Αρχική ΒΙΒΛΙΟ Συνεντεύξεις Στέλιος Λευκόπουλος: «Το γράψιμο είναι κάτι σαν ψυχανάλυση για μένα »

Στέλιος Λευκόπουλος: «Το γράψιμο είναι κάτι σαν ψυχανάλυση για μένα »

40883758_276288853203953_6809238685767172096_n

Ένας νέος και πολλά υποσχόμενος συγγραφέας, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο περιοδικό μας.

Ο Στέλιος Λευκόπουλος είναι 26 ετών. Είναι βιολόγος και σήμερα υποψήφιος διδάκτορας στον τομέα της Αιματολογίας, στο εργαστήριο της Δρ Ειρήνης Τρομπούκη στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Παράλληλα η αγάπη του για την συγγραφή και η έκδοση δύο, έως τώρα βιβλίων, τον κατατάσσει στη νέα γενιά συγγραφέων.

Ένας ώριμος νέος, με ταλέντο, συνείδηση των επιλογών του, δημιουργικός και αεικίνητος τόσο στην επιστήμη του, όσο και στις λογοτεχνικές του δημιουργίες!

Ως άνθρωπος όπως δηλώνει, αγαπά το «περίεργο», το «διαφορετικό», ό,τι κι αν σημαίνουν αυτά, την ελευθερία λόγου, την ελευθερία κίνησης, την ελευθερία σκέψης και πράξης και, γενικώς, την ελευθερία παντού! Πέραν της βιολογίας και της λογοτεχνίας, του αρέσει πολύ η μουσική, ενώ τελευταία συνειδητοποίησε ότι του  αρέσει να ασχολείται και  με την φωτογραφία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (αγαπημένο το instagram).

Περισσότερα για τον Στέλιο, μέσα από τα όσα ο ίδιος μου είπε, θα απολαύσετε στις επόμενες σειρές…

Θα σταθώ στο τελευταίο σου συγγραφικό απόκτημα, το μυθιστόρημα  ”Η καρδιά της κούκλας’’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΤΥΡΦΗ. Ποιο ήταν το έναυσμα που σε ώθησε να καταπιαστείς με ένα τέτοιο θέμα;

Ήθελα να μιλήσω για τη διαφορετικότητα, αλλά όχι με τον τρόπο που έχει ήδη γίνει. Δεν με ενδιέφερε η πεπατημένη. Πιστεύω πως, ενώ το εν λόγω θέμα έχει προσεγγιστεί πολλές φορές, υπάρχει μία πλευρά του που δεν έχει εξερευνηθεί αρκετά. Δεν ήθελα να γράψω για το τι είναι η διαφορετικότητα. Ήθελα να μιλήσω για το πώς την αντιμετωπίζει ο κοινωνικός περίγυρος –ακόμη κι αν αυτός είναι η μικρότερη δυνατή κοινωνική ομάδα, δηλαδή η οικογένεια- και κυρίως το πού οδηγεί το ίδιο το άτομο, που διέπεται από τη διαφορετικότητα, αυτή η αντιμετώπιση από τον περίγυρο. Ξεκίνησα «ζωγραφίζοντας» μία πολύ απλή εικόνα: αυτήν ενός μικρού αγοριού να παίζει με μια κούκλα. Είμαι σίγουρος πώς αυτό θα θεωρηθεί από πολλούς οξύμωρο. Έπειτα, ζωγράφισα τους ανθρώπους γύρω από αυτό το αγόρι, αλλά περισσότερο τις διάφορες αντιδράσεις του, ανάλογα με την προσωπικότητα, αλλά και το ρόλο του κάθε ανθρώπου στη ζωή του αγοριού. Η καρδιά του έργου μου, όμως, χτύπησε στην τρίτη μου εικόνα: σε αυτήν που φάνηκε η απόκριση και αντίδραση αυτού του αγοριού στα διάφορα είδη αντιμετώπισης μεγαλώνοντας. Έτσι, έπλασα έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου, τον Άγγελο.

