Αρχική ΘΕΑΜΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ Βουτιά στο μαύρο κουτί της θάλασσας – «Οι Καρέκλες»

Βουτιά στο μαύρο κουτί της θάλασσας – «Οι Καρέκλες»

Ζωή… πραγματική; Ουσία; Νόημα; Υπαρξιακή αξία; Πονάς μόλις πεθαίνεις, ώσπου ο θάνατος δεν απωθείται από τη ζωή. Αέναος πόνος ψυχής, στην κατάληξη το κενό, σε λασπόνερα αποπνίγεται ο άνθρωπος, ο γηραιός.

Κοιτά από το παράθυρο το θολωμένο νερό και κάτι ξεχάστηκε, κάτι μετέωρο στη ζωή του, μια αμπάλωτη καρδιά και ερωτηματικά να κυνηγούν μιαν εικόνα, σαν εκείνη που κάτι ήταν, που δε τους λησμονούσαν, έστω κάπου ήταν χρωματισμένα τα πρόσωπά τους, μαραμένα.

Θα μπορούσαν να είχαν γίνει κάτι άλλο, ίσως λίγο ενδοξότεροι, όμως, στην πλήξη ανάβλυζε η αγάπη, η φροντίδα, η έγνοια, και ο φόβος της απώλειας που ένιωθαν οι αιωνόβιοι αυτοί άνθρωποι.

Ένα παιδί, στον κορμό των λογισμών τους, χοροπηδούσε πάνω σε σπασμένο κουκλοθέατρο, εκείνο που  έπαιζε τον «Φεβρουάριο» ή το «Λοιπόν, γελά… σαμε», ιστορίες παλιές, που η Σεμίραμις δεν κουραζόταν ποτέ να τις ακούει, ήθελε μονάχα να ακούει την φωνή του να μην συνθλίβεται, ξέρουν, όμως, πως φαντασία οδεύει προς την ολάκερα απλωμένη θάλασσα των αστεριών, κάποιου ουτοπικού νησιού, ή παράδοξης μελωδίας στο κύμα που πλαντάζει, κλαίει, χάνει το μπλε του χρώμα και σβήνει μόλις οι λάμπες του σπιτιού του γηραιού ζευγαριού φωτοβολούν από ευτυχία ανθρώπων, που κάτι σήμαιναν, ή το τίποτα υπηρετούσαν.

Η Σεμίραμις κι ο γηραιός άνδρας, σε ένα απόμακρο νησί από τον διάφανο κόσμο που δεν αντανακλά τη σιωπή των ζώντων, κοίταξαν ο ένας το πρόσωπο του άλλου, και κάτι σαν μια παραξενιά χαράχτηκε στις άκρες των ρυτιδιασμένων τους χειλιών, ένα πικρόγλυκο δάκρυ έσταξε και στέγνωσε στο μάγουλο, και τότε έγιναν δύο υπάρξεις που αλληγορούν πατώντας στο δοκάρι της ματαιωμένης αλήθειας, όμως, η λογική εναποθέτει τη δική της «αγνή» μελαγχολία, όταν ονομάζουν αυτόν τον ολοκάθαρο συμβολισμό ως θέατρο του παραλόγου.

«Τρέξε Σεμίραμις, τρέξε σκατούλα μου, δεν αρκούν οι καρέκλες για τους φίλους μας», ήταν, όμως, φίλοι;

Θυμήθηκαν τον γιό τους, πως κι εκείνος είχε φύγει μακριά, δεν γύρισε ποτέ να δει τους γονείς του, μόνο από κάτι γνωστούς μάθαιναν νέα του πως ήταν ζωντανός, άξιος πατέρας, σπουδαίος στη δουλειά του, και οι γονείς του; Χάθηκαν με τη μνήμη του σε ένα αγεωγράφητο νησί.

Έτσι σφίγγεις για λίγο τις γροθιές σου όταν ο γηραιός αποζητά τη νεκρή του μητέρα. Είχε πει πως θα επέστρεφε, πως στο νεκροκρέβατο του νοσοκομείου θα της έσφιγγε το χέρι, θα μιλούσαν έως να λευκοντυθεί με τα χρώματα της ημέρας  ο ουρανός, κι όταν αποκοιμηθεί η μορφή της στο αιώνιο κοιμητήριο των ψυχών, θα τις φιλήσει το μέτωπο και κάπως όμορφη θα την θυμάται. Δε γύρισε ποτέ, κι αυτό σαν κομπόδεμα συσφίχτηκε στο στέρνο του. Και τώρα τον ενοχλεί, πολύ τον βασανίζει: «Μαμά, που είσαι μαμά, μαμά, μαμά, φύγε Σεμίραμις, δεν είσαι εσύ η μαμά μου, μαμά, μαμά». Και εκεί σπάει και θρυμματίζεται η καρδιά του ανθρώπου που θωρεί, ακούγονται τα τριμμένα γυαλιά μιας κρυστάλλινης, εύθραυστης συνείδησης.

Σε έναν αντίλαλο από έναν μακρόσυρτο λαβύρινθο, φτιάχνεις μια κόρνα πλεγμένων χεριών και φωνάζεις: «Ιονέσκοοοο, Ιονέσκοοο». Σε ακούει. Τον ακούς. Και κάπως έτσι πλάθεται ένα όνειρο ανοιχτών οφθαλμών. Ξενυχτισμένος, με τη λάμπα να φωτίζει το μισοσκόταδο δώμα, θωρείς και αισθάνεσαι, γελάς λίγο, όμως, τα αναφιλητά φέρουν ένα παραμιλητό και μια ασυναρτησία στα χείλη, σαν να βουτάς γυμνός στο νερό και να σε ξεβράζει ντυμένο η θάλασσα στα ρηχά νερά που δεν ένιωθες στο στέρνο, αλλά, στα πέλματά σου. Όλα τότε άρχισαν να αιωρούνται.

Ήθελε κάτι πολύ να το πει ο Ευγένιος Ιονέσκο. Όσοι τον άφησαν καρπώθηκαν και σώπασαν μαζί με τη σιγή των ηρώων. Όσοι τον αρνήθηκαν; Τη δική τους άγνοια και ρηχότητα την σκέπασαν με λόγια όπως: «Ο Ιονέσκο δημιουργεί θεατρικό παράλογο». Δεν πειράζει, το άλογο κρύβει ενδότερη σκαφή στο εύρημα της τέχνης. Πιότερα από εκείνον ποιος να νοηματοδοτήσει αυτό το έργο; «Ο κόσμος, ορισμένες στιγμές, έχω την αίσθηση ότι δεν έχει νόημα, και η πραγματικότητα, σα μη πραγματική. Αυτήν την αίσθηση του μη πραγματικού, την αναζήτηση της όντος πραγματικότητας, λησμονημένης, ακατονόμαστης -έξω από την οποία δεν αισθάνομαι ότι υπάρχω- θέλησα να εκφράσω μέσα από τα πρόσωπα του έργου που πλανιούνται μέσα στην ασυναρτησία, χωρίς τίποτα προσωπικό εκτός από τις αγωνίες, τις τύψεις, τις αποτυχίες, το κενό της ζωής τους. Όντα πνιγμένα μέσα στην απουσία του νοήματος δεν μπορούν παρά να είναι γκροτέσκο, ο πόνος τους δεν μπορεί παρά να είναι μέχρι γελοιότητας τραγικός».

Η Σεμίραμις, η Ελένη Παπαχριστοπούλου και ο Γιάννης Σταματίου, ο γέρος, κατείχαν την αγνότητα, την φερόμενη «αφέλεια» και το παιχνιδιάρικο βλέμμα που χάραξε ο Ιονέσκο στο χαρτί. Η κίνηση, η έκφραση, η εικόνα και η ομοίωση των ηρώων ήταν το αρτιότερο ταίριασμα στην όψη του έργου. Ετερογενή χρώμα, σύνθεση ήχου και κάδρου στο οπτικό πεδίο του θεατή.  Εκπνοή φόβου, εισπνοή περηφάνιας στα πρόσωπά τους. Σε μια ενσαρκώδη μετουσίωση, σε ένα πραγματικό εικόνισμα ψυχής και ηθογραφικών στοιχείων. Επιδέξιοι, με προληπτικά αντανακλαστικά στη κάθε κίνηση, στην κάθε κατάλυση της φράσης και στη μεταπήδηση της επόμενης.

Συναίσθημα: Λέξη σπουδαία που τιμήθηκε. Έκφραση χαράς, έκφραση λύπης, ματαιότητα σκιαγραφημένη, αποκρυπτογραφημένο αίνιγμα ορθά δομημένο, πνοές ηχηρές και πότε ηπιότερες και μια χορήγηση άλγους και έλκους που σου δίνει τροφή και ερέθισμα για αόριστους, ουδέτερους και τόσο άξιους συλλογισμούς.

Σφιχτά ζωνάρια και εκτόξευση στο πολυάστερο σύμπαν. Ο Ζαν Πωλ Ντενιζόν χρωμάτισε στο λευκό χαρτί τις μορφές, τους έδωσε όψη, υλική υπόσταση, σάρκα και οστά. Στο τέλος έσταξε λίγη μελάνη πολυσύνθετης ψυχής στις «καρικατούρες» του Ιονέσκο, αστείες μα και θλιμμένες φιγούρες.  Μαεστρικά το διαχειρίστηκε, με τη δική ιδιαίτερη προσέγγιση στάλαξε λίγο ιδιαίτερο χρώμα. Ο Ντενιζόν δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί  περισσότερο, εκείνα, αυτά είναι τα πρόσωπα του έργου. Θεατρο-δίφησε  στο κείμενο, το μελέτησε κάνοντας μια μικρή «διατριβή».

Εναρμονισμένο, ομορφοδοσμένο ερμήνευμα. Σιωπή και θόρυβος στις καρέκλες, η άφιξη του παρελθόντος, ξεπροβοδίζοντας ή καλωσορίζοντας τον κακό, το ζηλόφθονο, μια γυναίκα του παρελθόντος, ο αυτοκράτωρ, παιδιά, η εκδίκηση, ο αρχιστράτηγος και ο… πολυαναμενόμενος ομιλητής.  Φέρνει, φέρνει καρέκλες η Σεμίραμις, σκοντάφτει κάτω, πέφτει και ο γέρος, τους έσπρωξαν, τους παρέσυραν και…

Ο γέρος και η Σεμίραμις κοιτάχτηκαν για τελευταία φορά. Εκείνος κάθισε στο αριστερό παράθυρο κι εκείνη στο δεξί, ο θάνατος θα τους έπαιρνε μαζί. Είδαν την θάλασσα, κάθισαν στο περβάζι, έσκυψαν λίγο να διακρίνουν το βάθος, πολύ βαθύ, μαύρο και κενό, όπως η ζωή που πνίγει τον άνθρωπο σε μια τρύπα από μαυροντυμένους τοίχους. Βούτηξαν στο νερό, κι όπως ανούσια έζησαν, το νόημα ευρέθη σε εκείνη την ομιλία, που τόσο φοβόταν ο γέρος. Όχι απολογισμός, μονάχα ένα παράπονο:

Ποιος τους ξέχασε έτσι; Γιατί τόσες ενοχές, γιατί τόση δυστυχία; Πριν το τέλμα, έζησαν;

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Ζαν – Πωλ Ντενιζόν
Μετάφραση: Ελένη Παπαχριστοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Μπέτυ Λυρίτη
Φωτισμοί: Παναγιώτης Μαζαράκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Καταλιακού

Διάρκεια: 1 ώρα και 25 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Γέρος: Γιάννης Σταματίου 
Γριά: Ελένη Παπαχριστοπούλου

Ημέρες και ώρες παραστάσεων*
Κάθε Σάββατο στις 21.00
Κάθε Κυριακή στις 19.00

Τιμές εισιτηρίων:
– Κανονικό: 10 ευρώ
– Μειωμένο (φοιτητικό-ανέργων-θεατών άνω των 65 ετών): 5 ευρώ
– Ειδική τιμή για ομάδες-συλλόγους: 8 ευρώ

Πολυχώρος Εκστάν
Πατησίων & Καυταντζόγλου 5, Πατήσια
Τηλ.: 213 0210339, 6977 3593 12

 

 


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθρο«Ψέμα στο Ψέμα» για Φιλιππίδη και Χαϊκάλη έως 1η Απριλίου στο θέατρο Μουσούρη
Επόμενο άρθροΗμέρα της Γυναίκας: Η Barbie τιμά τις γυναίκες που ενέπνευσαν την ανθρωπότητα με συλλεκτική συλλογή