Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Μια δικαιολογημένη αμφιβολία πάλλεται σε ένα δωμάτιο δώδεκα ενόρκων – «Αθώος ή...

Μια δικαιολογημένη αμφιβολία πάλλεται σε ένα δωμάτιο δώδεκα ενόρκων – «Αθώος ή ένοχος ο κατηγορούμενος ε;»

22519317_1993002014313980_902136234800022919_n

Ένας κύκλος στην φαυλότητα του μεγαλείου του, δίκοπο στιλέτο διαπερνά το ξύλο, δύο όψεις του δολαρίου, ενοχοποιημένο πρόσωπο, μία αθώα μορφή να σαλεύει στην περιστρεφόμενη σφαίρα ανθρώπων αιχμαλωτισμένων από προσωπικές ένδειες, από σύριγγες και ορούς καρφωμένους στη φλέβα, με το βλέμμα στρεφόμενο στη βροχή που χτυπά με ορμή, με τη ζέστη να δημιουργεί  ρανίδες ιδρώτα στα μέτωπα τους.

Δώδεκα άνδρες, δώδεκα σωτήρες ή δώδεκα δήμιοι σε ένα δωμάτιο που στενεύει το περιθώριο, στο σκοτάδι που αποπνίγει και σφίγγει και σφιχτοδένει τις γραβάτες τους.

Ένα παιδί, ένα παιδί δεκαέξι χρονών φοράει την πουκαμίσα του, φτιάχνει κόμπους στα παπούτσια του περιμένοντας, περιμένοντας μιαν κατεύθυνση διακλαδωμένη, σε μια καρέκλα που αποτινάζει τα μυαλά, που λεηλατεί και πλήττει ένα σώμα, στο ρεύμα που εισχωρεί στο μικρό του κορμάκι και βαδίζει ολοταχώς προς τη κατάληξη, στη λάθος ή σωστή εκτέλεση, ή στην αθώωση, έξω από τα σίδερα της τρέλας, της απομόνωσης, εκεί όπου υπάρχει η ζωή, και μια οριζόντια λωρίδα αρχής και φυσικού τέλους.

Τούτοι οι άνδρες που θωρώ, βρίσκονται στο κενό, σκεπτόμενοι αν πρέπει εκείνοι να αποφασίσουν , αν αξίζει ή αν δεν αξίζει σε ένα παιδί να πεθάνει για ένα εγκλημα που – έκανε ή δεν έκανε; Σαν «γελωτοποιοί» μιας αυστηρώς δραματικής πράξης στο δικαστήριο, κανείς δεν είναι σίγουρος για τα άπαντα της υποθέσεως, και η ακρίβεια βαδίζει στον χαμένο διάβα των προσωπικών παθών.

Ένα τετράγωνο κουτί, ένα τραπέζι όπου κατατίθεται μιαν ετυμηγορία, ένας καλόγερος στο βάθος, να κρέμονται δώδεκα καπέλα, δώδεκα σακάκια. Άνδρες, ο καθένας, μεμονωμένα, στη δική του αλήθεια να βαραίνει τις ωμοπλάτες του, να βήχουν τα σωθικά του, να σκουπίζει τα δάκρυα των ματιών του, να πάλλεται η καρδιά του από πόνο. Ένας μάρτυρας ηλικιωμένος, εκείνος που στο άδειο κουτί του ταχυδρομείου του, άφησε μονάχα τη μοναξιά. Πώς; Ένας άνθρωπος της δικής του κακομοιριάς, των δικών του επιπόλαιων δράσεων και αποδράσεων από την ευθύνη,  να επικαλείται την αθωότητα ή την επιβίωση κάποιου παιδιού; Γίνεται ένας μάρτυρας να άκουσε λάθος; Γίνεται να θώρησε στρεβλά; Γίνεται όλα στον όρκο του ευαγγελίου να αναιρούνται;  και από κάποια αδιόρατα, ανούσια λεπτά, κάποιος να αποθάνει από λάθος; Γίνεται να μην είδε μια ανασφαλής γυναίκα καλά; Είναι σίγουρο πως η αμφισβητούμενη όραση αντίκρισε την αποτρόπαια σκηνή του φόνου καθαρά;

Στη λαιμητόμο, να κρατούν το σχοινί, στέκονται οι δώδεκα άνδρες. Το νούμερο οκτώ! Ο ένορκος οκτώ να σηκωθεί παρακαλώ, εσύ! Γιατί πιστεύεις πως ο κατηγορούμενος είναι αθώος; – Δεν ξέρω κύριε δικαστά, δεν.., γνωρίζω μονάχα τα στοιχεία, όμως…  – όμως τι;

-Έχω μια δικαιολογημένη αμφιβολία του… «γιατί να είναι ένοχος ε;». Η μάζα περιπατεί προς τον ήδη χαραγμένο μονόδρομο, όλοι προς το στενό μονοπάτι των προκαταλήψεων, της ασυνείδητης σιγουριάς τους, του «ένοχος» που μεταπηδά από το χείλος αθυρόστομα, αδιάλλακτα, δίχως η γλώσσα να βουτήξει μια φορά στο μυαλό, «τα στοιχεία κύριοι, δεν χρειάζεται να αθωώσουμε έναν δολοφόνο, “τοιούτοι” έχουν μάθει να λέν ψέματα από τα γεννοφάσκια τους, όχι, είναι ένοχος, είπε στον πατέρα του “θα σε σκοτώσω”, τον άκουσαν, ναι! Eίναι ένο…, όχι, το ξανασκέφτηκα, είναι αθώος, ανάθεμα, είναι αθώος», και λυγμοί, και αναφιλητά συσπώνται όλα μαζί από τα μάτια του, από το στόμα του, που προσπαθεί να το κολλήσει στη ραφή, γιατί κι εκείνος, αφού τάχθηκε, στη διαδρομή γνώριζε, συγκαλύπτοντας την αλήθεια, εκείνος και όλοι τους γνώριζαν πως το τεκμήριο του δικαστηρίου ήταν ψευδές, όλα, στη ρητορική μιας παραπλανητικής πειθούς, ψεύδονταν.

Ο Ρέτζιναλντ Ρόσε, στη σύλληψη αυτής της αριστοτεχνικής και τόσο νοηματοδοτούμενης ιδέας, υλοποίησε ένα ανθρωπιστικό κίνητρο στο έργο, να αλληγορεί μόνο του, πίσω από τον φακό του 1954. Στην έξαρση και τον ακατάλυτο αναβρασμό της κοινωνίας, των προκαταλήψεων και της δεισιδαιμονίας των μειονοτήτων, των διαφορετικών, της αναξιοκρατίας και της ανεπαίσθητης εκλογής, τύλιξε σε ένα ματωμένο σάβανο όλα τα αιμόφυρτα πλάσματα της βίας και του ρατσισμού που βασανίστηκαν, και τους έδωσε μια μικρή δικαίωση, έξω από το δικαστήριο, σε ένα δωμάτιο με λέξεις να διακινούνται οργισμένες, εξαγριωμένες, παθολογικά ταλανισμένες.

Λέξη ιερή η ελευθερία, με την θανατική ποινή να αφορίζεται από τους «δρακόντειους νόμους που γράφτηκαν με αίμα», ο Ρόσε έσφαξε ένα παγκόσμιο βιβλίο κινηματογράφου και ιστορίας με την πένα του, και ύστερα όλο αυτό σπάραξε στο ζωντανό θέατρο. Μια επαναστατική γραφή, ένα μεγαλούργημα που ανορθώθηκε στον θρόνο της τέχνης, πίσω από τον φακό, στην σαρκική μορφή του θεάτρου. Το διανοητικό αυτό, στοχαστικό δίδαγμα, με όλες τις διθυραμβικές αποκρίσεις του, βρέθηκε στο ορατό μου πεδίο, με ορόσημο… κανένα ορόσημο. Εκτοξεύτηκαν τα εναλλασσόμενα, στον παροξυσμό και τον μεταπτωτισμό, συναισθήματα, και οι νοήσεις υπέστησαν αναλαμπές, που βίαια και αβασάνιστα εισχώρησαν στα έγκατα του νου με όλες τις λήψεις και τις χορηγήσεις αινιγμάτων, μηνυμάτων, και πάνω απ΄όλα, απλών, ανθρώπινων ισχυουσών δεοντολογιών.

Δώδεκα άνδρες οργισμένοι βρέθηκαν στον κόμβο κάποιου δωματίου, κάποιος που λογογράφησε  από τα αψηλά, τους έσπρωξε στο σκοτεινό σημείο, όπου πάνω από το κεφάλι τους, ετοιμόρροπη, καρφώθηκε η δαμόκλειος σπάθη της απόφασης. Ο ένας, πάντα θα υπάρχει ένας, σήκωσε το χέρι του, όταν όλα τα άλλα, άβουλα,  ήταν κατεβασμένα. Η μεγάλη ανατροπή βρόντησε όλη τη σκηνή, το ρολόι αναρίθμητα προσπέρασε τα ψηφία, ο χρόνος κύλησε, και ένας ένας από τους ενόρκους, σαν δεσμώτης, έκοψε τα δεσμά του και στην συνειδητοποίηση και τη δικαιολογημένη αμφιβολία μετέβαλλε και αύξησε τις πιθανότητες το αλλοδαπό αγόρι να ζήσει. Όμως, ο ένας της ενοχής σκεπασμένος, δεν οπισθοχωρεί, τον τυραννά, τον επιδοκιμάζει κάτι προσωπικό, ουδεμία σχέση δεν έχει ο κατηγορούμενος, αλλά μια τιμωρία χρωστούμενη σε κάποιον άλλο.

Ένα σκηνικό, πανομοιότυπο με την πιο απειροελάχιστη ψηφιδωτή λεπτομέρεια της ταινίας «12 angry men», το τραπέζι, το ρολόι, το μπάνιο, το παράθυρο, ο φύλακας, τα πάντα, ακόμη και η ενδυμασία τους παρέπεμπε στην εποχή, η χαρακτηριστική ηχητική υπόκρουση, όλα επιβεβαίωσαν τη σχολαστικότητα των συντελεστών, δίχως τίποτα να παραπαίει και να δίνει το περιθώριο οποιασδήποτε ένστασης και άρνησης, τουλάχιστον στην οφθαλμοφανή απαίτηση.

Όμως, μπόρεσα για λίγο να δω τη Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, και χαρακώθηκαν για λίγο στην πλάνη μου εικόνες που δεν θώρησα ποτέ, όπως το να κινεί τους ηθικούς αυτουργούς όλης τούτης της εκτέλεσης, όπως το να τη βλέπω να κεντρίζει το βλέμμα της στην υλοποίηση όλου του προσχεδίου της, σε ένα έργο που ανατρέπει επί σκηνής, που αγκυλώνει τους θεατές, που μετουσιώνει και μεταλαμπαδεύει έναν αγώνα που εμμένει στο δίκαιο, στον άνθρωπο που ξεριζώνει τις αλυσίδες από το έδαφος, και ίσως με τον τρόπο αυτό, τα ιδανικά που κάποτε εκλιπαρούσαμε, να κατέκτησαν και να αφύπνισαν τον άνθρωπο, τον θεατή, να ήταν εκείνα που μας έκαναν να αμφιταλαντευτούμε στο θεατό.

Η δύναμη της σκηνοθέτιδας, η δημιουργικότητα και η ενδυνάμωση και η  επικέντρωση σε όλα τα μικρά ουσιώδη πράγματα, ήταν όλα φανερά, και η αξία του λόγου της, διότι δεν στάθηκε σε ένα εύκολο και πρόχειρο εγχείρημα, αλλά σε μια ευρύτητα,  σε μια έλλογη κίνηση των νημάτων, με τους ηθοποιούς να ακολουθούν ανιδιοτελώς, πιστά τα βήματα της και όλο αυτό να γίνεται ένα αποτύπωμα σκηνής, με ορθολογισμό, με διαχυτική, έντονη, οξεία μεταφορά, με μια μετάγγιση συναισθημάτων και συλλαμβανόμενων αγγελμάτων.

Δώδεκα αρσενικές οντότητες, ήρωες φερέφωνα, ήρωες αγγελιοφόροι, ευέξαπτοι, με την οργή και τον αναβρασμό να θερμαίνονται, να κοχλάζουν, να λογομαχούν, να φτάνουν στο ακρότατο της απειλής, της προσβολής, της εμπάθειας, του φθόνου, ήταν βαθιά συνειδητοποιημένοι στη συμμαχία της τέχνης και της δραματικής αλληγορίας. Με κάποιο είδος, αν θέλετε, ψυχογραφήματος αυτών των ατόμων, με τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, τα πιστεύω, τις εμμονές και τα πάθη, στον ομφαλό του σανιδιού  ανορθώθηκαν επί σκηνής οι: Κωνσταντίνος Μουταφτσής, Κωνσταντίνος Μπάζας, Θανάσης Κουρλαμπάς, Νίκος Ορφανός, Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Τάσος Παπαδόπουλος, Αλέξανδρος Πέρρος, Μάνος Ζαχαράκος, Τρύφων Καρατζάς, Γιώργος Γιαννόπουλος, Περικλής Λιανός και Ορέστης Τρίκας.

Ένας θίασος ξεχωριστός, με έναν παράδοξο τρόπο, πανομοιότυπος συνειρμικά και αποδοτικά, συνταιριασμένος  ο κάθε ήρωας με τους ηθοποιούς της ταινίας, στη κίνηση και στη ψυχοσύνθεση. Πέρα από αυτό, οι ερμηνευτές ακολούθησαν τις πράξεις επάξια, συντονίστηκαν, παρά τον πολυμελή θίασο, και απέδωσαν με ρυθμό και με το ορθόν όλες τις αντιλαβές στους διαλόγους, τις διακοπές και πολύ περισσότερο δε, πιο σημειωτέοι ηταν οι έντονοι τόνοι, οι εξάρσεις, και ύστερα, εκείνοι ημέρευσαν και όλο αυτό εξισορροπήθηκε και κουμπώθηκε με τις άπαντες σκηνικές, σκηνοθετικές, ηχητικές παρεμβάσεις της σκηνής.

Έτσι έφεραν εις πέρας την αποστολή του ηθοποιού, όλη αυτή η σκηνική παρουσία αιχμαλώτιζε και προκαλούσε μια συγκέντρωση στα δρώμενα που διαδραματίζονταν στη σκηνή, όλα να λιγοθυμούν στην ευαισθησία του θεατή, με μια μετοχή σαν ο καθένας μας να ήταν ο ένορκος εκεί, «σ’ ένα δωμάτιο ενόρκων δεν υπάρχουν μυστικά»,  «δεν μπορώ να οδηγήσω ένα παιδί στον θάνατο δίχως να το συζητήσω», κανείς δεν έχει την ισχύ να αποφασίζει για έναν άνθρωπο, προσπάθησαν να χαράξουν στο πρόσωπο των ενόρκων εκείνο των δήμιων, όμως, εν κατακλείδι, ο ένορκος επέστρεψε στην ανθρωπότητα, ως ένα έλλογο, συνεσταλμένο όν.

Σε πιάνει μια ανησυχία στην έξοδο του θεάτρου, μήπως και κάτι ξέχασες εκεί, σίγουρα μια σπίθα αγανάχτησης και αδικίας, που λυτρώθηκε, όμως, σίγουρα πήρες λίγη παραπάνω σοφία, που προκάλεσε μια πληρότητα στα ατίθασα συναισθήματα, πριν την είσοδο σου στο κατώφλι του θεάτρου Αλκμήνη..

«Αστόχαστε άνθρωπε πού βαβίζεις

μες στο πλήθος των ομοίων σου;

Πού πας χωρίς τη συμπόνια οδηγό;

Πεδίο μάχης μπροστά

Ένα σκοτεινό δωμάτιο

και το στιλέτο εν αναμονή της χρήσης του
Διψά για αίμα

Μην το ανοίξεις»

                                                                                              ~ Κωνσταντίνα Νικολαΐδη

Συντελεστές

Είδος: Δικαστικό Δράμα

Κείμενο: ReginaldRose

Μετάφραση/Σκηνοθεσία:Κωνσταντίνα Νικολαΐδη

Δραματουργική επεξεργασία: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη & Νότης Παρασκευόπουλος

Σκηνικά: David Negrin

Κοστούμια: Κική Μήλιου

Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Περού

Κίνηση: Χριστίνα Φωτεινάκη

Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου

Βοηθοί σκηνοθέτη: Μαγδαληνή Παλιούρα & Κατερίνα Κωνσταντέλλου

Βοηθός ενδυματολόγου: Δανάη Ανεζάκη

Φωτογραφίες: Βαγγέλης Ρασσιάς

Γραφιστική επιμέλεια: Γιάννης Στιβανάκης

Promovideo: Κώστας Γεραμπίνης

Παραγωγή: APRIORI

Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού

Οι 12 ένορκοι είναι:

Μάνος Ζαχαράκος, Παντελής Παπαδόπουλος*, Θανάσης Κουρλαμπάς,Γιώργος Γιαννόπουλος, Περικλής Λιανός, Νίκος Ορφανός, Κωνσταντίνος Μπάζας, Αλέξανδρος Πέρρος, Ορέστης Τρίκας, Κωνσταντίνος Μουταφτσής, Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Τάσος Παπαδόπουλος

*Διπλή διανομή με τον Τρύφωνα Καρατζά

Συμμετέχει o Αλέξης Σταυριανός

Τη φωνή της χαρίζει η Νένα Μεντή


Παραστάσεις

Έναρξη 7 Οκτωβρίου 2017

Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή

Ημέρες & ώρες παραστάσεων

Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.30

Κυριακή στις 18.30

Πρωινές παραστάσεις για Γυμνάσια και Λύκεια

Έξτρα απογευματινές παραστάσεις για συλλόγους και δήμους

Τιμές εισιτηρίων

Γενική Είσοδος: 15€

Φοιτητικό, ανέργων: 12€

Ατέλειες ηθοποιών: 10€

Διάρκεια παράστασης

90’ χωρίς διάλειμμα

Θέατρο Αλκμήνη|Αλκμήνης 8-12|Γκάζι|2103428650


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθρο«Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς- Τελευταίες παραστάσεις στο Θέατρο Θησείον
Επόμενο άρθροΗ Σωτηρία Ιωαννίδου μας ξεναγεί στον κόσμο της φαντασίας και των παραμυθιών