Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ “Άφησέ με να έρθω μαζί σου” – Φοβήθηκα τ’ άσπρο σεντόνι σε...

“Άφησέ με να έρθω μαζί σου” – Φοβήθηκα τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο- “Η σονάτα του σεληνόφωτος”

poiitiki-euaisthisia-apo-ti-sonata-tou-selinofotos

Η ανάσα του θερμαίνει και αγκαλιάζει από θαλπωρή τα παγωμένα μου αυτιά, είναι εκείνη η θάλασσα με τα κύματά της, που από το παράθυρό μου, αφήνει τ’ οξυγόνο της να αγκαλιάσει τους τοίχους και τα πατώματα, να κοιμάται σιγανή και ολιγομίλητη, γιατί όλα τα πάμε, στενάξαμε μαζί στης σελήνης το λευκό φως.

Εμμονή το λευκό, να σταλάζει η μπογιά και δάκρυα στα μάγουλά μου να κυλούν, μοναχικές στάλες να σειούν και να πεφτουν ωσάν νιφάδες στο σκληρό της πέτρας αποθαμένο πάτωμα, όπου πλάγιασε η κοιμώμενη γρέα, νύμφη του σκότους.

Και ύστερα, φωνές απόμακρες, κάπου υπόγεια υπόκωφες, στον απόκοσμο της χλαλοής ηχόπλασμα, που πλανάται στη μουσική, στον χορό, στο στρίγγλισμα, στον παραλογισμό και τον ζωώδη χτύπο της παράνοιας τον βυθό, μωραίνεται η σελήνη, το φεγγάρι, στο φως του, χάνει το χρώμα του, υπακούοντας τη νύμφη.

«Τούτο το σπίτι με πνίγει, άφησέ με να έρθω μαζί σου» και με τα νύχια της να κολλούν στον σοβά, να γραπώνουν τα τούβλα, όντας ακόμη ξερά από τη μπογιά, σκαρφαλώνει να το ειδή, να μυρίσει τον αέρα του ωκεανού που αφήνει, στης πλάνης τον αιθέρα, ξοπίσω του. Ναι, και τώρα η κόρη με τα άσπρα της μαλλιά, σαν το ψάρι αφήνει τις ανάσες της στη φωτιά, όχι όχι, στη θάλασσα, όχι, μην ακούτε, είναι όλα μυθικά πλασμένα, κατασκεπάσματα που στρώνουν για να κρύψουν τις μελωδικές πνοές, τους μορφασμούς της λευκοντυμένης, στον κόκκινο παλμο, στη θολωμένη λιμνούλα πνιγμένη. Στο πετάρισμα του φουστανιού της ακούει, ακούει όσα δε μπορεί να ακούσει, και παρακαλεί, παρακαλεί όσα στον απαράμιλλο έρωτα δεν μπορεί να ζήσει.

Στον Γιάννη Ρίτσο είναι να απαντάς με ποίηση, λέξεις που τρέχουν κάτω, πάνω και φεύγουν και γυρνούν πάλι πίσω. Είναι να του μιλάς στο ήσυχο πάλεμα των γραμμάτων: «Άφησέ με να έρθω μαζί σου», και ύστερα σωπαίνεις, και από κάπου έρχονται σφοδρά τα όσα λέξη λέξη έλεγε, και μελωδικά άφηνε να περιπλανούνται: «Πως γράφω; Δεν ξέρω κι εγώ γιατί γράφω, απλώς γράφω επειδή δεν μπορώ να μην γράφω». Μιλούμε και συνομιλούμε με την ποίηση του, που βρίσκεται σαν απόσταγμα ζωής σε κάθε στίχο που κλαίει των ανθρώπων.

Έρχεται η γυναίκα με τα μαύρα, όχι, με το λευκό της σεντόνι, μα δε, με το κόκκινο φουστάνι της. Την θωρώ να στρώνεται σαν λίμνη στο μαύρο σανίδι, να ξυπνά από τον άσπρο βούρκο του θανάτου σε ένα σπίτι στοιχειωμένο από απο-θαμένους, κι εκείνη, στο παράξενο φέγγισμα, ή στην αφεγγιά, απλώνεται, αφήνει τα σωθικά της να ξεχύνονται, να μιλούν ή να πλαντάζουν σαν μωρά, να ερωτεύονται, να φτάνει ως τον χτύπο των αστεριών και να πέφτει με τον πιο βαρύ γδούπο στο μικρό, ασφυκτικό της δώμα. Κι εκείνος να έρχεται, εκείνος να φεύγει και να χάνεται στο σκιερό πέπλο, εκει πίσω, εδώ αντίκρυ, και να την ακουμπά και να την προσκαλεί να χορέψουν και εκείνη να αρνείται, αλλά και να το ποθεί, γραία γυναίκα που η καρδιά αγέροχη δε κοιμάται.

