένα τώρα τυλίγονται στο λεκιασμένο νυφικό της αγνότητας που εχάθη, κι ήρθε το μαύρο πέπλο του κακού να τα πετάξει στο κενό, στον βάλτο, να τα βυθίσει στο σκοτάδι, στον εξευτελισμό, να τα εγκλωβίσει μέχρι να χαθεί και η εναπομείνασα πνοή ονείρου.
Τούτα τα σώματα ανήκουν σε γυναίκες, κι όχι σε μιάσματα, όπως τις χαρακτήρισαν όσοι διέταξαν να καταδικαστούν διότι έσπερναν την αρρώστια, μόλυναν τους άνδρες και αυτοί με τη σειρά μόλυναν μια κοινωνία που ήδη νοσούσε, που νοσεί.
Τούτες οι γυναίκες που θωρώ έχουν αφεθεί σε λυγμούς, μπήγουν τα νύχια τους στα σωθικά τους, ματώνουν, ενώ τα άχρωμα, πια, δάκρυά τους κυλούν κι ακουμπούν να λερωμένα τους πέλματα. Αυτές οι σταγόνες είναι σαν οξύ, δεν τις σκοτώνει, τις αρρωσταίνει.
Δικαιώθηκαν οι οροθετικές γυναίκες που διασύρθηκαν και διαπομπεύτηκαν το 2012 από το κράτος που δεν είχε, δεν έχει την ικανότητα ν’ αναγνωρίζει πως το δικαίωμα της ελευθερίας ανήκει σε όλους; Ποιος τις δικαίωσε; Γιατροί, αστυνομικοί και δικηγόροι ενεπλάκησαν σε αυτό το γεγονός, έβλαψαν ευπαθή άτομα της κοινωνίας και κανείς δεν έλαβε καμία ποινή. Γι’ αυτές, ποιος θα μιλήσει; Η θεατρική ομάδα «Ανδρομέδα»
Το 2012, άστεγες γυναίκες προσήχθησαν σε ιατρικό έλεγχο, παρά τη θέλησή τους, για να αποδειχθεί αν όντως είναι φορείς του HIV. Ο λόγος που τις ανάγκασαν να υποβληθούν, βάρβαρα, σε ιατρική εξέταση ήταν η υπογραφή της διάταξης 39 Α -η οποία βασίστηκε σε αναγκαστικό νόμο του 1940- σύμφωνα με την οποία το υπουργείο Υγείας θα μπορούσε να προχωρήσει σε εξαναγκαστικό υγειονομικό έλεγχο οποιουδήποτε ατόμου είναι επικίνδυνο για τη μετάδοση του ιού σε υγιή μέλη της χώρας, σε άνδρες που σύναπταν σωματικές επαφές δίχως τη χρήση προφυλακτικού μαζί τους και οι ίδιες γνώριζαν για την «αρρώστια».
Στις γυναίκες αυτές δεν δόθηκε η «ελευθερία» να μιλήσουν, ν’ αρθρώσουν την «ελάχιστη» λέξη που δικαιούνταν. Δεν μπόρεσαν ν’ αντιδράσουν, να διαμαρτυρηθούν. Κάποιες σώπασαν δίχως ποτέ κανείς να τους πει: «Είσαι ελεύθερη να ζήσεις», ενώ εκείνες που έζησαν για ν’ ακούσουν πως «δεν άξιζαν τέτοια κακομεταχείριση» δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεχάσουν τις λέξεις που σφυροκοπούν μανιωδώς και ακατάληκτα στο κεφάλι τους, εκείνες της πρώτης μέρας που ο ήλιος θα χανόταν πίσω από τους τοίχους μια φυλακής για πάντα: «Καταδικάζονται αυτές οι γυναίκες, διότι γνώριζαν πως έχουν προσληφθεί από τον ιο του HIV, και παρ’ όλα αυτά αγνόησαν πως είναι «επικίνδυνες», πως «μολύνουν την ανθρωπότητα» και μόνο με την ύπαρξή τους…». Ποιος μπορεί και χτίζει τοίχους ανάμεσα από τη γη και τον ουρανό; Όλοι γνώρισαν πως «το AIDs δεν είναι ένα αερογενώς, αλλά ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα» όπως είχε δηλώσει ο Γιάννος Λιβανός, διευθυντής του συλλόγου οροθετικών Ελλάδος «Θετική Φωνή», ο οποίος βρισκόταν από τη πρώτη στιγμή στο πλευρό των γυναικών αυτών που στιγματίστηκαν από τις απάνθρωπες πράξεις του κράτους, των γιατρών αλλά και της κοινωνίας.
