Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Αιμόφυρτες θυγατέρες ψυχορραγούν κάτω απο το σάβανο της ντροπής

Αιμόφυρτες θυγατέρες ψυχορραγούν κάτω απο το σάβανο της ντροπής

Κραυγή, οξύς σπασμός, ευνουχίζεται μια κόρη, η βελόνα τρυπά αργά το μοναδικό όργανο που το αρσενικό απαγορεύεται να αγγίξει, να απολαύσει την αφή, την όψη της φυσικής ομορφιάς, της γύμνιας.

Μη, μην κοιτάς, μην ακούς, μην γελάς, μην κάνεις έρωτα. Πως τολμάς, ακάθαρτο θηλυκό, να ντροπιάζεις την οικογένεια Φτενούδου;

Ένα άρρωστο μωρό, ασθενικό, μικρό, σαν σκουληκάκι κουλουριασμένο, γεννήθηκε σχεδόν άψυχο, δεν κοιμήθηκε ποτέ, δεν υπήρχε για αυτό αγκαλιά να το νανουρίσει, μάνα να ξεχάσει τη ντροπή και να το θηλάσει έτσι μισητό, ξεγυμνωμένο στην άτυχη φύση του που ήταν. Όμως, ευτυχώς για την «τιμή», την ηθική μιας κληρονομίας που υποτάσσει και σκύβει τα κεφάλια των γυναικών στο χώμα, αποκατέστησε την «υψηλοφροσύνη» της οικογένειας, άπλωσε μια λιαχτίδα, η Ερατώ, η θεά του μύθου, της λυρικής ποίησης. Εκείνη δεν θα αμαύρωνε, δεν θα λάσπωνε, δεν θα σπίλωνε ποτέ το όνομα του πατερά της, της φαμιλιάς της… έτσι δεν είναι;

Κυλίεται στο υπόγειο με τον Ιταλό, εκείνον τον ξένο, κάνει έρωτα, ναι, έρωτα, βλέπει το στήθος της, τη γυναικεία της φύση, διεισδύει μέσα της, θάβει τον σπόρο στα βάθη των σπλάχνων της, σε ένα κέλυφος προστατευμένο, ασφαλές. Παίρνει το ιερό της, κόβει τον παρθενικό υμένα, σκίζει τη μεμβράνη και τότε, τότε η οικογένεια ατιμάται. Ο πατέρας με τι ντροπή μπορεί να επανακτήσει την υπόληψη του, να ανορθώσει το ηθικό του ανάστημα;

Ματώνουν τα γόνατα της, όχι, αδύνατο, το αίμα κύλα από τις κλωστές, από την παρθενορραφή, από την μεγάλη αδερφή που έμπηξε μια βελόνα και αφαίρεσε μονομιάς την ευτυχία, τον έρωτα, την ηδονή, από το ειδύλλιο μιας πολυπόθητης ζωής

«Μαμά, μπορώ να αγαπήσω όποιον θέλω;»

«Όποιον θέλεις παιδί μου, όποιον εσύ λαχταρήσεις»

«Μαμά, τι κάνουν οι άνθρωποι που αγαπιούνται;»

«Είναι ευτυχισμένοι»

Και χάθηκε η μάνα από το πέπλο, από την μαύρη σκόνη που κοσκίνισε την οικογένεια, δεν μπόρεσε να δει λάμψη, αψίδα ευτυχίας, να ευφρανθεί η λησμονημένη ψυχούλα της. Έφυγε, κι όπως έφυγε, κλείδωσε στο στέρνο της ένα μυστικό, μια καταραμένη πατροπαράδοτη εμμονή της ηθικής, ποιας ηθικής; Ποιας;

Λεκιασμένη, ένα σκυλί, αν πρέπει να σμίξουν τα σώματα, αν πρέπει να συνουσιαστούν τα στήθη, να ασπαστούν τα χείλη και να λιγώσουν τα βλέμματα για να ειπωθεί κάτι για ζωή, τότε Ερατώ, Αμαλία, Πηνελόπη, εσείς, που αμείλικτες γονατίσατε στο ήθος που επινόησαν κάποιοι, σε μια παλαιομοδίτικη, αρχέγονη, παλαιολιθική μάλλον εποχή, ποιον εκδικάσατε όταν διέπραττε το «έγκλημα» του πόθου, της μεθυστικής, αγαλλιάζουσας αναπνοής;

