Αρχική ΒΙΒΛΙΟ Ρεπορτάζ «Τη ζωή πρέπει να την πηγαίνουμε εκεί που θέλουμε εμείς, όχι οι...

«Τη ζωή πρέπει να την πηγαίνουμε εκεί που θέλουμε εμείς, όχι οι άλλοι, εμείς» – Ανάγνωση του θεατρικού έργου “Ενυδρείο” του Κώστα Μουρσελά

DSC_0064

Σε έναν αδόκητο κόσμο που νήματα και άκοπες γραμμές μας ωθούν προς τον πυθμένα που ολίγο ολίγο κόπτεται η πνοή μας, η αντανάκλασή μας είναι σαν εκείνη των υδρόβιων όντων. Πασχίζουμε να σπάσουμε το όστρακό μας, που θα μας απελευθερώσει στο πτερύγιο-πάλεμα του ατέρμονου, απέραντου ωκεανού.

Όμως, το χρυσόψαρο δεν έμαθε ποτέ να κολυμπά στην αλμύρα της θάλασσας, απόμαθε στη γλυκόπικρη γεύση της γυάλας του.

Μόνο που, ο Κώστας Μουρσελάς δε μίλησε ποτέ για μοναχική ζωή, πώς έστω και στην γυάλα του ο μοναχικός άνθρωπος ευτυχεί να εκλέγει εκείνος για εκείνο που είναι ιδανικό, αυτοβούλως,  για τον ίδιο: θα γέρνει στη σκιά του με δική του απόφαση, θ’ αγαπά, ωσάν τον Ανέστη, όποιο πλάσμα το ξεβράσει το κύμα στον χωματένιο, ελεύθερο διάβα του, γιατί ο Ανέστης δεν είναι υδρόβιο πλάσμα, κολυμπά σαν το ψάρι, φτερουγίζει σαν το πουλί και περπατά σαν τον άνθρωπο σε όλα τα πέτρινα και μαλακά στρώματα της γης, με ένα παλιό αμάξι, μια σπασμένη πυξίδα κι έναν προορισμό άγνωστο ή μάλλον γνωστό: την αποδεσμευμένη ελευθερία.

Ο Ανέστης… «Ο Δημήτρης όλο για τον Ανέστη μιλά…», αναπολεί τα χρόνια εκείνα της νιότης τους, όταν κανένα άθραυστο γυαλί δεν στεκόταν φράγμα στα δίχως ορόσημο όνειρά τους, που ξέφευγαν από τον ορίζοντα, που μονάχα την ανατολή ατένιζαν και καμία δύση, που έσβηνε τα πολύχρωμα πάθη τους με την παθητικότητα της βύθισης σε ένα παγωμένο πέλαγος, που όλο και σμικραίνει, που όλο και παγώνει της ψυχές των νωχελικών όντων. Δεν υπάρχει διαφυγή, σαν ένα πλεχτό νήμα, όπου σπαρταρά το ζωντανό-νεκρό ψάρι.

Σκέφτηκα τούτο στην ανάγνωση του θεατρικού έργου «Ενυδρείο» του Κώστα Μουρσελά: Το ενυδρείο είναι ακάλυπτο, δεν το σφραγίζει η στέγη, τότε, αναρωτιέμαι και ανησυχώ, γιατί τα ψάρια δεν κολυμπούν προς την επιφάνεια; Μήπως επειδή ο αέρας τα σκοτώνει, μήπως επειδή ο άνεμος εισχωρεί ωσάν οξύ στα νεφρά τους, εκείνα ματώνουν και το κόκκινο αίμα απλώνεται στη δική του σκοτεινή γυάλα; α όχι, μη δίνεται σημασία, ένας δικός μου συνειρμός. «Η ελευθερία με πονάει» και ο Δημήτρης πονούσε, ψυχορραγούσε και με τα θρυμματισμένα απομεινάρια του ζωγράφιζε και φορούσε ένα παρατεταμένο, ψευτο-χαμόγελο, κάθε φορά που τον επισκεπτόταν ο φίλος του.

