Αρχική ΒΙΒΛΙΟ Ρεπορτάζ “Όλη τη ζωή μου την πέρασα χωμένος μες στο βούρκο…” – Περιμένοντας...

“Όλη τη ζωή μου την πέρασα χωμένος μες στο βούρκο…” – Περιμένοντας τον Γκοντό

DSC_0813

Τι είχε να προσδώσει η ζωή σε δύο όντα που παρέκκλιναν από κάθε σύντομη, ανθρώπινη, σχετικά απόλυτη, πορεία; Η μήπως είχε ο κόσμος κάποια σταλαγματιά ευτυχίας να ποτίσει τις ψυχές δύο υπαρκτών-ανύπαρκτων, από την ανθρωπότητα λησμονημένων, όντων;

«Αν η φαντασία είχε ορόσημο θα λεγόταν πραγματικότητα; Και η πραγματικότητα με όλα τα δεινά που την πιλατεύουν, ποια ονομασία θα είχε;» λογισμός μου•

Στον ακατανόητο λογισμό του συγγραφέα, στους άστοχους και ασυνάρτητους συνειρμούς του, που όμως οδεύουν αριστουργηματικά στον απόλυτο παραλληλισμό του λογικού με το παράλογο, ποια είναι ρήση του δραματουργού;

Οι δύο κεντρικοί ήρωες του Σάμιουελ Μπέκετ επαφίενται στην σύγκορμη αδράνεια, η οποία οδηγεί με ταχείς ρυθμούς στην παράλυση. Η μάχη πραγματοποιείται εσωτερικά• Ο χρόνος και ο τόπος που διαδραματίζεται το ποίημα σε λυρική μορφή του Μπέκετ, είναι ακαθόριστα στοιχεία που δεν παρεμποδίζουν την έκβαση του έργου. Οι ήρωες δίνουν τόση βάση στον χρόνο, θέτοντας ερωτήσεις δίχως να γνωρίζουν τον λόγο που τις σκέφτηκαν ή που τις έθεσαν, σαν να είναι ο χρόνος η μόνη ουσία της ύπαρξής τους: αν ο ουρανός είναι σκοτεινός ή φωτεινός, αυτό καθορίζει το ουτοπικό ή το μάταιο της αξίας της οντολογικής τους ύπαρξης, του αυτοσκοπού, ή κάποιας ουσίας που βρίσκεται αυθύπαρκτη σε έναν τόπο αναμονής και ελπίδας.

Δυσκολεύομαι να κατανοήσω εάν ο Βλαδίμηρος και ο Εστρεγκόν έχουν ήδη παραδοθεί στον θάνατο ή αν δίνουν μια τελευταία μάχη επιβίωσης, που δεν καθορίζεται από εκείνους, αλλά από μία ανώτερη δύναμη, πιθανόν ανύπαρκτη, η πλάση της φαντασίας του πιο παλαίμαχου των δύο ηρώων, του Βλαδίμηρου, προκειμένου να πείσει τον φίλο-εραστή του πως η σωτηρία καταφθάνει, λίγο αργοπορημένα βέβαια, αλλά μόλις νυχτώσει, θα έχουν σωθεί.

Δύο ήρωες και τρεις περαστικοί: Ο Βλαδίμηρος και ο Εστρεγκόν, δύο φίλοι που αισθάνονται πως η ευτυχία τους βρίσκεται στη μοναξιά, πως εάν διασκορπιστούν στον κόσμο, ο ένας μακριά από τον άλλον, θα είναι ευτυχέστεροι από την παροδική  στιγμή, που μοιάζει να υποφέρουν ο ένας πλάι στον άλλον. Όμως, ο φόβος της απώλειας βρίσκεται εκεί, ασυνείδητα υπάρχει, είναι ο φόβος της μοναξιάς, ο άνθρωπος, το αγελαίο ον που αν πορευτεί μονάχο του αισθάνεται πως είναι ανεξάρτητος, νιώθει μια κάποια στιγμιαία ευτυχία, και ύστερα, ο απέραντος βυθός του τίποτα τον μετατρέπει σε ανυπεράσπιστο, δύστυχο άθυρμο του σκότους. Οι δυο τους περιμένουν τον Γκοντό, του οποίου την όψη αγνοούν, αγνοούν την ιστορία του, την ταυτότητά του. Στην ουσία έχουν μια συνάντηση με ένα άγνωστο, έναν Θεό μάλλον, ο οποίος θα κάνει λιγότερο βάναυσες τις ημέρες τους, ο χρόνος θα επιταχυνθεί, κι έτσι δε θα χρειάζεται να του δίνουν πια σημασία, κι έτσι απλά: Θα ζουν.

DSC_0813

Περαστικοί, αλλά αναγκαίοι ήρωες είναι ο Πότζο και ο Λάκυ, οι οποίοι εκ πρώτης όψεως μοιάζουν με αφεντικό και δούλο, και το παιδί, ο αγγελιοφόρος του Γκοντό. Μήπως όμως παρατηρείται και μια αλληλεξάρτηση και μεταξύ αυτών; Ο Πότζο κατευθύνεται προς τη λαϊκή, συναντώντας τον Βλαδίμηρο και τον Εστρεγκόν νιώθει μια αλλόκοτη έκπληξη, που ύστερα από καιρό βλέπει δυο ανθρώπους, ψάχνοντας ευκαιρία να τους μιλήσει, ν’ ακούσει κάποιον, να τον ακούσουν. Από πίσω του σέρνεται ο Λάκυ, ο άνθρωπος που από τον Πότζο αποκαλείται «γουρούνι», ο σκλάβος. Παρομοιάζει τον άνθρωπο με ζώο, θεωρεί τον δούλο του ως το βρωμερότερο ζώο του κόσμου, ένα υποταγμένο ζώο που αξίζει κακομεταχείριση και απάνθρωπη συμπεριφορά. Ο Λάκυ έχει παραιτηθεί, έχει καταπονηθεί και μες τη θλίψη του αποζητά μονάχα τη νάρκη, την αιώνια ύπνωση, προκειμένου να ξυπνήσει αλλού, να μην αισθάνεται πια πόνο, να μην αισθάνεται πια τίποτα.

Όποιος έχει παρακολουθήσει ή διαβάσει αυτό το έργο, εκφράζει μια απορία εσωτερική, ψυχική και νοητική. Σε μια πρώτη εικονική ματιά, δεν προσωπογραφεί τους ήρωες του ο Μπέκετ. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστρεγκόν δεν έχουν ιστορία, ίσως είναι δύο στρατιωτικοί που έχουν χάσει τον δρόμο τους ή που έχουν βρει κάποιο καταφύγιο, αλλά επείγει η σωτηρία τους από κάποιον που αποκαλούν Γκοντό. Πώς θα τους σώσει; Άγνωστο• Δεν προσωπογραφεί τους ήρωές του διότι οι ήρωες είναι σύμβολα: Η εξουσία, η δουλεία, η δύναμη, η αδυναμία, η υποταγή, ο φόβος, η μοναξιά, η απώλεια, το ασήμαντο, το βαθυσήμαντο, η αλληλεξάρτηση. Γιατί ο Λάκυ δεν φεύγει; Γιατί προσπαθεί να εντυπωσιάσει το «αφεντικό» του; Αφού είναι τόσο κουρασμένος γιατί δεν ξεκουράζεται; Γιατί δεν φεύγει (επανάληψη). Σκόπιμα πρόφερα την ίδια ερώτηση, δύο φορές. Μία παρατήρηση: Επανάληψη ερωτήσεων. Ο Εστραγκόν θέτει μια ερώτηση: «Γιατί ο Λάκυ δεν αφήνει τα μπαγκάζια του κάτω;». Κι ενώ παίρνει μία απάντηση, αφηρημένα την επαναλαμβάνει το ερώτημά του, σαν να μην τον ικανοποιεί η απάντηση ή σαν να μην την άκουσε, ή απλά σαν να μην άκουσε την ίδια την ερώτηση, θαρρώντας πως έχει επιτύχει μια μορφή επικοινωνίας μη καταλήγοντας πουθενά.

Φόβος για την ύπαρξη

«Όλη την πουτάνα τη ζωή μου την πέρασα χωμένος μες στο βούρκο! Κι εσύ θέλεις να  βλέπω παραλλαγές στο τοπίο;»

αποκρίνεται νευριασμένος ο Εστραγκόν στον Βλαδίμηρο. Κάποιος που δεν θυμάται που βρισκόταν χθες, θυμάται πως πέρασε ολάκερη τη ζωή του στον βούρκο; Παράξενο, παράξενο: Μήπως τελικά η μνήμη παραχωρεί το μεγαλύτερο μέρος του χώρου της σε θλιβερές εμπειρίες παρά σε ευχάριστες; Γιατί όλοι χάνουν τη μνήμη τους εκτός από τον Βλαδίμηρο; Ο Βλαδίμηρος και ο Εστρεγκόν μοιάζουν να περιμένουν τον Γκοντό αιώνια, κάθε βράδυ. Σε μια παραίσθηση που προκαλείται από το ποθητό, την περιέργεια και την αγωνία, νομίζουν πως βλέπουν τη σκιά του Γκοντό. Ο Γκοντό είναι ανύπαρκτος και ποτέ δεν θα ερχόταν, απλώς ενθαρρύνει την καρδιά η έντονη αίσθηση πως η σωτηρία φτάνει, αλλά, εκείνη αναβάλει κάθε μέρα τον ερχομό της.

Δεν είναι ένα παράλογο έργο, είναι ποίηση, λυρική ποίηση, που μέσα από τον σαρκαστικό του επικάλυμμα, θωρεί κανείς τη γυμνή δυστυχία, το ανέλπιδο-απελπιστικό, που όμως, στο έντονο σκάλισμά του, αρχίζει μια μικρή αισιόδοξη ανάβλυση, ενθουσιασμός και αγώνας για το καλό. Όσες φορές κι αν είπαν οι ήρωες πάμε να φύγουμε, περισσότερες παρέμειναν ασάλευτοι. Ίσως η επιθυμία της ζωής είναι εντονότερη από την απόφαση του θανάτου.

Σύμβολο: Δέντρο

Κάτω από ένα δέντρο λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα. «Το δέντρο της ζωής και του θανάτου» είχε πει ο διανοούμενος Γκύντερ Άντερς στις διαπιστώσεις του εσχετικά με το έργο. Σαν να βαδίζουν προς τα πίσω ή προς τα μπρος, προς τον θάνατο ή προς τη ζωή, στη στιγμή που τίποτα δεν συνέβη ή στη στιγμή που κοιτούν τα κλαδιά του δέντρου και σκέφτονται να δώσουν ένα τέλος…

Οι ήρωες αποζητούν, στην ουσία, μία άμεση λύση: Να έρθει ο Γκοντό και να τους σώσει, να χωριστούν και να ζήσουν ευτυχισμένοι απομακρυσμένοι ή απλά να σβήσουν τα φώτα.

Χαρακτήρισαν τον Μπέκετ απαισιόδοξο, μα εγώ στο πυκνό σκοτάδι βλέπω φως, μια ανησυχία να ‘ρθει το πρωί, γιατί το βράδυ τους φοβίζει τους ήρωες, ενώ οι προβολείς σημάνουν την έναρξη, τη ζωή.

«Μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, και ύστερα πάλι σκοτάδι.»


Ακολουθείστε το Koitamagazine.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα καλλιτεχνικά νέα!

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook και ακολουθήστε μας στο instagram



Προηγούμενο άρθροΤραγική σύμπτωση, η Βασίλισσα πέθανε την ίδια μέρα με τον Βασιλιά
Επόμενο άρθροΤι λένε τ’ άστρα και τα ζώδια | 17/7 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