Η ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα στο βιβλίο σου, συνδυάζει πολλά είδη. Ποια τα στοιχεία εκείνα που το καθιστούν επίκαιρο στον αναγνώστη;

Νομίζω ότι αυτό δεν έχει να κάνει πολύ με το είδος ενός βιβλίου ή μιας ταινίας, αλλά με τα θέματα που πραγματεύεται, ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο άξονας επί του οποίου τοποθετούνται αυτά τα θέματα. Το βιβλίο μου μπορεί να είναι ένα μυθιστόρημα, κι ως εκ τούτου μυθοπλασία, πλην όμως πραγματεύεται άκρως αληθινά ζητήματα. Για παράδειγμα, μιλάει για φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας (ρατσισμός, έγκλημα κλπ), που δυστυχώς είναι πάντα επίκαιρα, αξιολογεί και δοκιμάζει την αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων, αναφέρεται με πολλούς τρόπους και σε πολλές περιπτώσεις στο πώς το παρελθόν έχει άμεση σχέση με το παρόν που αναγκαστικά βιώνουμε ως οντότητες, αλλά και το μέλλον που επιδιώκουμε να ”χτίσουμε” εξαιτίας του παρελθόντος. Το αγαπημένο μου χαρακτηριστικό του, όμως, είναι ότι θέτει συχνά το ερώτημα του τι είναι σωστό και τι είναι λάθος στη ζωή του κάθε ήρωα, καθώς επίσης και το ποιος ευθύνεται για ό,τι είναι λάθος. Νομίζω πως δεν υπάρχει σωστή απάντηση. Ο κάθε αναγνώστης έχει τελικά μια δική του γνώμη. Όλα αυτά είναι θέματα που, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, είναι διαχρονικά και δεν θα πάψουν ποτέ να μας απασχολούν.

ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Δυστυχώς, ακόμη κι αν δεν σκόπευα να το αναδείξω, το πιο επίκαιρο απ’ όλα είναι η αρνητική αντιμετώπιση της διαφορετικότητας. Υπήρχε πάντα, αλλά η δική μου άποψη είναι ότι σήμερα, ειδικά στην ελληνική κοινωνία, η αντιμετώπιση αυτή έχει αγγίξει ένα peak αρνητικότητας.

Κατά πόσο θεωρείς ότι οι αναγνώστες ενστερνίζονται σκέψεις, γεγονότα και προβληματισμούς των ηρώων;

Χωρίς να θέλω να ακουστεί, ούτε κατά διάνοια, υπεροπτικό, πιστεύω κατά πολύ. Ακριβώς επειδή είμαι ένας νέος συγγραφέας, δεν μπήκα στο τρυπάκι να φτιάξω πολύπλοκους χαρακτήρες, διότι ήξερα ότι δεν διαθέτω την εμπειρία να τους διαχειριστώ. Έφτιαξα, λοιπόν, απλούς χαρακτήρες, «ψεύτικους» μεν, της διπλανής πόρτας δε και φρόντισα, να είναι διαφορετικοί μεταξύ τους. Έχουν όλοι μία διαφορετική προσωπικότητα, διαφορετικές πεποιθήσεις, διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή, αλλά αντιπροσωπεύουν ο καθένας μία ικανή αριθμητικά ομάδα ανθρώπων της καθημερινότητάς μας. Τα δε θέματα που τίθενται, όπως προανέφερα, είναι είτε διαχρονικά είτε επίκαιρα είτε και τα δύο. Οπότε, πιστεύω ότι πολλοί αναγνώστες ταυτίζονται με έναν ή περισσότερους χαρακτήρες, ανάλογα φυσικά και με την προσωπικότητα του κάθε αναγνώστη.