Λιλή! Προσφωνώ, όχι όχι συγγνώμη, επικαλούμαι το όνομα σου, αν το επιτρέπεις το δανείζομαι για λίγο, ή να κλέψω θρασύτατη τις λέξεις σου, ή να σου τις κρύψω, θα μου ψιθυρίσεις σε μια ουτοπία, απόκοσμα σε ένα όραμα τι σκεφτόσουν. Και εσύ αντισυμβατικά ξάπλωσες λιγόθυμες τις ατίθασες λέξεις πάνω στο χαρτί, δεν έπλεες με το νερό του ρεύματος, παρά ακολουθούσες το δικό σου καταρρακτώδες ρυάκι, όμως αυτό το οξύ συναίσθημα, αυτή η παθητική, ρακένδυτη οδύνη που μου χαϊδεύεις πάνω στα πλευρά, κάτι θυμίζει, με κάποιον μοιάζει, όμως, άσε τα μώρα να κοιμηθούν, γιατί τη λήθη να κατακρεουργείς και με μνήμη να την σπέρνεις;

Λιλή Ζωγράφου, συγγραφέας του έργου " Η αγάπη άργησε μια μέρα"
Λιλή Ζωγράφου, συγγραφέας του έργου ” Η αγάπη άργησε μια μέρα”

Λιλή! Άκου και αυτό «Ελευθερία είναι η αθωότητα να μην γνωρίζεις την ασκήμια των ανθρώπων», εσύ το είπες και εγώ από κάπου, δεν θυμάμαι τον χώρο, μα ανεύθυνα ούτε και τον χρόνο,  έβλεπα το φωτάκι σου να ανάβει, να σβήνει, να τρεμοπαίζει και μαζί του να σβήνουν και οι επτά θηλυκές μορφές επί σκηνής, να πέφτουν νεκρές, αποτελειωμένες και βασανισμένες στο πέτρινο, παγωμένο στρώμα της γης, στο ξύλο και στο χώμα, παντού…

Σπαρταρούν τα γυμνά ψάρια πάνω στο σανίδι, ένα έργο αυτοδημιούργημα που κομματιάζει τα γυαλιά σε θρύψαλα και το αίμα γίνεται δάκρυ, κάτι βροντοχτυπά, σαν παλμός στο στήθος, μια γυναίκα βλέπει την απομίμηση της υποτιμημένης, άχρηστης για εκείνους, ζωής,  χρόνια, αιώνες πριν την ύπαρξη-ανυπαρξία της.

Όμως Ένκε, δεν μπορώ να σε δω, πίσω από τις διαπεραστικές, διάφανες μεμβράνες που αστραπιαία υπνωτίζουν, κάπου χάνεσαι και συ, μέσα από μια χειρουργική, αριστοτεχνική ματιά εσύ ψάχνεις την Λιλή, ίσως, βλέπεις την γυναίκα, ψάχνεις να κολλήσεις τα φτερά της, να αγγίξει τα σύννεφα της ελευθερίας, και όλοι σε βλέπουν, πως θέτεις τα σχοινιά, πως δένεις τους κόμπους περίτεχνα, αδελφικά και πατρικά. Θωρούν ένα αρσενικό που εκτιμά και τροφοδοτεί με αξία το θηλυκό, τολμάς και ανεβάζεις τόσο ψηλά, τόσο ευδαιμονικά έναν θίασο, να χορεύουν, να κυλιούνται, να παραλογίζονται, να χάνουν τα λογικά τους, να μην έχουν όνομα, ηλικία, πρόσωπο, να γίνονται άδοξες, ένδοξες και να βυθίζονται, να κλαίνε, να προσεύχονται, να ξορκίζουν τα “πάθη” και “λάθη” τους.

Εσύ ανυψώνεις το πρόσωπο τους και εκείνες κοιτούν πιο ψηλά από την ύψιστη κορυφή, σαν μητέρες, αδελφές, συντρόφισσες γυναίκες, αυτό, όμως, το προκάλεσες εσύ, ένα βιβλίο, μια ύλη σε μια παραστατική, σκηνική, ανθρώπινη και γυναικεία υπόσταση, από τις λέξεις στην αφή της σάρκας, των οστών των αδικοχαμένων στη σκηνή, την τέφρα, το μνήμα, τον ενταφιασμό και μια φωτογραφία, ένα καντήλι και στον κόμβο να στέκονται εκείνες, παραταγμένες ή ελεύθερες, με τα δεσμά τους ξεχασμένα στα παρασκήνια.