Σε αυτό το δωμάτιο, σε αυτή τη σκηνή του πολυχώρου Vault, πέντε γυναίκες σπαράζουν από τις πληγές που δεν επουλώθηκαν ποτέ. Η τοξική ουσία που υποδόρια κύλισε μέσα τους, αποβάλλεται σαν δηλητήριο από τα στόματά τους με κάθε κατηγορώ που τρώει εσωτερικά τη σάρκα τους, ένα κατηγορώ σε εκείνους που γνώριζαν την ευπάθειά τους και δεν έδειξαν συμπόνια, στις οικογένειές τους που τις απομάκρυναν, τις άφησαν να σέρνονται στους δρόμους με τα κουρελιασμένα τους ρούχα, άμοιρες, απελπισμένες, απογοητευμένες, αναζητώντας μονάχα λίγη παροδική, στιγμιαία τοξική ευτυχία.
Τώρα μπορώ και βλέπω τα μάτια τους, παγωμένα να κοιτούν το κενό, σε αυτό που νεκρώθηκαν τα όνειρά τους. Δεν βλέπουν πια, δεν μπορούν ν’ ακούσουν τις «ανάσες των θεατών», τους ήχους από τα παπούτσια τους καθώς εισέρχονται στο θέατρο-αντανάκλαση της σκληρής πραγματικότητας.
Εφημερίδες πακεταρισμένες εξυπηρετούν ως καθίσματα, ένα κρεβάτι νοσοκομείου, ένα κρεβάτι παγωμένο, που έχει ξεχαστεί μονάχα ο σιδερένιος σκελετός του, εκεί όπου τις τρυπούσαν, εκεί όπου η σύριγγα έφτανε ως την καρδιά, ρουφούσε το χρώμα της κι άχρωμη την άφησαν να ζήσει δίχως παλμό, λίγο ακόμα, ίσως για να λένε πως εκείνες δεν άντεξαν τη στέρηση της ηρωίνης.
Βλέποντας αυτές τις πέντε γυναίκες, τις πέντε ηρωίδες, γιατί είναι ηρωίδες, θα έπρεπε να λέγονται έτσι· Δεν θα έπρεπε να αποκαλούνται έτσι εκείνοι που φορούν ένα πρόσωπο χτισμένο από πέτρα, το πρόσωπο του καλού, του προστάτη. Βλέποντας τις Φανή Γρύλλη, Ντίνα Κούκου, Σοφία Ρούβα, Έφη Σισμανίδου, Αναστασία Τσούτση να ενσαρκώνουν τον ρόλο της Μαρίας -όπως είπαν και οι ίδιες «Είμαι η Μαρία γιατί δεν μπορώ να είμαι τίποτ’ άλλο»- φοβάσαι να συνειδητοποιήσεις, ριγεί το σώμα σου, πως «αυτό είμαστε(;)». Η ανάσα σου έχει ομογενοποιηθεί με τις ανάσες αυτών των γυναικών, δεν μπορείς να φύγεις, θα τις ακούσεις, δεν τις άκουσες τότε, δεν έκανες τίποτα τότε, τώρα θα τις ακούσεις, με όποιο ρίσκο. Δεν θα τις ξεχάσεις αυτή τη φορά. Πρέπει να τις ακούσουν οι υπεύθυνοι για όσα έπραξαν εις βάρος τους, το σχολείο που ποτέ δεν τις ενημέρωσε για τα ναρκωτικά, για το σεξ, για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, που τα θρησκευτικά τις έκαναν να ντρέπονται για τα σώματά τους, που το σχολείο τις έμαθε ένα ήθος ψεύτικο, ένα ήθος έτσι όπως συμφέρει εκείνους -ποτέ απελευθερωθούν από τα δεσμά- οι οικογένειές τους που δεν έκαναν τίποτα, που στάθηκαν ανίκανοι να βοηθήσουν τα παιδιά τους, οι φίλοι που φοβήθηκαν τον χλευασμό της κοινωνίας να συναναστρέφεται κανείς με τοξικομανείς, όλοι φταίμε και περισσότερο όσοι δεν κάναμε τίποτα. Την Φανή, την Ντίνα, τη Σοφία, την Έφη και την Αναστασία θα έπρεπε να τις ακούσουν όλοι σαν να είναι εκείνες οι γυναίκες.