Συνευρίσκονται, συνουσιάζονται και ομογενοποιούνται στους στίχους τέσσερις ποιητάδες, αγωνιστές της πατρίς, του πολιτισμού που κλείνουν τα μάτια του, αλλά δεν λυγίζει, στέκεται νυσταγμένος, όρθιος μέχρι να τον ξυπνήσουν οι νεκροί ποιητές, ή να τον αναστήσουν οι ζωντανοί επερχόμενοι του, απόγονοι της ποίησης. Οι Γιάννης Ρίτσος, Χαλίλ Γκιμπράν, Γκάρθια Λόρκα και Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στέκουν και σέρνουν την κόρη της σκηνής στον χορό μιας χήμαιρας, με αποφθέγματα και λόγια βοερά, με την κραυγή τους στον αγώνα, στον άδοξο-αδικημένο θάνατο, στην αρρώστια, στην πείνα, που τίποτα δεν λιγόστευσε την πάλη τους στο σανίδι, στην αρένα του παιχνιδίου με κακούς στρατιώτες, όπως κακός είναι κι αυτός ο πλανήτης. Στίχοι αυτών των πνευμάτων, άφησαν στις πλάκες τους να σπαρταρούν, στο όνομα των όλων, οι αλήθειες και τα οδεύματα, στην ρεαλιστική ή σουρεαλιστική επανάσταση.

Ο χορός ήταν σαν εκείνον των πονεμένων τσιγγάνων, των εξόριστων ή των μεταναστών, του θερίσματος που ως σφαίρα διαπερνά μόνον το σώμα. Στέκονται άτρωτοι, με την πένα τους, με τις λέξεις τους και όλα τούτα να κυριεύουν το κορμί, τη σάρκα τούτης της χορεύτριας του Θεού, που λαλεί με τρυπωμένα στη γλώσσα της ποιήματα και λόγια εκείνων, πριν ξεπνοήσουν και ζήσουν για πάντα σε μια σονάτα, σε μια ματωμένη ψυχή, σε ένα Venceremos.

Ο Μάριος Ιορδάνου έστρωσε τον διάβα της νύφης Σοφίας Καζαντζιάν με ροδοπέταλα, με ένα λευκό, απέραντο στρώμα, να χορεύει, να σκίζει τα σχοινιά της, να κόπτει τα λουριά της, να ακούει τη σονάτα, να ακούει το φεγγάρι. Το λευκό να βάφει τα μαλλιά της, να μην πειράζει, να ανεβαίνει στην πολυθρόνα, να σηκώνεται στις μύτες των δακτύλων της και να πλάθει ένα φτερούγισμα στο έγκατο του θεατή, κάτι που να αναφύεται στην οργή του σκιρτίματος, ή κάτι που να σου κλέβει λίγο λίγο την ανάσα που ενορμονίζεται και ερωτοτροπεί στο πάτημά της, στο λίκνισμά της.

Η Σοφία Καζαντζιάν, η ηρωίδα του Ρίτσου, η γυναίκα που την ξεβράζει το νερό στην άμμο του σπιτιού της, κλεισμένη στην μοναξιά της, ουρλιάζει και επετυχαίνει να σύρει μαζί και τη σελήνη. Με κινήσεις συνειρμικά συνθεμένες με τις λέξεις, με τον μόνολογο της, με την ιστορία που μεταφυσικά αλληγορεί στη σκηνή, φαντάζει μια χορεύτρια που τρέχει και πηδά στο σύννεφο, τρέχει και πηδά στο σύννεφο. Και σκαλίζει τους τοίχους τούτου του δωματίου και βλέπεις την όμορφη νεότη της να σου λέει “Είμαι γραία” και ο χορός της, το χτύπημα της, το σάλεμα της να σε οδεύουν σε έναν μαγευτικό, ανεξήγητο λίθαργο, διότι εδώ μετουσιώνεται η τέχνη, η ζωώδης, στον ήχο του σκύλου, τέχνη, της ανθρώπινης, της ερωτικής του δωματίου, της εκκλησιαστικής.

Ο νεαρός Μάριος Ιορδάνου, ο νέος του Ρίτσου, δεν σιωπά όπως είπε ο ποιητής, στέκει εκεί και την θωρεί να γαληνεύει ή ασθενική η ψυχή της παθαίνει επιληψίες, κι εκείνος να μην μπορεί παρά να χορεύει μαζί της, στον ρυθμό της, κι όπου όπου να της πετά χρώματα που να την ωθούν εκεί, εδώ. Σκηνοθετικά δικαιολογώντας τη στάση του, απλώς θα της δείξει το μονοπάτι, τίποτα άλλο, και ύστερα θα είναι ελεύθερη, εξαρχής ήταν ελεύθερη. Ο Μάριος είναι ο νέος που δεν βλέπαμε τη μετοχή του στον Ρίτσο, όμως εδώ, δίνονται σάρκα και κόκκαλα στον νέο, ή σαν τον ισπανό του Λόρκα στο «τσιγγάνικο τραγουδιστάρι».

