Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ «Φύγαμε κι οι δυο για έναν άγνωστο κόσμο. Αλίμονο, όχι μαζί…» –...

«Φύγαμε κι οι δυο για έναν άγνωστο κόσμο. Αλίμονο, όχι μαζί…» – “Μαρία Πολυδούρη”

FILOSOFOY-POLTDOYRH

Ολοκάθαρη μορφή γυνής μονάχης που σπαράζει στο μισοσκόταδο παραληρηματικά, εισπνέει τον καπνό όλων των καμένων γραπτών της που έγιναν προσάναμμα για τη παγωμένη της ψυχή, από ματαιότητα, μοναξιά, έρωτα, για τον χαμό των ανθρώπων που της χάρισαν την ύπαρξη κι εκείνη σα «σκλάβα» των δημιουργημάτων της σαν υπνωτισμένη σύρθηκε προς το ανύπαρκτο.

H καταραμένη ποιήτρια άναψε το κερί που αγκάλιασε ζεστά τους παγωμένους τοίχους της καρδιάς της και στάθηκε εκεί, να φαντασιώνεται Εκείνον, τον εραστή, τον άνδρα που ήταν η ποίησή της, μια ποίηση που ακολούθησε τον σύντομο κύκλο της γέννησης και του θανάτου, της αρχής κι ενός ανήλεου, πικρού, βάναυσου τέλους.

Όταν ήμουν παιδί είχα διαβάσει ένα ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη, δεν μπορούσα να το κατανοήσω, το διάβαζα ξανά κι ξανά, πολλές φορές, ψέλλιζα τις λέξεις, τις ψηλάφιζα στα χέρια μου, αισθανόμουν πως είχα βρει κάτι που δεν ήθελα να το μοιραστώ, κι έτσι το κράτησα κρυφό, το διάβαζα με τέτοια αγνότητα -για φαντάσου, ένα παιδί διαβάζει ποίηση, κι ας μη την αναγνωρίζει. Είχε μια τέτοια λευκότητα, ήταν τόσο ρομαντικό εκείνο το ποίημα, ήταν η πρώτη φορά που κάποιος μου αποκάλυπτε πως οι ιστορίες μπορούσαν να έχουν κι άδοξο τέλος.

Η ματαιότητα, η πίκρα, η μοναξιά, η δυστυχία, η παραφροσύνη, το πεπρωμένο, ο έρωτας, η οργή, η τρέλα, οι μορφές ανθρώπων που υποφέρουν το ανυπόφερτο, η αρρώστια, με μια πένα χαράχτηκαν εκεί, στο παγωμένο και σκοτεινό δώμα της, εκεί που τραγουδούσε κι έγραφε σαν τα πουλιά που οδηγούν τους ποιητές στον παράδεισο, να γράφουν, να γράφουν, μανιασμένα, παράφρονα, σαν τις ανάσες που παίρνεις πριν να βουτήξεις στο νερό, γιατί γνωρίζεις πως δε θα μπορείς ν’ αναπνεύσεις ξανά, γιατί μετά από αυτό το στίχο μπορεί να σωπάσεις, μπορεί ν’ αποκοιμηθείς, μπορεί να γεννηθείς, μπορεί να παραδοθείς, να δραπετεύσεις, μπορεί να ελευθερωθείς, μπορεί και να πεθάνεις.

Η Μαρία Πολυδούρη και ο ακατάληκτος, παράφορος έρωτάς της Κώστας Καρυωτάκης γράφουν τον τελευταίο τους στίχο -λίγο πριν το άδοξο τέλος που θα τους πάρει χώρια, μοναχικά όπως έζησαν- στο θέατρο.

Διασχίζει τη σκηνή, σαν να περπατά πάνω στις λεπτές γραμμές της ζωής της, θυμάται και νοσταλγεί τα παιδικά της χρόνια, τους γονείς της που πέθαναν μαζί, τη μητέρα της Κυριακή, όταν έκλαιγε στα γόνατά της, τον πατέρα της Ευγένιο, που της μάθαινε γράμματα και λογοτεχνία. Όταν τον γνώρισε, όταν είδε τα μάτια του Καρυωτάκη, ήταν σαν να περιπλανήθηκε για λίγο στον παράδεισο και τη κόλαση, στη γη και τον ουρανό, σαν τ’ άνθη τ’ ουρανού να έπεσαν σφοδρά και να έγιναν τ’ άστρα της γης, σαν ολάκερος ο κόσμος ν’ ανορθώθηκε και να συνθλίφθηκε την ίδια στιγμή, και οι παλμοί της καρδιάς της; Που τώρα αντηχούν σε όλη τη σκηνή, χτυπούσαν με τόση τρέλα, σαν μελωδία που δεν είχε νότες, σαν άηχες νότες που είχαν τη δική τους ηχώ. Κι από την ώρα εκείνη που αντίκρισε τα μάτια εκείνα που δεν είχαν ιστορία, παρά ήταν παραδομένα στην ομορφιά της φύσης και των ανθρώπων, όλα έπλεαν προς το τέλος.

Η ποιήτρια Βιβή Κοψιδά-Βρεττού έγραψε για τους ερωτευμένους ποιητές Μαρία Πολυδούρη και Κώστα Καρυωτάκη με αγνότητα, φροντίδα, συγκίνηση, με ανάμεικτα συναισθήματα λύπης και χαράς. «Χαρτογράφησε» τις ψυχές τους, τις εναπόθεσε ευγενικά στο χαρτί, δίνοντας μορφή, σχήμα και αλληλουχίες συναισθημάτων σε δύο ιστορικές, για την ποίηση, οντότητες. Κάθε λέξη που άρθρωναν η Φωτεινή Φιλοσόφου, υποδυόμενη την Μαρία Πολυδούρη, και ο Νίκος Γιάννακας, που ερμήνευσε τον Κώστα Καρυωτάκη με δεινότητα και διαπεραστικότητα μας συνέπαιρναν με μια πρόκληση συναισθημάτων αλόγιστων, που διέρχονταν μέσα μας και εξέρχονταν με κατεύθυνση τη σκηνή, ένας διάλογος του ηθοποιού με τον θεατή, ανείπωτες λέξεις, και απόκρυφες εκφράσεις αντίδρασης και απόκρισης μεταξύ τους.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Νικολαΐδης έλαβε το έργο της Κοψιδά, και το τοποθέτησε σαν ένα εύθραυστο αντικείμενο στη σκηνή, ύστερα άρχισε να το πλάθει, να του δίνει μορφή, σάρκα και να το χτίζει με τους ηθοποιούς, με ενσυναίσθηση και έντονη την ανάγκη δημιουργίας μιας ιστορίας, όπως τη διαβάσαμε, να τη δούμε να υπάρχει και να ζωντανεύει μπροστά μας.

«Αγάπησα και μίσησα την τρέλα μου» είπε η Μαρία Πολυδούρη, μια γυναίκα-ποίημα που μιλούσε για τη ζωή ματαιόδοξα και για τον θάνατο με ελπίδα, που μέσα από εκείνον (τον θάνατο) μπορούσαν ν’ αναδύσουν άνθη, όπως από τη λάσπη αναδύει η ζωή.

[ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΜΕ ΠΗΡΕ ΜΟΝΑΧΗ…]

Στὸ δρόμο ποὺ μὲ πῆρε μοναχὴ
δὲν ξέρω πῶς, ἀλήθεια,
βρῆκα μία νέα μέσα μου ψυχὴ
κι᾿ ὄνειρα βρῆκα πλήθια.

Μέσ᾿ στὸ μισὸ τὸ φῶς, ἦταν γλυκὸ
νέο φύτρο τὴν ἐλπίδα
νὰ τὴ θωρῶ σὰ μάγο μυστικὸ
καὶ σὰ ζωοδότρα ἀχτίδα.

Ἦταν γλυκὸ πῶς ἄνθιζε ἡ καρδιὰ
μέσα στὸ νέο κορμί μου.
Ἀνοίγανε τὰ μάτια στὰ κλαδιά,
τραγούδαγεν ἡ ὁρμή μου.

Ὁ νοῦς μου ὁραματίζοταν. Τρελλὰ
φτερὰ τὰ δυό μου χέρια
καὶ νὰ ἡ Ἀγάπη μούγνεψε δειλά,
μοὔστειλε περιστέρια.

Καὶ νὰ ἡ Ἀγάπη μ᾿ ἕνα ἀστραφτερὸ
δρεπάνι μὲ σιμώνει
κι ἀφοῦ μου θέρισε ὅ,τι δροσερὸ
μ᾿ ἄφησε πάλι μόνη.

Συντελεστές:

Το έργο έχει γράψει η γνωστή ποιήτρια και φιλόλογος Βιβή Κοψιδά-Βρεττού

Σκηνοθεσία: Γιάννης Νικολαΐδης

Μουσική επιμέλεια: Στέφανος Νικολαΐδης.

Σκηνικά-Κοστούμια: Όλγα Σχοινά.

Φωτισμοί: Στέφανος Κεραμιδάς.

Φωτογραφίες: Αθηνά Λεκκάκου

Ηχογράφηση :Studio Artracks

Στον ρόλο της Μαρίας Πολυδούρη η Φωτεινή Φιλοσόφου

Κώστας Καρυωτάκης ο Νίκος Γιάννακας

Αφηγητής ο Γιάννης Νικολαΐδης.

www.ehmi.gr

«Μαρία Πολυδούρη»

Θέατρο Αλκμήνη ( Αλκμήνης 8-12 στάση μετρό Κεραμεικός)

Κάθε Τετάρτη στις 19.00 και Πέμπτη στις 21.30

Έναρξη Τετάρτη 23/01/2019

Είδος έργου: Κοινωνικό-ποιητικό

Διάρκεια: 1.15΄

Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ και 10 ευρώ φοιτητικό, ανέργων, συνταξιούχων.


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΗ Φωτεινή επέλεξε το παιδί της καρδιάς της, με ένα υπέροχο σοκολατί χρώμα…
Επόμενο άρθροΤο φαινόμενο… Μαλβίνα Κάραλη που δεν θα σβήσει ποτέ!