Ο βασικός ήρωας του βιβλίου σου, ο Άγγελος είναι ένα παιδί που υπάρχει μέσα στην καθημερινότητα μας. Εσύ βλέπεις κοινά σημεία στην προσωπικότητα σου με τον ήρωα σου;

Αυτή είναι μία από τις πιο ωραίες ερωτήσεις που μου έχουν κάνει! Με τον Άγγελο συμβαίνει κάτι περίεργο: από τη μία είναι τόσο ιδιαίτερος ως προς την αντιμετώπιση του όποιου περιγύρου και της καθημερινότητάς του, που είναι αδύνατον να βρει κοινά στοιχεία μαζί του κανείς –τουλάχιστον η πλειοψηφία των ανθρώπων, θεωρώ- και από την άλλη φέρει κάποια χαρακτηριστικά που τον καθιστούν ταυτοχρόνως μία μυθοπλαστική μορφή που εύκολα φαντάζει πραγματική. Έχω κοινά με τον Άγγελο, ναι και, προσωπικά, εντάσσω τα περισσότερα από αυτά στα αρνητικά μου χαρακτηριστικά. Νόμίζω ότι το μεγαλύτερο κοινό μας χαρακτηριστικό είναι ότι και οι δύο έχουμε έναν θυμό με τους ανθρώπους γύρω μας, σε κάποια σημεία, μάλιστα, για παρόμοιους λόγους. Η μεγαλύτερη διαφορά μας, ωστόσο, είναι ότι ο Άγγελος πιστεύει κατά επιφάνεια μεν ότι τιμωρεί τους άλλους με τη στάση του, αλλά στην ουσία καταδικάζει και οικτίρει τον εαυτό του. Ο θυμός του στρέφεται σε ένα μεγάλο βαθμό προς τη δική του ύπαρξη, επειδή υποσυνείδητα πιστεύει ότι δεν υπάρχει τίποτα όμορφο μέσα του και η εχθρικότητά του με τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν είναι σε έναν βαθμό αποτέλεσμα του ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι που με τη στάση τους του έδειξαν ότι υπάρχει ασχήμια μέσα του, απλά επειδή είναι διαφορετικός. Σε ένα άλλο σημαντικό ποσοστό, βέβαια, είναι και αποτέλεσμα αυτού που λέμε προβολή: τον έχουν πείσει οι υπόλοιποι ότι είναι «σκάρτος» και θεωρεί έτσι ότι το ίδιο ισχύει και για όποιον τον περιβάλλει.

Εγώ, από την άλλη, θυμώνω ορισμένες φορές με το ανθρώπινο είδος για αυτό που είναι το ίδιο, κι όχι για αυτό που με έπεισαν ότι είμαι εγώ. Άλλωστε, νομίζω ότι έχω μια πολύ δική μου εικόνα για τον εαυτό μου και είναι, βέβαια, πιθανόν να έχω μόνο εγώ αυτήν την εικόνα και να μην τη βλέπει κανένας άλλος (γέλια).

Υπάρχει κάποιο είδος λογοτεχνίας που σε γοητεύει λίγο περισσότερο από άλλα;

Ναι! Η αστυνομική λογοτεχνία και τα βιβλία φαντασίας.

16903527_246646625794365_2385723476983223260_o (1)

Παρότι οι σπουδές σου και η δουλειά σου δεν σχετίζονται με τον χώρο του βιβλίου, τι σε ώθησε να καταπιαστείς με τον κόσμο της λογοτεχνίας;

Ήμουν πάντα λίγο μπερδεμένος ως έφηβος. Μου άρεσαν διάφορα πράγματα και μου ήταν κάπως δύσκολο το να αποφασίσω τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου, διότι τα δύο πράγματα που μου άρεσαν περισσότερο ήταν τελείως διαφορετικά. Από τη μία είχα μια απεριόριστη αγάπη για το γράψιμο. Έγραφα, έγραφα συνέχεια, συχνά χωρίς λόγο, απλά και μόνο σκέψεις μου. Πίστευα και πιστεύω ότι ακόμη και για τα πιο χαζά θέματα, ο εγκέφαλός μου επεξεργάζεται πολύ καλύτερα την πληροφορία και καταλαβαίνει περισσότερα όταν γράφω κάτι. Μου άρεσε επίσης πολύ η μελέτη της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας, οπότε ήθελα να γίνω φιλόλογος. Από την άλλη γοητευόμουν από τη μελέτη των οργανισμών. Αγαπούσα οτιδήποτε είχε να κάνει με το πώς λειτουργεί ένας οργανισμός, υπό φυσιολογικές συνθήκες ή συνθήκες ασθένειας, και εκεί λοιπόν ερχόταν η αγάπη μου για βιοιατρικές επιστήμες. Στο τέλος, επέλεξα να γίνω βιολόγος, κρατώντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι αυτό δεν θα με εμπόδιζε να συνεχίσω να γράφω. Το είχα, λοιπόν, πάντα.