Αυτό το έργο δεν είναι ο Δημήτρης και ο Μηνάς που φασκιώθηκαν με τα δεσμά της εξουσίας, που υποτάχθηκαν και απόμειναν να κοιτούν τ’ άνθη τ’ ουρανού που αποφαίνονταν από το ενυδρείο τους, κι έλεγαν: «Αχ, να ταξίδευα κι εγώ σαν τον Ανέστη». Δεν είναι η παθητική αγάπη που σιγά σιγά σβήνει τη φλόγα της ψυχής, αλλά το χαμένο όνειρο, ένα ταξίδι που ο προορισμός είναι τόσο κοντινός όσο και ασήμαντος, τέτοια ήταν και οι ζωή των ανδρών-υπόδουλων των γυναικών τους, που αυτές συμβολίζουν την εξουσία, τη δόξα, είναι το ανυπολόγιστο χρήμα, το οποίο θα τους εξασφάλιζε μια ζωή -δίχως πνοή- ίσα να τρών τα ψάρια κι ύστερα να ξεχνούν τ’ όνειρο, να ξεχνούν τον χρόνο, να ξεχνούν την ατονία και την ασημαντότητα της ζωής, των λουριών που συσφίγγουν τον λαιμό τους.

DSC_0064

Ένας άνθρωπος μονάχος ψιθυρίζει στο σκοτάδι με ένα δίλημμα να πάλλεται στις παλάμες των χεριών του: Να φύγω ή σαν τον Ίκαρο τα φτερά μου, όντας από κερί, θα λιώσουν με το βασίλεμα του ηλίου; Αγάπησε κάποτε, ερωτεύτηκε μια γυναίκα, που πια του μοιάζει τόσο ξένη αυτή η μορφή που κοιμάται στο πλάι του. Τούτα είναι τα δεσμά κάθε ανθρώπου, που ο καθένας αποζητά τη δική του διαφυγή-δραπέτευση, κι εκείνος που χορηγεί ορούς και μάσκες πνοών είναι ο Ανέστης. Κάθε χαρακτήρας του Μουρσελά συμβολίζει και μία ηθογραφική απεικόνιση, αντανάκλαση μάλλον, του ανθρώπου που περιπλανάται και πλανιέται σε αυτό τον άγονο, έρημο τόπο που κάθε σπόρος είναι η ιδιοκτησία κάποιου γαιοκτήμονα. Ο Δημήτρης και ο Μηνάς, αληθεύει πως κατάγονται από την ίδια πάστα, είναι και οι δύο άμοιροι, απροστάτευτοι και μόνοι. Η τροφή τους, η στέγη τους είναι η αμοιβή του έρωτά τους –μόνο που ο Δημήτρης έχει αποχωρήσει και από αυτές τις υπηρεσίες, κάτι που διακυβεύει την ισορροπία της ζωής του- αφού για την Μάρθα η μόνη της επιδίωξη είναι η ίδρυση του Σούπερ Μάρκετ μαζί με την Μαργαρίτα, κάτι που θα της εξασφαλίσει ποσοστά, αλλά και η ηδονή του έρωτα από τον άντρα της Δημήτρη –ό, τι δηλαδή αποζητά κάθε φιλάργυρος, φιλόδοξος πιράνχας.