Μαζί, στο ηχόχρωμα της σκηνής, στις εικόνες της ακρώνυμες, σουρεαλιστικές και μεταφυσικά διεπομένες, μας χάρισαν την αλήθεια και την οσμή, την όψη της ποίησης, μας παρέδωσαν με την κατάθεση τους τη σημαία της λυρικής κραυγής, της τέχνης και το δίδαγμα που ήταν πέρα για πέρα μεταγγιστικό.

Τα σκηνικά προϊδέαζαν, φάνταζαν σε μια σονάτα, οι χορογραφικές-μαεστρικές ταλαντεύσεις της Σοφίας μεθοκοπούσαν και ο Μάριος Ιορδάνου έσπειρε την ιδέα, την έπλασε στη σκηνή, στις σκηνές του κόσμου και στέγασε κάποιες υποδομές του σκοτεινού μας εαυτού, κάτι που ήταν κοιμώμενο, τον αγώνα του εαυτού με το όπλο της τέχνης, του πολιτισμού, που τώρα παλεύει μόνος του σε μια μισοσπασμένη αυλαία με λυσσασμένα σκυλιά.

Είδα τον Μάριο Ιορδάνου, όλα είχαν τελειώσει κι εκείνος μιλούσε, μα τι έλεγε; Σίγουρα κάτι έλεγε που ξαφνικά έδωσε στο χείλος μου ένα θλιμμένο χάραγμα. Όσα μπορώ να πω με τις φτωχές μου λέξεις είναι πως είπε πράγματα που έδωσαν μια αλήθεια κι ένα θάρρος, πως μια παράσταση, ένα έργο, δεν είναι μόνο μια προσέλευση και μια αποχώρηση από το θέατρο, είναι κάτι άλλο, είναι κάτι που εκείνοι ήξεραν κι εμείς το ψάχνουμε ή δεν το ανταμώσαμε ποτέ, ένα τέτοιο δίδαγμα ήταν άξιο να προσημειωθεί, είναι άξιο να προσκολληθεί στο μνημονικό μας.

Όχι, δεν το περίμενα, όμως ήταν η πιο εκλεκτή και προσοδοφόρα διδασκαλία, αυτό είναι το θέατρο, αυτό μάλλιαζε η γλώσσα τους να πουν. Όσοι άκουσαν, καλήν στεριά να ανταμώσουν ή στα πελάγη να γίνουν οι ναυμάχοι. Δεν θα σας πω τι είπε ο Μάριος Ιορδάνου αφού η αυλαία πίσω του ήταν πεσμένη, θα σας πω μονάχα πως η ψυχή μου δεν έπαψε να χορεύει στο θρόισμα και το άκουσμα αυτου, και δεν θέλω να το αδικήσω, δεν θέλω να αδικήσω το δίδαγμα μου με λέξεις και ορολογίες απατηλές, ας σταθώ σε ένα αγαπημένο ποίημα του Ρίτσου μονάχα, μονάχος εκείνος, μονάχοι εμείς:

Κι εσύ να λείπεις…

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της,

και συ να λείπεις,

να ‘ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,

και συ να λείπεις,

να ‘ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,

και συ να λείπεις,

οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι,

και συ να λείπεις,

‘Ενα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,

πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια,

και συ να λείπεις,

Κι ύστερα ένα κλειδί να στρίβει η κάμαρα να ‘ναι σκοτεινή,

δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο,

και συ να λείπεις,

Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται,

και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,

δυο κορμιά να παίρνονται,

και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα,

και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ’ το χώμα,

κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει

Οταν η καρδιά σου,

που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα ‘χει λιώσει.

Να λείπεις- δεν είναι τίποτα να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ” όλο τον κόσμο…

 

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία-μουσική επιμέλεια: Μάριος Ιορδάνου
Θεατρική διασκευή-Χορογραφίες: Σοφία Καζαντζιάν
Ερμηνεύουν: Σοφία Καζαντζιάν, Μάριος Ιορδάνου
Ενδυματολογία: Ελευθερία Τώρα
Σκηνογραφία: Βαλεντίνο Βαλάσης

Θέατρο Αλκμήνη
Αλκμήνης 8-12, Πετράλωνα

Παραστάσεις κάθε Σάββατο στις 18:30 και στις 21:30

 

 

 


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΟ καθηγητής, σκηνοθέτης, μεταφραστής και εκδότης Στυλιανός Ροδαρέλης στο Studio Μαυρομιχάλη
Επόμενο άρθροΓιαννούλα Κουλουρού-Ένα έθιμο που αναβιώνει κάθε Τσικνοπέμπτη στη Πάτρα