Το γράψιμο είναι κάτι σαν ψυχανάλυση για μένα, κι είμαι βέβαιος ότι το έχεις ξανακούσει αυτό από πολλούς συγγραφείς. Και φυσικά, επειδή μεγαλώνοντας –ξέρεις, σε αυτές τις ηλικίες λίγο μετά τα 18- αρχίζεις να βλέπεις περισσότερα πράγματα και να ζεις ο ίδιος περισσότερα πράγματα, τα οποία όμως, ίσως και λόγω του ότι είσαι ακόμη «φρέσκος» στην έκθεση της συχνά σκληρής πραγματικότητας, σε προβληματίζουν και, πολλές φορές, σε πληγώνουν, είχα και έχω ακόμη ανάγκη αυτήν την ψυχανάλυση.

Ταυτοχρόνως, ίσως είμαι και λίγο «ψώνιο» και αισθάνομαι ότι θέλω να πω πράγματα στον κόσμο. Επιλέγω δε να μιλήσω κυρίως για τα θέματα που με κάνουν, όπως ανέφερα πιο πριν, να θυμώνω με τους ανθρώπους.

Τί βιβλία αγαπάς να διαβάζεις περισσότερο και ποιους συγγραφείς ξεχωρίζεις;

Όπως σου είπα, μου αρέσει πολύ η αστυνομική λογοτεχνία, αλλά και τα φαντασίας. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία σε ό,τι αναμειγνύει ιστορικά γεγονότα με μυθοπλασία. Από συγγραφείς λατρεύω την J. K. Rowling, όπως όλοι της γενιάς μου, πιστεύω. Επίσης, μου αρέσει ο S. King και ο D. Brown.

Ανήκεις στη νέα γενιά ανθρώπων που γεμάτος όνειρα, έφυγες για μετέπειτα σπουδές στο εξωτερικό. Πώς είναι οι συνθήκες εκεί και πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε μερικά χρόνια από σήμερα;

Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Σε γενικές γραμμές, μπορώ να σου πω ότι δεν μετάνιωσα στιγμή για την επιλογή μου να φύγω στο εξωτερικό. Σπούδασα βιολογία επειδή ήθελα να ασχοληθώ με τη βιολογία και, συγκεκριμένα, με την έρευνα. Είναι πολύ σκληρό για έναν νέο άνθρωπο να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να εργαστεί σε αυτό που έχει μελετήσει και για το οποίο έχει αφιερώσει χρόνο και η λυπηρή αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα δεν θα μπορούσα να έχω ασχοληθεί με αυτό. Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα εργαστήρια που κάνουν καλή δουλειά στη χώρα μας και η χρηματοδότησή τους είναι σαφώς χαμηλότερη σε σχέση με αντίστοιχα εργαστήρια του εξωτερικού, πράγμα που παρακωλύει τη δουλειά τους. Ακόμη, λοιπόν, και το γεγονός ότι, εδώ που βρίσκομαι, μπορώ να δουλέψω στον κλάδο μου, με χαροποιεί αφάνταστα. Για την ώρα, έχω την τύχη να βρίσκομαι στο Freiburg της Γερμανίας, στο εργαστήριο της Δρ Ειρήνης Τρομπούκη, σε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο διάσημα ερευνητικά ινστιτούτα στην Ευρώπη. Οι συνθήκες, λοιπόν, σε ό,τι αφορά τη δουλειά μου, είναι πολύ καλές. Το θέμα είναι ότι –για να απαντήσω και στη δεύτερη ερώτησή σου- δεν σκοπεύω να επιστρέψω στην Ελλάδα,  αλλά σχεδιάζω να συνεχίσω να εργάζομαι στο εξωτερικό, ώσπου μια μέρα –εύχομαι να μην αργήσει πολύ- να στήσω το δικό μου εργαστήριο. Συνεπώς, είναι σημαντικό να επιλέξει κανείς και μία χώρα με νοοτροπία που να του ταιριάζει. Όταν λέω να του ταιριάζει, δεν εννοώ να αντι- ή υποκαθιστά την ελληνική νοοτροπία. Αυτό δεν υπάρχει και δεν έχει και νόημα. Υπάρχει τεράστια ομορφιά στο να γνωρίζεις νέες νοοτροπίες. Ωστόσο, κάποιες από αυτές θα σου ταιριάζουν και κάποιες όχι. Δεν πιστεύω ότι η γερμανική νοοτροπία μου ταιριάζει ιδιαίτερα. Για να σου πω την αλήθεια, τους τελευταίους μήνες σκέφτομαι πολύ τις σκανδιναβικές χώρες. Ίσως όχι άμεσα, αλλά νομίζω ότι εκεί θέλω να καταλήξω.

Τι θα έλεγες στα παιδιά της δικής σου γενιάς που ζουν στην Ελλάδα κυνηγώντας τα όνειρά τους;

Εξαρτάται. Γενικότερα, πιστεύω ότι, όταν θέλεις πολύ κάτι και το κυνηγάς, στο τέλος πάντα το κερδίζεις. Αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά. Ενδεχομένως –αν όχι σίγουρα- να απαιτεί θυσίες. Εγώ, για παράδειγμα, θυσίασα τη δυνατότητα που είχα να είμαι συνέχεια με την οικογένεια και τους φίλους μου. Εξαρτάται από το πόσο πρόθυμος είναι κανείς, το οποίο σχετίζεται άμεσα βέβαια με το πόσο θέλει κάποιος κάτι. Το μόνο που θα ήθελα να πω, όχι μόνο στη νέα γενιά, αλλά και σε όλους τους ανθρώπους είναι να μη συμβιβάζονται. Μη συμβιβάζεστε, η ζωή μας είναι μία συνεχής προσπάθεια για κάτι και μόνον έτσι έχει νόημα και ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αρκεστείς σε λιγότερα από αυτά που σε ικανοποιούν. Αν δεν μπορείς να τα βρεις εκεί, όταν ή όπως πίστευες ότι θα τα βρεις, είναι βέβαιο ότι υπάρχουν εναλλακτικές. Ξαναψάξε!

Με τί ασχολείσαι στον ελεύθερο χρόνο σου;

Γράφω! Κατά κόρον κάνω αυτό. Κατά τ’ άλλα, δεν είμαι από τους πιο active ανθρώπους. Τις ώρες που δεν είμαι στη δουλειά –οι οποίες δεν είναι και πολλές- και δεν γράφω, μου αρέσει να βγω για ένα ποτό ή φαγητό με φίλους, να δω μια ταινία ή, πάρα πολύ συχνά, να σαπίσω κυριολεκτικά στο κρεβάτι μου ακούγοντας μουσική, σκεπτόμενος ότι με απασχολεί και κοιτάζοντας το ταβάνι και βλέποντας ελληνικές σειρές –αυτό το τελευταίο το αγαπώ! Το άλλο φυσικά που γεμίζει πολλές φορές τον ελεύθερο χρόνο μου είναι συναντήσεις μέσω skype με τους φίλους μου στην Ελλάδα.

21432982_337363036722723_682045925097694888_n

Γιατί θεωρείς ότι ο κόσμος δειλιάζει μπροστά στο ”διαφορετικό’’ (με ό,τι αυτό συνεπάγεται);

Επειδή δεν το γνωρίζει. Σκέψου το λιγάκι. Το ίδιο πράγμα δεν θεωρείται διαφορετικό σε κάθε χώρα και κάθε κοινωνία. Ακριβώς το ίδιο πράγμα μπορεί να θεωρείται διαφορετικό στην Ελλάδα, αλλά όχι στην Ολλανδία ή τη Γερμανία ή αντίστροφα –χλωμό το αντίστροφο, αλλά λέμε τώρα. Όλα έχουν να κάνουν με το τι γνωρίζεις. Οποιαδήποτε κατάσταση στην οποία εκτίθεσαι από μικρός και σου μαθαίνουν να την αποδέχεσαι, ο οργανισμός σου, ο εγκέφαλος και η προσωπικότητά σου το ενσωματώνουν στην κατηγορία «γνωστά». Από εκεί και πέρα, λοιπόν, η κατάσταση αυτή είναι κτήμα σου, ανεξαρτήτως του αν σε αφορά ή όχι. Όταν, όμως, βρίσκεσαι σε άγνοια αναφορικά με μια κατάσταση, είτε επειδή το επέλεξες είτε επειδή δεν έλαβες την κατάλληλη γνώση, παιδεία, εμπειρία ίσως, τότε τη βρίσκεις περίεργη, δεν την ξέρεις, τη φοβάσαι, σου φαίνεται μη πραγματική. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι είναι όντως μη πραγματική, απλά δεν είναι ενσωματωμένη στη δική σου πραγματικότητα.

Να πούμε στο σημείο αυτό ότι το να δειλιάζεις μπροστά στο διαφορετικό επειδή δεν το γνωρίζεις δεν είναι κακό. Είναι καλό να έχεις ανοιχτούς τους ορίζοντές σου και να είσαι δεκτικός, αλλά σίγουρα δεν είναι κακό να σου είναι άγνωστο και «διαφορετικό» κάτι. Αυτό, όμως, που με τίποτα δεν μπορώ να δικαιολογήσω, να καταλάβω και να ανεχτώ είναι το μίσος απέναντι στο «διαφορετικό¨.

Αφενός, δεν βγάζει κανένα νόημα. Το μίσος και η αγάπη είναι δύο πολύ ισχυρά αισθήματα, δεν μπορείς να τα αναπτύξεις για κάτι που δεν γνωρίζεις. Άρα, μισείς το «διαφορετικό» -που σαφώς δεν γνωρίζεις- απλά από φανατισμό… απαράδεκτο! Και, δυστυχώς, υπάρχει. Το βλέπεις δε στους ίδιους ανθρώπους που πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερο ον επειδή χρησιμοποιεί τον εγκέφαλό του και έχει λογική, ξεχνώντας ότι αυτό το τελευταίο δεν μπορεί να συνάδει με τον φανατισμό.

Αγαπημένο σου μότο που αντιμετωπίζεις την ζωή;

Αυτό που πολύ συχνά λέω, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την κριτική που μπορεί να δεχτεί κανείς για τα όνειρα, τη ζωή, τη δουλειά ή το έργο του είναι ότι «όλοι έχουν δικαίωμα να έχουν και από μία γνώμη, αλλά κι εγώ έχω δικαίωμα να μην τις θεωρήσω όλες χρήσιμες».

 

Το έργο του Στέλιου Γ. Λευκόπουλου, “Η καρδιά της κούκλας”, είναι το
πρώτο μέρος της τριλογίας με τίτλο ” In Nomine Domini “. Το βιβλίο του Στέλιου Λευκόπουλου “In Nomine Domini” – (Η
καρδιά της κούκλας) από τις εκδόσεις “Τύρφη” φαίνεται ότι ενσωματώνει όλα
αυτά τα χαρακτηριστικά, που συχνά συναντούμε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Τοποθετώντας τη δράση στο σήμερα και στην πόλη της Θεσσαλονίκης εκ των
πραγμάτων συναντιέται με τις κρυφές ζωές, τα νυχτερινά μονοπάτια, τις
ανομολόγητες αλήθειες και τα κοινά και ένοχα μυστικά που αυτή η πόλη ξέρει
να κρύβει καλά από τα αδιάκριτα μάτια.


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΔαλματίας πιστεύει ότι η μαμά του είναι ένα ασπρόμαυρο άλογο
Επόμενο άρθροΔύο νέες παραγωγές και πάλι φέτος από την Κάρμεν Ρουγγέρη και τους συνεργάτες της που τις ψήφισαν τα ίδια τα παιδιά