DSC_0069

Το θεατρικό παιδί, έτσι τ’ ονομάζω, κι αν σε κάποιον φανεί αλλόκοτο, λίγο οξύμωρο, δεν μπορώ παρά να του παραθέσω τον λόγο ή τη σκέψη που πετάρισε για κάποια φευγαλέα λεπτά στου μυαλού μου το άπλωμα, το όδευμα. Απλώνοντας τις σκέψεις μου στην αιώρα που τοποθετεί ο Μουρσελάς στη σκηνή, ή στην αναπαυτική κόκκινη πολυθρόνα στο κέντρο του σκηνικού, ή στη μονοκατοικία της Μάρθας, διότι στη Μάρθα ανήκει, φαντάστηκα το μέστωμα, όπως λέει ο Ρίλκε, ενός παιδιού: πώς γλυκο-θρέφεται ένα παιδί, πώς από το γάλα του μαστού της μητέρας του μεγαλώνει… Έτσι μοιάζουν και τα «ψάρια» τούτου του ενυδρείου, από το κέλυφός τους έως το ξεψύχισμά τους είναι εγκλωβισμένοι, όχι από τη Μάρθα ή την Μαργαρίτα ή εξαρτημένοι από τον όποιο Νέστωρ, αλλά από τον εαυτό τους, από τον φόβο τους, βέβαια, μιλάμε για το 1980 που δεν είναι τάχα μια απόμακρη εποχή από εμάς, νομίζω τότε πιο ευνοημένη από νεόπλουτους νάρκισσους, όχι από το θάμπωμα της ομορφιάς, αλλά του πλούτου, της δόξας, της κυριαρχίας και της εξουσίας σε οτιδήποτε θαρρούν πως είναι κτήμα τους. Και συγγνώμη για τους συνειρμούς, όμως, θυμήθηκα τώρα δα το έργο του Νότη Περγιάλη, «Ηχώ και Νάρκισσος» στην ερμηνεία του Νάρκισσου το 1954 ο Δημήτρης Χορν και στης Ηχούς η Έλλη Λεμπέτη. Ήταν μια σκηνή, κάποιος είχε προφητεύσει πως ο Νάρκισσος μέχρι τα βαθιά γεράματα δεν θ’ αναγνώριζε ποτέ τον εαυτό του, δεν θα τον έβλεπε, όταν μια νύχτα, είδε την όψη του να καθρεφτίζεται σε μια λίμνη, και τότε θαμπώθηκε, εκτυφλώθηκε από την ομορφιά του, έτσι είναι και οι ήρωες αυτού του έργου, όχι ναρκισσιστές της ομορφιάς, αλλά σκεπτόμενοι τη στιγμή της συνειδητοποίησης πρέπει να κεντρίσουμε το βλέμμα μας στη σιωπή, εκείνον τον χρόνο που ο Δημήτρης και ο Μηνάς κατάλαβαν ποιοι είναι κι ενώ προσπάθησαν να διαφύγουν, δεν το έκαναν ποτέ, παρά μονάχα άφησαν μια πόρτα ανοιχτή, να μπαίνει λίγος ήλιος ή ένας φίλος.

Το “Ενυδρείο” πρωτοεμφανίστηκε στη θεατρική σκηνή το 1980-1981 στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Ο Περικλής Χορν, στο θεατρικό του έργο «Φιντανάκι» είχε πει πως κάθε ήρωας είναι μια ηθογραφία, και επειδή ο Μουρσελάς, θαρρώ εγώ, δανείστηκε κάποια στοιχεία από τον Χορν, και όπως και πολλοί άλλοι και άλλα έργα, κάθε ήρωας είναι μια ηθογραφία: Ο Ανέστης είναι δελφίνι,  που κολυμπά σε άπλετους, άγνωστους και άγνωρους βυθούς, ο Δημήτρης πιάστηκε νωρίς από τον «ψαρά» και απόμεινε με τα υπόλοιπα χρυσόψαρα, άξια της μοίρας τους, σε ένα αφιλτράριστο ενυδρείο. Η Μάρθα και η Μαργαρίτα, παρόλο που η δεύτερη προσπαθεί να μην παρασυρθεί και επηρεαστεί από τα παμφάγα ψάρια, μοιάζουν αυτές οι δύο, στον τρόπο που χειραγωγούν τους άνδρες τους, είναι τα αμύθητα όντα που έχουν δηλητήριο στο πτερό τους. Η Έρση είναι μια γυναίκα που αν και κάποιοι προσπαθούν να της δώσουν μια αγαθή όψη, μια αγνή και αδιάφορη, παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο της περιπλανώμενης στο σκηνικό, που βλέπει τα πάντα, που ερωτεύεται τα μάτια του Ανέστη, που είναι  προσηλωμένη στις υπηρεσίες του άνδρα της. Ο Νέστωρ είναι τ’ όνομα: δεν έχει χρήματα, όμως έχει το μέσων, και για έναν άμοιρο, αυτό είναι σαν ένα σπάνιο υδρόβιο σε μια πτωχή γυάλα. Όλοι οι χαρακτήρες ανήκουν στην αστική τάξη, εκτός από τον Ανέστη και κατά κάποιον τρόπο τον Νέστωρ και την Έρση. Δεν είναι πιότερο να πεθαίνεις σε μια μεταξωτή ρόμπα, από το να πεθαίνεις σε ένα μπαλωμένο σακάκι; Φυσικά και όχι. Τουλάχιστον το σακάκι αναπνέει.