Βλέπω ένα παιδί στο δρόμο, μισοκοιμισμένο, δεν έχει πλυθεί, κοιμάται και ψάχνει για ένα όνειρο, ένα όμορφο, χαρούμενο όνειρο στο υγρό που θα του χορηγήσει μια σύριγγα. Διψάει για ζωή, για φίλους, για οικογένεια, για ένα σπίτι. Τον κοιτάζω, όλα γύρω του είναι θολά, τα πρόσωπα, οι δρόμοι, ο δικός του δρόμος. Ξεχνώντας ποιος είναι, ζητάει χρήματα ή τα κλέβει για να είναι για λίγο ευτυχέστερος από χθες. Άραγε, όλοι μας δεν ψάχνουμε την ευτυχία; Αυτά τα παιδιά τα έμαθε κανείς πως το να παίζουν με σύριγγες είναι κακό και επικίνδυνο; Πως δεν είναι παιχνίδι; Όχι! Μας έμαθε κανείς πως κρίνοντας και καταδικάζοντας το διαφορετικό καταδικάζουμε την ίδια στιγμή την αγάπη σε ολάκαιρη την ανθρωπότητα;
Βγαίνοντας από τη σκηνή ήμουν νευριασμένη. Πρώτη φορά με κυρίευσε αυτό το συναίσθημα. Νευριασμένη γιατί κανείς δεν μας έμαθε τίποτα και φταίνε που δεν μας τα έμαθαν, όμως δεν αισθάνονται καμία ντροπή, αντίθετα μας κρίνουν, μας σκοτώνουν που αφεθήκαμε σε κάτι που κανείς δεν μας δίδαξε πως μας σκοτώνει. Κανένα παιδί δεν θα είχε εθιστεί στην ηρωίνη αν το σχολείο, το κράτος, οι γονείς, η κοινωνία είχαν προτρέψει αυτή την καταστροφή.
Σε αυτή την παράσταση είδαμε τον Ζακ, είδαμε τον Ζακ κι αυτές τις γυναίκες να τους χτυπούν αλύπητα, ο κάθε άπραγος και απαθής άνθρωπος με τη δική του γροθιά, ο κάθε νοικοκυραίους που φώναζε «Χτύπα τον, χτύπα τον», ενώ λίγοι προσπάθησαν να τους σταματήσουν από αυτή τη βιαιοπραγία -αυτοί οι άνθρωποι αρχίζουν σιγά σιγά να ξετυλίγουν ένα κτήνος από τα πρόσωπά τους. Αυτή η παράσταση ήταν αποστομωτική, κι αυτές οι γυναίκες, αυτές οι ηθοποιοί τόσο δεινές με τον λόγο τους, τις λέξεις που μετέφεραν από τις ψυχές εκείνων των γυναικών στις δικές τους και ύστερα τρύπησαν τις δικές μας. Δεν θα τις ξαναδούμε, αυτό το κατρακύλισμα στο σκοτάδι, αυτόν τον σπαρακτικό θόρυβο που ραγίζει τους τοίχους, πού, πότε, μπορούμε να τα ξανασυναντήσουμε;
Οι Φανή Γρύλλη, Ντίνα Κούκου, Σοφία Ρούβα, Έφη Σισμανίδου, Αναστασία Τσούτση έκοψαν ένα νήμα και κράτησαν η κάθε μία από αυτές από ένα κομμάτι στο χέρι τους και με αρτιότητα του έδωσαν χρώμα, σχήμα, όψη και κίνηση, σαν αυτό το νήμα να ήταν οι ίδιες. Αυτό το νήμα το έπλεξε ο Κοραής Δαμάτης, ο οποίος συνέθεσε αποσπάσματα δημοσιογραφικά, ομολογίες γυναικών, αρχεία και αναφορές από το αδίκημα που τελέσθηκε κατά των οροθετικών γυναικών το 2012. Δημιούργησε ένα έργο-κραυγή, ένα έργο- διαμαρτυρία, ένα έργο θορυβώδες που σε αποκαθηλώνει, κόβει την αναπνοή σου ενώ σου χορηγεί αλήθεια.
Σαν μια συνέντευξη, στην παράσταση συμμετείχαν, με τις φωνές τους, οι Μαρία Καβουκίδου και Θεοδώρα Σιάρκου, σαν να βρίσκονταν πίσω από το μαύρο πέπλο της σκηνής.
…
«Κανείς δεν ασχολείται με το τι βίωσαν και τι βιώνουν αυτές οι γυναίκες» είχε μία εκ των δικηγόρων που είχαν αναλάβει την υπόθεση των οροθετικών γυναικών, Ελένη Σπαθανά.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 2016 όσες γυναίκες κατάφεραν να επιβιώσουν αθωώθηκαν. Υπέρ της αθώωσης τάχθηκε και ο εισαγγελέας της έδρας, ο οποίος, κατά την αγόρευσή του, ανέφερε «Δεν προέκυψε ουδόλως ότι εκδίδονταν ή ότι ερχόντουσαν σε σαρκική επαφή με άλλα άτομα χωρίς τη χρήση προφυλακτικού, ουδόλως ότι γνώριζαν την οροθετικότητά τους. Προϋπόθεση για πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης είναι ο δόλος, η μη χρήση προφύλαξης. Ζητώ να παύσει η ποινική δίωξη για όσες γυναίκες έχουν αποβιώσει και να αθωωθούν οι υπόλοιπες κατηγορούμενες». VICE
Οι φωτογραφίες των γυναικών αυτών ακόμη και σήμερα κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Οι δημοσιογράφοι είχαν δημοσιοποίηση τις φωτογραφίες αυτές σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου να συλλέξουν προβολές.
Θα κλείσω με όσα είπαν οι ηρωίδες επί σκηνής: «Τι θα ήθελα για να δικαιωθώ; Αυτό που μας έκαναν δεν πληρώνεται, δεν πληρώνεται».
Συντελεστές
Σύνθεση κειμένων – Σκηνοθεσία: Κοραής Δαμάτης
Μουσικοί διάλογοι και σχολιασμοί: Χρήστος Κότσι
Σκηνικά-κοστούμια: Παύλος Ιωάννου
Σχεδιασμός φωτισμών: Κοραής Δαμάτης
Hair Design: Ντάνιελ Αθανασίου
Παίρνουν μέρος αλφαβητικά: Φανή Γρύλλη, Ντίνα Κούκου, Σοφία Ρούβα, Έφη Σισμανίδου, Αναστασία Τσούτση
Φωνές: Μαρία Καβουκίδου – Θεοδώρα Σιάρκου
Διάρκεια: 75′ (χωρίς διάλειμμα)
*Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΔΕΝ ΕΝΔΕΙΚΝΥΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
*ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ
Τοποθεσία:
Eισιτήρια: Γενική είσοδος: 12 ευρώ
Προπώληση – Φοιτητικό: 10 ευρώ
Ατέλειες: 5 ευρώ
Πληροφορίες / Κρατήσεις: