Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ “Που είναι η μάνα σου μωρή ; Αυτή η ερώτηση με τσουρούφλισε...

“Που είναι η μάνα σου μωρή ; Αυτή η ερώτηση με τσουρούφλισε “

23434719_10155833299641737_1124798360797425203_n

Εσύ ! Ναι εσύ «διαολόσπερμα», σπόρε των κουμουνιστών , ποιος κατέχει την λύτρωση στις γροθιές των χεριών του,  να σου απαντήσει για τα ξεχυμένα μυαλά του πατέρα σου , την δολοφονημένη μητέρα με το κόκκινο νερό να κυλάει στα πόδια σου;

Μακάρι να σε χτυπούσαν διακαώς με τον βούρδουλα επειδή σαν μικρό κοριτσάκι κατουριόσουν πάνω σου. Μακάρι να είχες μητέρα να σε χαϊδέψει, να σε αγκαλιάσει όταν θα πονάς, όταν θα κλαίς , όταν οι κραυγές σου σαν πνιχτές συλλαβές θα εξοντώνουν την πέτρινη, παγερή καρδιά των εκτελεστών .

Στέκεται εκεί στον κόμβο , ένα κοριτσάκι είναι μωρέ , ένα πλάσμα έξι χρονών . Μη , μη κοιτάξεις τα μάτια της  , θα βουλιάξεις κάτω από τα θεμέλια , την υλική κατασκευή κάποιου πολύχωρου. Όλα ξάφνου θα γίνονται βαθύ μπλε, όχι, ούτε βαθύ μπλε θα γίνονται, θα αλείφονται μαύρο με κόκκινους λεκέδες, ξεραμένο αίμα, κηλίδες που δεν στεγνώνουν ποτέ από τις θηριωδίες εκείνων που το βλέμμα τους θωρεί μόνο το κενό, που ένα κεφάλι σπασμένο, κατακρεουργημένο αξίζει όσο ένα αποτσίγαρο στην σόλα των παπουτσιών τους.

Που είναι η Βέρα Κρούσκα; Βλέπω τα μάτια της να βαθαίνουν, τους πνιχτούς λυγμούς της να μας τραβούν βίαια από τους κροτάφους και ολάκερους να μας κυριεύει μια οδύνη, ένα αναφιλητό που φοβόμαστε, αλλά δεν θέλουμε να σκουπίσουμε τις υγρές, θερμές,  στάλες που τρέχουν στα μάγουλα μας,  τις μικρές ασυγκράτητες βουές που κρατάμε στο στομάχι.

Η Βέρα σμίγει σώμα με σώμα , πνεύμα με πνεύμα με την Δήμητρα Πέτρουλα

Η μια παρανοεί και η άλλη επαφίεται σε μια ιστορία που μας αποσυνδέει από την «ελευθερία» αυτού του καλόκαιρου και μας μεταφέρει σε έναν παγερό χειμώνα ενός πρωινό της χρονολογίας 1946 –ποιος εγγυάται τον χρόνο σε αυτή τη θεατρική σκηνή ; – που τίποτα δεν θα ανέτειλε ομοιόμορφα, παιδικά και αγνά όπως τον εκάστοτε επιπόλαιο καιρό του παιχνιδιού. Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας της δολοφονούνται εκείνο το πρωινό, θέρισαν ό,τι έσπειρε η οικογένεια Πέτρουλα.

Μέσα σε ένα κουτί διαδραματίζεται η ιστορία της Δήμητρας, η οποία ήρθε αντικριστά με την εικόνα του χασάπη που σφάζει όλη της την οικογένεια, μένει μόνη της,  και είναι κακή η μοναξιά. Μέσα σε ένα σπίτι ξένο, ο γιος εκείνων βάζει τα χεριά του στα σκέλη, της ακουμπάει την περιοχή απ’όπου «κατουράει» και ο θείος της την δέρνει .«Αχ» πόσο θα ήθελε να την ξαναδείρει για τις ατασθαλίες της αλλά εκείνη του λέει « Σήκω, σήκω» , σε όλους το λέει, αλλά εκείνοι δεν την ακούνε.

Σαν μικρά αποκομμένα κομμάτια του πάζλ ο σκηνοθέτης Ένκε Φεζολλάρι –που αποτύπωσε κάθε πληγή της Δήμητρας Πέτρουλα , οπτικά με δημιουργικότητα παραστατικά – προσπάθησε να φέρει την Βέρα σε αλλοπρόσαλλους αλλά τόσο καδραρισμένους και εύστοχους χρόνους από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα, με μια εναλλαγή χρωμάτων , πρόσωπων , αυξομειώσεις στο ηχόχρωμα και στην χολή,  η οποία έτοιμη να σκάσει σταθμίζεται από την Βέρα στον κατάλληλο τόνο. Αισθάνεσαι πως κρούει και πως δαμάζεται σιγά σιγά η κάρδια της. Με τι δύναμη αυτή η γυναίκα υπερασπίστηκε τόσες συναισθηματικές μεταβολές και υπερδιεγέρσεις;

Με δυο χέρια στους ώμους της Δήμητρας (Βέρας)  , το ένα της Ορνέλα Λούτη και το άλλο της Αγάπης Παπαναθασίαδου εδραιώθηκε μια τριμελής συμμαχία θιάσου.  Εκείνες έντυσαν τις διάφορες μορφές και προσωπικότητες βάζοντας κουμπιά στο θεατρικό παλτό , με διαλόγους , ενστάσεις και διακοπές που ήταν σαν να βίωνες μπροστά σου τον πόλεμο, σαν να έβλεπες τα νεκρά σώματα, απο πάνω τους τους Χίτες και στο έπακρο όσες εικόνες έπλαθαν τα χείλη τους .

Σου χαράζουν στην παλάμη εικόνες παιδικές, οικείες, οικογενειακές, τόσο βαρύγδουπα συναισθηματικά φορτισμένες, που έδιναν  μια χορωδιακή ένταση στις φωνές τους.

Εκείνες μας έβαλαν σε μια βαλίτσα να κρυφοκοιτάξουμε πως σφάζουν τα κτήνη, πως ένα κορίτσι στέκεται στην κόκκινη γραμμή της εκτέλεσης. Ύστερα,  μετωπικά σε τρεις τόσες δυνατές ερμηνείες δεν έμεινε άτομο που να μην ερεθίστηκαν τα μάτια του και να θόλωσε το μυαλό του.

Στο τέλος και κατά την διάρκεια επικρατούσε αυτό το μονίμως «ανέντιμο» , αναπάντητο «γιατί έγιναν όλα αυτα» .

Δεν αξίζουν οι λέξεις, δεν αξίζουν τα γράμματα. Αν αξίζει ένα ευχαριστώ με φθόγγους που να συλλαβίζουν όσα βιώσαμε εκεί, ας πούμε τουλάχιστον αυτό και όλοι θα καταλάβουν: «Που είναι η μάνα σου μωρή; Αυτή η ερώτηση με τσουρούφλισε».

Πρίν φύγουν όλοι:

Όλα ξεκινούν και όλα ολοκληρώνονται μέσα στο σκοτάδι,  με την Δήμητρα εξήντα χρόνια μετά να αναζητά μια φωτογραφία του πατέρα της.

 


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΕίδαμε: “Το Τίμημα” στο θέατρο Ιλίσια
Επόμενο άρθροΣταυριανός Κιναλόπουλος : ” Ένα κλουβί είναι η ελευθερία, απλώς με καλύτερη θέα “