Αυτό που είναι αναγκαίο να παρατηρεί κανείς είναι, όχι το μήνυμα, αλλά η πάθηση. Τι νοώ; Πως μπορεί η αναπηρία του συστήματος και του πλουτισμού, του μανιακού πλουτισμού να μας ωθεί σε συμβιβασμούς ή εξαρτισμούς, όμως ο άνθρωπος στο ενυδρείο είμαι κι εγώ και μην γελιέσαι είσαι κι εσύ, όταν στέκεις άπραγος, όταν δε σαλεύεις, όταν λες θα φύγω και στέκεις με το ταλάντευμα πίσω από την πόρτα, όταν κάποιος άλλος πηγαίνει τη ζωή σου εκεί που θέλει, όπως λέει και ο Ανέστης σε κάποιο σημείο: «Τι ζωή πρέπει να την πηγαίνουμε εκεί που θέλουμε εμείς, όχι οι άλλοι, εμείς». Επίτηδες άφησα την Αλεξάνδρα για το τέλος, διότι η Αλεξάνδρα, ενώ φανερά είναι μια τοξική μορφή που το μόνο που κάνει είναι να υπερθερμαίνει τις καταστάσεις και τις σχέσεις των ηρώων, είναι εκείνη που στην τελική δεν έφταιγε, ούτε από λάθη, ούτε από πάθη, ήταν ερωτευμένη με τον Δημήτρη κι άντεξε να βλέπει την αδελφή της να πλαγιάζει με εκείνον. Όμως, η Αλεξάνδρα ήταν η αλλαγή, όλοι εξέφρασαν την πικρία τους, όμως, η Αλεξάνδρα, αφού μίλησε για εκείνο που τη βασκαίνει,  έφυγε μαζί με τον Ανέστη, ακολούθησαν το ένστικτο και τη ψυχή τους.

Ο Κώστας Μουρσελάς δεν έγραψε μια ιστορία, ένα πάρεργο, μια απλή δοκιμή στη συγγραφική του δεινότητα, αλλά ζωγράφισε μικρές μικρές πινελιές, οι οποίες αν ενωθούν, σχηματίζουν έναν ιστό, όχι μπλεγμένο, αλλά αν ακολουθήσεις την κάθε ξέχωρη γραμμή, θα δεις πως όλες καταλήγουν σε διαφορετικούς κόμπους, όμως διασταυρώνονται, αυτό να θυμάστε, πως οι ζωές μας διασταυρώνονται: Ο Ανέστης και ο Δημήτρης είναι η αντίθεση ή αντίφαση που φωτίζει τους κόμπους του ιστού…

DSC_0066

Σκοτάδι


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΚοστίζει 3500€ στο φέρνουν στο χώρο που το θες και το εσωτερικό μαγεύει
Επόμενο άρθροΑπό την ”Θλίψη” των Asfix στον ”χρησμό των αθανάτων”