Τα στόματα και οι φωνές ανταλλάσουν αντιλάλους, σοφό, ποιοτικό μα πιο πολύ ποιητικό τέχνασμα η εναλλαγή προσώπων, λόγων, στοίχων, η μια να μιλά για λογαριασμό τες αλληνής και από ένα φερέφωνο, που δεν της ανήκει, να αφηγείται και να θρηνεί τον χαμό και των ξεκληρισμό των αδελφών της…

Όμως με κοιτούν, γιατί σφυρηλατούν, γιατί σαλεύουν οι ντροπές μου και τις βλέπω να παίρνουν ενοχικές μορφές; Μήπως ως γυνή είδα την καταγωγή μου; Μήπως είδα πόσες μητέρες υπόδουλες έζησαν άχαρα και καταδυναστευτικά πριν από το επωφελούμενο, ένδοξο σήμερα μου;

Κι ας ήταν πλαστές, δεν ήταν όμως, πάτησαν βαριά τις σόλες των παπουτσιών τους στη ξυλική κατασκευή και δεν έφυγαν μέχρι να πουν με πυγμή και ρώμη: «Όλα χάθηκαν με την ζωή μας και την νιότη μας, που έγιναν καπνός».

Ένοχη! Πείτε την αλήθεια, με είδατε να δακρύζω! Δεν θα το έκανα αν δεν στραγγάλιζαν, αν δεν μελάνιαζαν από τα χτυπήματα κάτι εύθραυστο, έναν εσωτερικό, βαθύ λιγμό, τούτες οι ερμηνείες, και ύστερα, με το δάκρυ, ω, σαν βούρκο να βυθίζει τις κόγχες των ματιών μου, ντρέπομαι να τις κοιτάξω, ντρέπομαι, καλύπτω τα γυμνά μου άκρα και την Λιλή την ντρέπομαι, και τους νεκρούς που αφανίστηκαν από την διαολεμένη, ακατάλυτη, στους αιώνες των απαίδευτων, γελοία «ηθική».

Αξιομνημόνευτες ερμηνείες, κάπου χαράζονται οι μορφές τους, ο δρόμος για την μίμηση του προσώπου, πόσο δε μάλλον για την κατάκτηση και την λεηλατήσει του ψυχισμού του, είναι δύσβατος, κι όμως, οι ερμηνεύτριες τούτης της σκηνής, αν όχι σε όλες τις μονάδες που τις θωρούσαν,  κατόρθωσαν το παράδοξο, το ανώτερο αγαθό της υποκριτικής να το μετατρέψουν σε έναν διεισδυτικό ρευματισμό που ψυχοπλάκωνε, που συντάραξε σφοδρά κάτι στα βάθη ανώτερο.

Ένα έργο που μεταφέρθηκε στη σκηνή με ιερότητα και πίστη, με ισορροπία και εμβάθυνση στο νόημα, ενώ με ανάλογο τρόπο τα συναισθήματα που προκληθήκαν στο κοινό, ήταν πολύμορφα και πολυσύνθετα.

Με δριμύτητα, στο Θέατρο Άκρω, όλα απλώθηκαν και χάθηκαν στον στείρο χρόνο, στο απατηλό όνειρο της σωτηρίας, της αγάπης, της φυγής από το χωριό στην κοσμική πόλη, ο τόνος της χροιάς τους μπουμπούνιζε την κερκίδα και άφηνε τη σκηνή να αιωρείται στη δική της εκτέλεση. Με μια βραχνή αλλά τόσο σπαρακτικά απεγνωσμένη φωνή, η Αμαλία καταδικάζει: «Η αγάπη άργησε μια μέρα»

Όχι, ποτέ, δεν άργησε η αγάπη, όταν ήρθε μόνη και ανήμπορη να πλαγιάσει, οι άνθρωποι σταμάτησαν να οδεύουν, και γλυκείς και απληροφόρητοι κοιμήθηκαν στην άκρη του διάβα τους.

Συντελεστές

Διασκευή-Σκηνοθεσία : Ένκε Φεζολλάρι
Σκηνικά–Κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης
Πρωτότυπη Μουσική: Γιώτα Κοτσέτα
Δραματουργική επεξεργασία: Ναταλί Μηνιώτη

Παίζουν:
Αιμιλία Υψηλάντη, Αθηνά Τσιλύρα, Κατερίνα Μισιχρόνη, Μυρτώ Γκόνη, Μαρία Καρακίτσου, Βασιλική Διαλυνά, Μαρία Αποστολακέα

Βοηθός σκηνοθέτη: Δάφνη Λιανάκη
Φωτογραφίες: Πάνος Μαζαράκης, akou.news

Έως αρχές Ιανουαρίου

ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
ΤΕΤΑΡΤΗ 19:00
ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΣΑΒΒΑΤΟ 21:00
ΚΥΡΙΑΚΗ 19:00

Διάρκεια: 2 ώρες με διάλειμμα

Ελευσινίων 15, Αθήνα, 10437 Τηλ: 210-5201684


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΕσπευσμένα στο χειρουργείο ο Φίλιππος Σοφιάνος – Τι συνέβη
Επόμενο άρθροΗ μαγεία της Πρωτοχρονιάς στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος